Δεν είναι λίγες οι φορές που όσοι ασχολούμαστε με το “σπορ” έχουμε αναρωτηθεί σχετικά με την επικαιρότητα του μαρξισμού και το κατά πόσο αυτός μπορεί να δώσει τη λύση στα σύγχρονα αδιέξοδα και προβλήματα του υπερ -καπιταλιστικού συστήματος. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα είναι σχετικά απλή, όταν ο μαρξισμός αντιμετωπίζεται όχι σαν ένα δόγμα, αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου, αλλά σαν ένα εργαλείο ανάλυσης του κόσμου και των παραγωγικών σχέσεων γύρω μας, αφού πράγματι ο καπιταλισμός του σήμερα δεν μοιάζει σε τίποτα με τον καπιταλισμό του χθες. Πράγματι, ο σύγχρονος εργάτης μοιάζει περισσότερο με υπάλληλο γραφείου, φορτωμένο πτυχία και μεταπτυχιακά και ως εκ τούτου δεν μπορεί να νοιώσει ουδεμία ταύτιση με τον εργάτη με το τσιγκελωτό μουστάκι και το μπλε κολάρο του παρελθόντος, αφού το κεφαλαιοκρατικό σύστημα από αυστηρά βιομηχανικό τείνει να αλλάζει φυσιογνωμία, με τον τριτογενή τομέα της παραγωγής (υπηρεσίες) να γιγαντώνεται και τις νέες τεχνολογίες να συμβάλλουν καθοριστικά στη νέα πραγματικότητα.
Αυτήν ακριβώς την αλλαγή και ταυτόχρονα ανάγκη ανανέωσης του μαρξισμού, έτσι ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται καλύτερα στις νέες προκλήσεις, φαίνεται να εντοπίζει και ο δημιουργός μιας από τις πιο πολυσυζητημένες κυκλοφορίες αυτή τη στιγμή, Jamie Woodcock. Ο λόγος, δε, δεν είναι παρά για τον Μαρξ στο Ουφάδικο (Marx at the Arcade), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος, σε μετάφραση Πάρι Λαυτσή, Αλέξανδρου Μινωτάκη και Πάνου Πετρόπουλου. Παίρνοντας, λοιπόν, σαν αφορμή το παιχνίδι Assassin’s Creed Syndicate, όπου και εισάγεται μια εκδοχή του Marx, αξιοποιώντας τον με έξυπνο τρόπο στην ανάλυση, ο Woodcock προσπαθεί να εξηγήσει στον αναγνώστη για ποιο λόγο τα βιντεοπαιχνίδια έχουν σημασία. Ο λόγος του, δε, δομείται πάνω σε τρεις διακριτές ενότητες, ήτοι την ιστορία των βιντεοπαιχνιδιών, τις εργασιακές σχέσεις μέσα στη βιομηχανία παραγωγής τους, αλλά και την ίδια την πρακτική του gaming per se, ξεκινώντας από μια βαθιά αντίφαση, πάνω στην οποία εντοπίζεται η μοναδική φύση του μέσου, ήτοι την αντιδιαστολή της έννοιας του παιχνιδιού, ως μία μη παραγωγική δραστηριότητα, με το καπιταλιστικό σύστημα και την αναγνωγή των βιντεοπαιχνιδιών ως βασικό τομέα της οικονομίας.
Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι για τον Woodcock, τα βιντεοπαιχνίδια αποτελούν σήμερα συστατικό στοιχείο του παγκόσμιου καπιταλισμού και ενδεχομένως και ένας από τους τρόπους αντιμετώπισής του. Παρ’ όλα αυτά δε διστάζει να αναλύσει και τις παθογένειες και τα προβλήματα που υπάρχουν στον χώρο, τόσο από την πλευρά των δημιουργών videogames, αλλά και των απλών καταναλωτών, προχωρώντας σε μια κριτική ανάλυση των βιντεοπαιχνιδιών. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι Ο Μαρξ στο Ουφάδικο δεν είναι παρά μια παρέμβαση, η οποία χρησιμοποιεί την εργατική έρευνα ως εργαλείο για την κατανόηση συλλογικών διαδικασιών, δίνοντας ταυτόχρονα ιδέες για τις συλλογικές διεκδικήσεις του σήμερα και ανοίγοντας το δρόμο για εκείνες του αύριο. Η ίδια η αφετηρία του, άλλωστε, ήτοι το Assassin’s Creed Syndicate δεν είναι παρά ένα είδος εγκιβώτισης, μέσα από το οποίο επιχειρείται η ανάλυση και η κατανόηση των εργασιακών σχέσεων και συνθηκών.
Ξεκινώντας, λοιπόν, να μας μυεί στον κόσμο αυτών των κονσολών, των χειριστηρίων και της ταξικής πάλης, ο συγγραφέας, αλλά και οι μεταφραστές του μέσα από ένα πλήθος επεξηγήσεων και υποσημειώσεων, προκειμένου το κείμενο να είναι προσιτό σε όλους, πληροφορούν τον αναγνώστη εν συντομία για την ιστορία των videogames και τις διάφορες κατηγορίες τους (FPS, RPG, πολιτικά παιχνίδια, διαδικτυακά παιχνίδια κλπ), καθώς και τους τρόπους με τους οποίους αυτά συχνά συνδέονται με την στρατοφιλία και την έννοια της μιλιταριστικής διασκέδασης, αλλά και τις έμφυλες διακρίσεις και απεικονίσεις μέσα σε αυτά, καθώς αυτά παραδοσιακά αντιμετωπίζονται ως ένα “ανδρικό σπορ”. Ως εκ τούτου, ο Woodcock αντιμετωπίζει τα βιντεοπαιχνίδια ως ένα πεδίο πολιτισμικής πάλης, διαμορφωμένο από τις ιδέες για την κοινωνία, την εργασία και το οικονομικό σύστημα στο οποίο ζούμε, θέτοντας τη βιομηχανία βιντεοπαιχνιδιών στο επίκεντρο. Με αυτόν τον τρόπο μεταπηδά ευχάριστα από την παράθεση ιστορικών και τεχνικών πληροφοριών στην κοινωνική και πολιτική σύνθεση των ίδιων των εργατών μέσα στην ίδια την βιομηχανία.
Στο σημείο αυτό το βιβλίο γίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον και καινοτόμο, καθώς επιχειρεί να αναδείξει τους τρόπους με τους οποίους το καπιταλιστικό σύστημα μέσα στον συγκεκριμένο τομέα παραγωγής έχει καταφέρει να βρει νέους τρόπους, με τους οποίους εγκλωβίζει τους εργάτες του σε μια λούμπεν αντίληψη της ταξικής τους συνείδησης. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι το περιοδικό Wired χαρακτήρισε το πολύ πρόσφατο 2018 ως τη χρονιά “που οι εργάτες στην τεχνολογία συνειδητοποίησαν ότι είναι εργάτες”. Έτσι, ο Woodcock εξηγεί τους τρόπους με τους οποίους η κουλτούρα των χάκερ και των προγραμματιστών, καθώς και η άρνηση της εργασίας που αυτή συνεπαγόταν παραδοσιακά, αποτέλεσε το πρόβλημα πάνω στο οποίο οι εργοδότες εφηύραν νέους τρόπους ελέγχου και κερδοφορίας, πατώντας πάνω στις ιδιαίτερες συνθήκες που απαντώνται στο χώρο αυτό, την περίπλοκη εργασιακή διαδικασία, κατά την οποία δεν υπάρχει σαφές job description, την φύση της εργασίας αυτής, η οποία σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζεται από τη χαρά της δημιουργίας, αλλά και τον ίδιο το χώρο εργασίας, ο οποίος είναι λιγότερο καθορισμένος, χωρίς αυστηρά χρονοδιαγράμματα και διακρίσεις μεταξύ παιχνιδιού και εργασίας.
Η υπερνίκηση, λοιπόν, και η χρησιμοποίηση προς ιδίον όφελος, εντός της καπιταλιστικής συνθήκης, αυτών των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και η εκμετάλλευση της geek κουλτούρας, μέσω νέων μεθόδων οδήγησε σταδιακά στην προλεταριοποίηση των εργαζομένων εντός της βιομηχανίας των βιντεοπαιχνιδιών, κάτι το οποίο ο συγγραφέας προσπαθεί να αναδείξει με όρους μαρξιστικούς. Ως εκ τούτου εργοδοτικές τακτικές, όπως το crunch, ή το “work as play” αποτελούν σήμερα τα μέσα παραγωγής της απόλυτης υπεραξίας. Αλλά ακόμα και στο χώρο της έρευνας, η οποία προωθείται ιδιαίτερα μέσα στη βιομηχανία των videogames, ο μαρξισμός είναι σε θέση να αναλύσει τις συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώνεται ένας “απόκρυφος τόπος παραγωγής”, αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη τα διάφορα συμφωνητικά εμπιστευτικότητας, τα οποία οι επιστήμονες/ερευνητές καλούνται να υπογράψουν, ακόμα και υπό δυσμενέστατους όρους όσον αφορά τα πνευματικά τους δικαιώματα. Ως εκ τούτου, γίνεται λόγος για νέες μορφές αλλοτρίωσης με στόχο τη στέρηση της ταξικής συνείδησης των εργαζομένων σε κάθε φάσμα της παραγωγικής διαδικασίας. Η ως άνω ανάλυση, άλλωστε, των εργασιακών σχέσεων εντός της εν λόγω βιομηχανίας του Woodcock αφετηριάζει από την παραδοχή ότι τα βιντεοπαιχνίδια δεν είναι παρά εμπορεύματα, σύμφωνα με τη μαρξιστική ανάλυση της έννοιας.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι Ο Μαρξ στο Ουφάδικο αποτελεί μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, δημιουργικές και επίκαιρες προσθήκες όσον αφορά την μαρξιστική ανάλυση εν γένει. Η συμβολή αυτή, δε, όσον αφορά την ανανέωση του μαρξισμού, έτσι ώστε αυτός να ανταποκρίνεται και να απαντά στις αναδιπλώσεις του καπιταλιστικού συστήματος σήμερα, ενισχύεται μέσα από την ελληνική μετάφραση του βιβλίου, η οποία προχωρά και αυτή με τη σειρά της σε μια σειρά καινοτομιών, όπως, παραδείγματος χάριν, η ιδιαίτερη φροντίδα που επιδεικνύει στο ζήτημα των έμφυλων χαρακτηρισμών. Ως εκ τούτου, κάτι που θα ξενίσει ευχάριστα τον αναγνώστη είναι η απόφαση της μεταφραστικής ομάδας να μην κάνει λόγο συνεχώς για “εργάτες” και “παίχτες”, αλλά να εναλλάσσει τα φύλα γράφοντας εναλλάξ “εργάτριες” και “παίχτριες”. Το γεγονός, δε, ότι κατά την ανάγνωση η πρακτική αυτή ξενίζει αποτελεί τρανή απόδειξη της ανάγκης ανανέωσης του ίδιου του λόγου, έτσι ώστε αυτός να απογυμνωθεί από έμφυλες προκαταλήψεις. Η απόφαση αυτή, δε, της ομάδας εναρμονίζεται πλήρως και με τον Λόγο του Woodcock και τα όσα αυτός υπογραμμίζει όσον αφορά το ζήτημα αυτό στο έργο του.
Καταληκτικά, Ο Μαρξ στο Ουφάδικο είναι ένα βιβλίο που δίνει απάντηση στην παραδοσιακά μπούμερ ερώτηση μαρξιστή για ποιο λόγο τα βιντεοπαιχνίδια έχουν πάρει τόσο μεγάλες διαστάσεις, έτσι ώστε να αποτελούν σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, δε, δίνεται με πληρότητα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, όπου και γίνεται φανερό όχι μόνο ότι η παραγωγή, η κυκλοφορία και η κατανάλωση των βιντεοπαιχνιδιών μπορεί να βοηθήσει άμεσα στην κατανόηση των εσωτερικών διαδικασιών του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και το γεγονός ότι αυτό έχει βρει νέους τρόπους να εκμεταλλεύεται τους εργάτες. Τα βιντεοπαιχνίδια, άλλωστε, είναι μία από τις πιο δημοφιλείς πολιτιστική μορφή με τεράστιους αριθμούς παικτών σε όλο τον κόσμο και ως εκ τούτου αποτελούν σήμερα ένα από τα πιο επίκαιρα μέσα αναπαραγωγής και διαιώνισης ενός παρηκμασμένου συστήματος και της ιδεολογίας του. Αυτό, ωστόσο, που καθιστά ο Woodcock σαφές, κλείνοντας στον αναγνώστη το μάτι, είναι ότι αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που τα βιντεοπαιχνίδια μπορούν να γίνουν ένα σύγχρονο όπλο στα χέρια του παγκόσμιου προλεταριάτου. Οι καπιταλιστές φαίνεται ήδη να το κατάλαβαν. Καιρός να το καταλάβουμε και εμείς!