La Chimera – Ο θησαυρός του χαμένου κυνηγιού

Σάντρα Δημητρέλου Από Σάντρα Δημητρέλου 6 Λεπτά Ανάγνωσης

Το 76ο Φεστιβάλ των Καννών ήταν καθώς φαίνεται γεμάτο από αδαμάντινες παραγωγές. Μαζί με το επάξια νικητήριο Anatomy of a Fall και την καλύτερη ταινία της περσινής χρονιάς για τη γράφουσα, δηλαδή το Fallen Leaves, λίγο αργοπορημένο έφτασε στις αίθουσες το La Chimera της Alice Rohrwacher.

Το άτυπο τρίτο μέρος της τριλογίας της Rohrwacher έρχεται πέντε χρόνια μετά το Happy as Lazzaro και δέκα μετά το Wonders. Η ίδια έχει χαρακτηριστεί από παλαιούς και νέους δημιουργούς ως η πλέον κατάλληλη για την αναβίωση του -πάντοτε αναγκαίου- Ιταλικού κινηματογράφου.

Τι είναι τελικά η Χίμαιρα;

Η Χίμαιρα γυρίζεται στην Τοσκάνη, όπου μεγαλώνοντας η σκηνοθέτιδα άκουγε συχνά ιστορίες ντόπιων ανδρών που σκάβοντας τα βράδια ανακάλυπταν αρχαιολογικά αντικείμενα, τα οποία στην συνέχεια μεταπουλούσαν στην Ελβετία.

Έτσι, βρισκόμενοι τώρα στην Ριπαρμπέλα, γνωρίζουμε τον Άρθουρ (Josh OConnor), έναν Βρετανό, άρτι αποφυλακισθέντα αρχαιολόγο, στον δρόμο της επιστροφής στην πόλη του. Μαθαίνουμε πως η αιτία της σύλληψής του ήταν τα μπλεξίματα που είχε ως αρχηγός μιας συμμορίας ταφικών ληστών της περιοχής και, παρόλα αυτά, είναι και πάλι έτοιμος για τυμβωρύχος.

Στην πραγματικότητα, ο λόγος της επιστροφής του στην παρανομία και την πόλη του είναι η αγάπη της ζωής του, που δεν είναι πια κοντά του. Την αναζητά παντού, στα όνειρα του και στην καθημερινότητά του, επισκέπτεται το σπίτι όπου έμενε μαζί με την μητέρα (εδώ θα χρειαστούμε κάποια δευτερόλεπτα για βαθιά υπόκλιση στην αειθαλή Isabella Rosellini) και τις αδερφές της, παρότι γνωρίζει πολύ καλά το μόνο μέρος που θα μπορούσε να την βρει.

Χρησιμοποιώντας μία αυτοσχέδια, ξύλινη ράβδο σαν ανιχνευτή θησαυρού, η παρέα του και εκείνος, λεηλατούν Ετρουσκικούς τάφους, φαινομενικά σαν την έσχατη λύση να βγάλουν χρήματα.

Ετρούσκοι, θάνατος και ζωή: Η αρχαιολογία ως επικοινωνία

Η επιλογή των τάφων αυτών στην αφήγηση κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, αφού η φιλοσοφία των Ετρούσκων συνδέεται βαθιά με την μεταθανάτια ζωή, σε πολλές εκφάνσεις της, μάλιστα, παρατηρείται μία μεγαλύτερη εμμονή με τον θάνατο, παρά με την ίδια την ζωή. Η μεταθανάτια ετρουσκική τέχνη υφίσταται κανονικά και πήρε άλλη διάσταση όταν ξεκίνησαν οι ενταφιασμοί έναντι των αποτεφρώσεων. Το εσωτερικό των τάφων έπρεπε πάντα να είναι πολυτελώς διακοσμημένο και ό,τι υπήρχε μέσα σε αυτόν να βοηθάει στην συνεχή ζωογόνηση των νεκρών. Για αυτό, σε κάθε ληστεία των πρωταγωνιστών, βλέπουμε τοιχογραφίες με αναπαραστάσεις εορταστικού περιεχομένου, ένα πορτραίτο του νεκρού-αναγκαίο για την επιβίωση του προσώπου-, ορειχάλκινα αγάλματα και γενικά οτιδήποτε ενισχύει την πεποίθηση πως ένα κομμάτι της ψυχής παραμένει για πάντα στο σώμα.

Ίσως αυτό να είχε στο μυαλό του και ο Άρθουρ όταν αποφάσισε να ηγηθεί ξανά της ομάδας των τομπαρόλι (όπως λέγονταν), ένα επίγειο κομμάτι της ψυχής της Μπενιαμίνα. Ίσως, να ήθελε να νιώθει πιο κοντά της, πιο κοντά στους νεκρούς και να περιπλανιέται στον κόσμο των ζωντανών σαν φάντασμα. Κυνηγάει χίμαιρες, κρατιέται στην ζωή και στον έρωτα κυριολεκτικά από μία κλωστή.

Η επαφή με τις ιταλικές, κινηματογραφικές ρίζες - και όχι μόνο

Η Alice Rohrwacher καταφέρνει να αποφύγει την μακαβριότητα που σε άλλη περίπτωση θα χαρακτήριζε μία τέτοια ταινία και δημιουργεί μια ιστορία που σφύζει από ζωή και μνημονεύει τις περασμένες δόξες της χώρας. Οι ηθοποιοί παλεύουν, τραγουδούν, χορεύουν και γιορτάζουν, σπάνε ακόμα και το φράγμα του 4ου τοίχου, μεταφέρουν απόλυτα την αίσθηση της Ιταλίας του ’80, οπότε και υποθέτουμε ότι τοποθετείται χρονολογικά μέσα από τα κουρέματα, τα ρούχα και τα αυτοκίνητα, αλλά και μέσα από την μοντέρνα λαϊκότητα των ανθρώπων εκείνης της περιόδου.

Η Χίμαιρα έχει αναφορές στους Ιταλούς κλασικούς, στο σινεμά του Φελίνι και ασφαλώς στο Indiana Jones, έχει την παλαιά αισθητική ιταλικής κωμωδίας και την αιθέρια, ρετρό φωτογραφία της Helene Louvart. Εξερευνεί την μνήμη και την ιστορία, παραμένει, όμως, διαχρονική και, αποτελεί φόρο τιμής στον κλασικό Ιταλικό κινηματογράφο, χωρίς να τον μιμείται.

Σε συνέντευξη της, η σκηνοθέτιδα, εξηγεί την αναλογία της αρχαιολογίας και του σινεμά, ως μια σχέση βαθιά συνδεδεμένη. Η δημιουργία μίας ταινίας, λέει, μοιάζει με  αρχαιολογική ανασκαφή, ξεκινάει με το μικρότερο δείγμα και, όσο προχωράει, παίρνει μορφή και ζωντανεύει, η ιστορία αλλάζει και ανακατασκευάζεται, φτάνοντας στην μαγική στιγμή, όπου το παρόν μας συνδέεται με το παρελθόν των άλλων.

Παρά τις ατελείωτες προσπάθειες του Άρθουρ να συνδέσει το παρόν του με το παρελθόν της Μπενιαμίνα και το μέλλον τους μαζί, φαίνεται πως ο μόνος τρόπος να ξαναβρεί την αγαπημένη του, είναι να την ακολουθήσει τελικά εκείνος, σαν σύγχρονος Ορφέας. Βγαίνει νικητής από το κυνήγι της Χίμαιρας, κρατάει στα χέρια του τα πάντα, όμως, η λύτρωση που αποζητά δεν είναι αυτή. Ενδίδει στην μοιρολατρία και θυσιάζεται για τον μύθο της ευτυχισμένης μετά-θάνατον ζωής.

Μοιραστείτε το Άρθρο