O Αμερικανός George Saunders μπορεί να βραβεύθηκε με το Booker το 2017 για το μοναδικό του μυθιστόρημα, Λήθη και Λίνκολν, όμως παραμένει, στον πυρήνα της πεζογραφίας του, διηγηματογράφος, ένας μάστορας της μικρής φόρμας, τόσο από άποψη φόρμας όσο και περιεχομένου. Το απέδειξε με την πολυβραβευμένη, αριστουργηματική Δεκάτη Δεκεμβρίου του και συνεχίζει να το αποδεικνύει με την τελευταία του συλλογή διηγημάτων, Μέρα Aπελευθέρωσης, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος, το εκδοτικό σπίτι του Saunders στην Ελλάδα, και τον μόνιμο μεταφραστή του, Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη. Και σε αυτήν εδώ τη συλλογή συνεχίζει να μεταπηδά ειδολογικά ανάμεσα στον ωμό, ενίοτε βάναυσο, ρεαλισμό και τη δυστοπία/επιστημονική φαντασία με φιλοσοφικές, πολιτικές και ηθικές προεκτάσεις, συνταγή – σήμα κατατεθέν της λογοτεχνίας του.
Στο πρώτο, και ομώνυμο, διήγημα της συλλογής, ο Saunders εξερευνά μια ιδέα παρόμοια με αυτήν του διασημότερου, ίσως, διηγήματός του από τη Δεκάτη Δεκεμβρίου (Τα Ημερολόγια): ο αφηγητής και άλλοι δύο άνθρωποι, οι λεγόμενοι Ομιλητές, βρίσκονται Καθηλωμένοι στον τοίχο ενός ειδικά διαμορφωμένου δωματίου, στο σπίτι ενός ευκατάστατου Αμερικανού μεγαλοαστού, και συνδέονται με μια ειδική συσκευή που τους παρέχει ευφράδεια και ευγλωττία, πρόσβαση σε απεριόριστη γνώση και πλούσιο λεξιλόγιο, με σκοπό να αφηγηθούν ιστορίες προς τέρψη εκείνου και των μπουρζουάδων φίλων του. Κανείς τους δε θυμάται πώς βρέθηκαν εκεί, δε γνωρίζει άλλη πραγματικότητα πέραν από τους τέσσερις τοίχους του δωματίου στο οποίο βρίσκονται δεμένοι, όμως ο αφηγητής, ο Ιερεμίας, έχει ένα μυστικό κρυφό από τον ιδιοκτήτη του, τις βραδινές επισκέψεις, σεξουαλικής σκοπιμότητας, της συζύγου του και κυρίας του σπιτιού. Οι εντάσεις θα αυξηθούν κατά τη διάρκεια της μεγάλης Παράστασής τους, μιας αναπαράστασης της Μάχης του Λιτλ Μπίγκχορν του 1876 και της σφαγής των αμερικανικών στρατευμάτων από τους αυτόχθονες της περιοχής.
Στη Μέρα Aπελευθέρωσης, ο Saunders συνθέτει μια ιδιοφυή αλληγορία για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και την καταπίεση μειονοτήτων, χαράσσει ευθείες γραμμές συσχετισμών μεταξύ του αμερικανικού επεκτατισμού των τελών του 19ου αιώνα και της άχρονης δυστοπίας του. Οι Ομιλητές του δε γνωρίζουν πως είναι, κατ’ ουσίαν, σκλάβοι, ευγνωμονούν τους καταπιεστές τους για την ευκαιρία που τους έδωσαν και αναμασούν το αφήγημα της πνευματικής/διανοητικής «απελευθέρωσής» τους, όσο ο Saunders στοχάζεται για την ελεύθερη βούληση και τα όριά της, τη συνείδηση και τον ετεροκαθορισμό της, την ηθική της βιοτεχνολογίας, αλλά και για την ίδια τη φύση της λογοτεχνίας και των εγγενών περιορισμών της.
Μια ανάλογη δυστοπία, ακόμα πιο ευφάνταστη, σουρεαλιστική και ενίοτε κωμική, κατασκευάζει στον Βρικόλακα: άνθρωποι ζουν πλέον σε έναν κόσμο υπόγειο, κάτω από τον κανονικό, που θυμίζει τεράστιο θεματικό πάρκο, η καθημερινή εργασία και υποχρέωσή τους είναι να υποδύονται τους βρικόλακες, τις πριγκίπισσες, τα τέρατα και τους καουμπόηδες, έτοιμοι πάντοτε να υποδεχτούν τους Επισκέπτες από Απάνω. Οι ίδιοι αυτολογοκρίνονται, δεν επιτρέπεται να μιλήσουν ανοιχτά για τα πάσης φύσεως φυσικά φαινόμενα που πλήττουν τον μικρόκοσμό τους, ρουφιανεύουν και καταδίδουν όσους το κάνουν, τιμωρούν κλωτσώντας μέχρι θανάτου όσους αντιδρούν στην καθεστηκυία τάξη. Μέχρι που μια μέρα θα συνειδητοποιήσουν πως ίσως οι εκ των άνωθεν Επισκέπτες, οι εν δυνάμει παρατηρητές και κριτές των ρόλων που υποδύονται, δεν υπάρχουν και το αφήγημα στο οποίο πίστευαν όλη τους τη ζωή, ο εγγενής σκοπός της ύπαρξής τους, είναι επίπλαστο – (ακόμα) μία πανέξυπνη αλληγορία του Saunders για τα ψευδεπίγραφα αφηγήματα, θρησκευτικά, φιλοσοφικά, ηθικολογικά, υπαρξιακά, στα οποία έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε, αλλά και τι συμβαίνει όταν αυτά καταρρέουν συθέμελα.
Τεράστιου αφηγηματικού βάθους και λογοτεχνικής αρτιότητας είναι, όμως, και τα αμιγώς ρεαλιστικά διηγήματά του: στη Μαμά που δρα θαρραλέα, μια μητέρα και επίδοξη συγγραφέας, που συχνά χάνεται στις λαβυρινθώδεις διακλαδώσεις της φαντασίας της, υπερπροστατευτική με τον γιό της λόγω ενός εκ γενετής προβλήματος υγείας του, έρχεται αντιμέτωπη με έναν από τους χειρότερους φόβους της, να βλάψει κάποιος τον γιό της. Όταν ο θύτης μένει ατιμώρητος, διοχετεύει όλη τη δημιουργικότητά της στη συγγραφή ενός δοκιμίου για την αναγκαιότητα της αυτόκλητης απονομής δικαιοσύνης, με μοιραίες συνέπειες για όλους τους εμπλεκόμενους. Εδώ, ο Saunders σατιρίζει σαρδόνια τις νευρώσεις και αγκυλώσεις της suburban Αγίας Αμερικανικής Οικογένειας, ενώ ταυτόχρονα σχολιάζει αιχμηρά την οπλοκατοχή και την αυτοδικία.
Στη δουλειά, διακωμωδεί την εταιρική ιεραρχία και τις μικροπολιτικές της, με την ιστορία δύο γυναικών εργαζόμενων στην ίδια εταιρεία, και οι δύο ένοχες για μικρότερα ή μεγαλύτερα παραπτώματα, από μικροκλοπές αντικειμένων ιδιοκτησίας της εταιρείας μέχρι τη χρέωση του χρόνου που η μία περνά με τον εραστή της ως εταιρικού. Ο διευθυντής που αναλαμβάνει την επίλυση της μεταξύ τους αψιμαχίας, όταν η μία ρουφιανέψει την άλλη, είναι ένας τυπικός Σοντερσιανός χαρακτήρας, ένας δειλός, άνευρος και άτολμος μεσήλικας άντρας, με τις δικές του προβολές από τα τραύματα της παιδικής του ηλικίας. Παρόμοιοι είναι και οι κεντρικοί χαρακτήρες στο, σύντομης έκτασης μα μεγάλου αφηγηματικού βάθους, Σπουργίτι, διήγημα στο οποίο ο Saunders αφήνει για λίγο στην άκρη τον κυνισμό και τη σαρκαστική ματιά του, για μια ενδελεχή παρατήρηση της ανθρώπινης φύσης και συνύπαρξης με τρυφερότητα και ενσυναίσθηση, μια απλοϊκή όσο και νοσταλγική, smalltown Americana, σπουδή χαρακτήρων.
Ο Saunders πειραματίζεται με τη φόρμα της πρόζας του, εναλλάσσει διαρκώς τις οπτικές γωνίες των αφηγητών, άλλοτε συμβατικά ανά υπο-κεφάλαιο, όπως Στη δουλειά και στην Ημέρα της μητέρας, μεταξύ των δύο αφηγητριών, μητέρων και πάλαι ποτέ ερωτικών αντιζήλων, και άλλοτε με τη χρήση αφηγηματικών τεχνασμάτων, ως μέσο προώθησης της πλοκής – με τη βοήθεια της τεχνολογίας, στη Μέρα Aπελευθέρωσης (οι Ομιλητές ως Αμερικανοί στρατιώτες ή ως μέλη των αυτόχθονων φυλών), ή, απλώς, της ανθρώπινης φαντασίας (τα οικιακά αντικείμενα, τα οποία η Μαμά που δρα θαρραλέα προσωποποιεί, τους δίνει τη δική τους φωνή στα διηγήματα που επιχειρεί να γράψει).
Επινοεί τη δική του γλώσσα, τη δική του ορολογία, για να υπηρετήσει τους σκοπούς των δυστοπιών του, στη Μέρα Aπελευθέρωσης, τον Βρικόλακα και, ιδίως, στον Έλιοτ Σπένσερ, την ιστορία ενός ηλικιωμένου μπεκρή που, για να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, συμφώνησε να συμμετέχει σε ένα πρόγραμμα διαγραφής μνήμης και επαναπρογραμματισμού εγκεφάλου, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους προπαγανδιστικούς σκοπούς μιας πολιτικής φράξιας. Ο Saunders πειραματίζεται με τις λέξεις και την εννοιοδότησή τους, με τη σύνταξη, τα σημεία στίξης, με τις ίδιες τις δυνατότητες της γλωσσολογίας. Τον απασχολεί ο τρόπος που η γλώσσα, αλλά και η μνήμη, περιορίζουν ή επεκτείνουν την ανθρώπινη αντίληψη και συνείδηση, αλλά και το πώς μπορούν εν δυνάμει να αξιοποιηθούν από απολυταρχικά καθεστώτα ως μέσο καταστολής.
Παραμένει δε αμετανόητα πολιτικός και όλες οι ιστορίες του προσλαμβάνουν ταξικές προεκτάσεις: αυτοί που βρίσκονται αιχμάλωτοι, φυσικά ή διανοητικά καταπιεσμένοι, είναι πάντοτε τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, η εργατική τάξη, οι άστεγοι και ενδεείς. Η ταξική οργή και αντίδραση στο, καπιταλιστικό/εταιρικό/κρατικό, αυταρχικό κατεστημένο σιγοβράζει μονίμως, άλλοτε διοχετεύεται και εκτονώνεται, άλλοτε παραμένει στο υπέδαφος των ιστοριών του – όπως στο, αριστοτεχνικό, Γράμμα αγάπης, την επιστολή ενός παππού στον εγγονό του, στην οποία τον συμβουλεύει πώς να δράσει ή, καλύτερα, να παραλείψει να δράσει στη δυστοπική, απολυταρχική κοινωνία όπου ζουν, έναν ευδιάκριτο, αιχμηρό σχολιασμό για τη διακυβέρνηση Trump.
Η ανίερη σάτιρα, των Αμερικανίδων soccer moms των προαστίων, των φιλήσυχων, ευυπόληπτων πολιτών της μεσαίας τάξης, και, τελικά, της απειλής που η δομή της καπιταλιστικής αμερικανικής κοινωνίας αποτελεί για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία, συναντά εδώ την, έτι μεγαλύτερη από τις προηγούμενες συλλογές διηγημάτων του Saunders, αφηγηματική ευαισθησία και εν τω βάθει ανάλυση χαρακτήρων. Ταυτόχρονα, η θεματική της καλλιτεχνικής δημιουργίας διατρέχει τα περισσότερα από τα διηγήματά του – η φύση του καλλιτέχνη, και δη του συγγραφέα, οι δυνατότητες αλλά και τα όρια της ανθρώπινης φαντασίας, όλοι οι τρόποι που αυτή διαπλέκεται με την πραγματικότητα.
Οι χαρακτήρες του Saunders παραμένουν ευτυχείς στην άγνοιά τους, πιστεύουν πως υπηρετούν έναν ανώτερο σκοπό, ένα θείο/πνευματικό κάλεσμα, πως είναι ξεχωριστοί ή, απλώς, απαραίτητα δομικά στοιχεία του ευρύτερου κοινωνικού οικοδομήματος, ιδεατοί Αμερικανοί πολίτες, πιστοί στο αφήγημα του αμερικανικού ονείρου. Μέχρι που η πίστη αυτή καταρρέει, ο μανδύας που τους διαχωρίζει από την πραγματικότητα αποσύρεται και κυριολεκτικά, όπως στον Βρικόλακα, ή μεταφορικά ανέρχονται από το Πλατωνικό σπήλαιο των σκιών προς την επιφάνεια της πραγματικότητας και των ιδεών – ακόμα και αν αυτό που αντικρίζουν είναι ένα πέτρινο, αδιαπέρατο ταβάνι.
Μέρα Aπελευθέρωσης, ο Saunders επεκτείνει και επανεξετάζει τις θεματικές που τον απασχόλησαν στη Δεκάτη Δεκεμβρίου, αλλά και στο σύνολο της πεζογραφίας του, αμφιταλαντεύεται και πάλι ειδολογικά ανάμεσα στην ευφάνταστη, εφευρετική δυστοπία και τον μεστό αφηγηματικά, παραδοσιακό αμερικανικό ρεαλισμό, σε μια συλλογή διηγημάτων που επιβεβαιώνει την επάξια κατάκτηση της θέσης του ανάμεσα στους κορυφαίους σύγχρονους διηγηματογράφους και ανατόμους του αμερικανικού ψυχισμού.