Όταν η 25χρονη Γαλλίδα blogger και ακτιβίστρια, Pauline Harmange, αποφάσισε να εκδώσει το 96-σέλιδο δοκίμιό της, «Μισώ τους άντρες», ένα μανιφέστο υπέρ της μισανδρίας εμπνευσμένο από το περιεχόμενο του blog της, δεν περίμενε ότι αυτό θα πουλούσε περισσότερα από τα 450 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης που έβγαλε ο μικρός εκδοτικός οίκος Monstrograph, τον οποίο επέλεξε. Δεν υπολόγισε όπως πάντα, όμως, στην ανδρική αντίδραση, καθώς ο Ralph Zurmély, ένας σύμβουλος του γαλλικού Υπουργείου Ισότητας, εξοργίστηκε διαβάζοντας μόνο… τον τίτλο του βιβλίου και προσπάθησε να εμποδίσει την κυκλοφορία του, επί της νομικής βάσης της υποκίνησης μίσους με βάση το φύλο. Μια αντίδραση – μπούμερανγκ, όπως απεδείχθη, καθώς η απόπειρα λογοκρισίας εκ μέρους του καταδικάστηκε από το ίδιο το Υπουργείο, το οποίο ανακοίνωσε ότι εκείνος κινήθηκε αυτοβούλως, και εκτόξευσε τις πωλήσεις του βιβλίου. 2.500 αντίτυπα πωλήθηκαν εντός δύο εβδομάδων από την ημέρα κυκλοφορίας του και ο εκδοτικός οίκος αναγκάστηκε να πωλήσει τα δικαιώματα σε μεγαλύτερο γαλλικό εκδοτικό, αφού αδυνατούσε να ανταποκριθεί στην ταχύτητα και τον όγκο των πωλήσεων και των ανατυπώσεων που χρειάζονταν. Μέχρι σήμερα, το «Μισώ τους άντρες» έχει πουλήσει περισσότερα από 20.000 αντίτυπα και τα δικαιώματα μετάφρασής του έχουν πουληθεί σε 17 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όπου το δοκίμιο της Harmange κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Οξύ σε μετάφραση Βασιλικής Κοκκίνου.
Στο «Μισώ τους άντρες», η Harmange, επαναστατικά, φεμινιστικά και ρηξικέλευθα, προτάσσει την έννοια της μισανδρίας ως αντίσταση κατά της πατριαρχίας, ως τρόπος για τις γυναίκες να υπάρχουν και να συνεχίσουν να αγωνίζονται για την ισότητα, αδιαφορώντας πλέον πλήρως για τους άνδρες, για τις διαφωνίες και τις αντιδράσεις τους, αρνούμενες να κάνουν περαιτέρω συμβιβασμούς προκειμένου να κερδίσουν συμμάχους, μέσω της αγνής, αναπολογητικής απόρριψης και του εξοβελισμού των ανδρών από την κοινωνική ζωή τους. Περιγράφει τη μισανδρία ως ένα ευρύ πεδίο συναισθημάτων, που εκτείνεται από την επιφυλακτικότητα και τη δυσπιστία μέχρι την αντιπάθεια και την εχθρότητα προς κάθε cis άνδρα, μια εχθρότητα απόλυτα δικαιολογημένη και προερχόμενη από τους αιώνες καταπίεσης, διακρίσεων και βίας που υφίστανται οι γυναίκες από τους άνδρες εντός της πατριαρχίας.
Η αδιαμφισβήτητη ύπαρξη των ανδρικών προνομίων σε μια κοινωνία φτιαγμένη από και για λευκούς, straight, cis άνδρες, όπου εκείνοι κατέχουν τη συστημική εξουσία, καθιστά ακόμα πιο εύκολη και πιθανή τη διολίσθησή τους στο επόμενο σεξιστικό παράπτωμα, στην επόμενη φαινομενικά ενστικτώδη αλλά στην πραγματικότητα κοινωνικά εκμαθημένη σεξιστική προσέγγιση και αντικειμενοποίηση του γυναικείου φύλου. Η Harmange διερωτάται, για ποιον λόγο να συνεχίσουμε εμείς οι γυναίκες να παρέχουμε άλλοθι, να κάνουμε τα στραβά μάτια απέναντι σε υποτιμητικές και εξουσιαστικές προς εμάς συμπεριφορές, από μια κοινωνική ομάδα που συστηματικά εδώ και αιώνες μας περιθωριοποιεί, μας καταπιέζει, δεν μας αντιμετωπίζει ως ίσες, μας κακοποιεί και μας βιάζει;
Η μισανδρία είναι απότοκο της αντανακλαστικής εσωτερικής γυναικείας οργής, μιας οργής όμως που προκύπτει μετά και μέσα από φεμινιστικές διεργασίες, ένας θυμός συλλογικός και κατ’ ουσίαν πολιτικός. Η Harmange παρατηρεί ότι όσο περισσότερο εμβάθυνε στη φεμινιστική θεωρία, όσο περισσότερο δραστηριοποιούνταν στον φεμινιστικό ακτιβισμό και ερχόταν σε επαφή με δομές που υποστηρίζουν τα θύματα σεξουαλικής βίας, όσο περισσότερο συνειδητοποιούσε τη συστημική καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες από τους άνδρες και τις θηριωδίες που έχουν διαπραχθεί εναντίον τους, τόσο περισσότερο σφυρηλατούνταν η φεμινιστική οργή της απέναντι στο ανδρικό φύλο συλλήβδην.
Ο θυμός αυτός κοχλάζει και πυροδοτείται ιδίως μέσα από τη στερεοτυπική, γραφική ανδρική αντίδραση του #notallmen, των ανδρών που πεισματικά διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι εκείνοι δεν είναι όπως οι άλλοι, ότι δεν είναι όλοι ίδιοι, ότι είναι απαράδεκτο οι «υστερικές φεμιναζί» να τους φέρνουν στη δυσάρεστη θέση να απολογούνται για το ίδιο τους το βιολογικό φύλο. Με ρητορική απλή και κατανοητή, η Harmange εξηγεί σε όλους τους άνδρες, πιθανούς συμμάχους και μη, ότι αυτό που τους ζητείται να κάνουν είναι απλά να σιωπήσουν, να ακούσουν τα γυναικεία βιώματα και εμπειρίες, και να επεξεργαστούν τους τρόπους με τους οποίους οι ίδιοι μπορούν να περιορίσουν τα δικά τους προνόμια και να συμβάλουν στον περιορισμό αυτών των υπολοίπων ανδρών και στον αγώνα για την ισότητα εν γένει. Αυτό που αξιώνει από τους άνδρες συμμάχους είναι να μην προσπαθούν να καπηλευθούν έναν αγώνα πρωτευόντως γυναικείο, να μην προσπαθούν να λάβουν τα εύσημα για το minimum προσπάθειας που καταβάλλουν.
Στους επικριτές της, σε όσους θεωρούν πως η μισανδρία είναι το αντίπαλον δέος του μισογυνισμού και μια μορφή αντίστροφου σεξισμού, απαντά με το προφανές επιχείρημα: η αντι-βία δεν μπορεί να εξισώνεται με τη βία. Η μισανδρία δεν είναι αυτοφυής, δεν προϋπήρχε του μισογυνισμού αλλά είναι γέννημά του, είναι η αντίδραση και η αντίσταση του καταπιεζόμενου απέναντι στη βία που ασκεί ο καταπιεστής του. Και όπως ακριβώς ο αντιφασισμός και ο αντιρατσισμός δεν μπορούν να εξισωθούν με τον ίδιο τον φασισμό και τον ρατσισμό, έτσι ακριβώς και η δυσαρέσκεια, η οργή απέναντι στους άνδρες που αποτελούν τα συστατικά στοιχεία, τους συνεχιστές και τους διατηρητές ενός συστήματος που εξουσιάζει και σκοτώνει τις γυναίκες, δεν είναι αντίστοιχη του μισογυνισμού, και η φαιδρή έννοια του αντίστροφου σεξισμού απλά δεν υφίσταται.
Η Harmange γράφει, επίσης, για τη δυσκολία σύναψης ετεροφυλοφιλικών ερωτικών σχέσεων εντός της πατριαρχίας μετά από την αποδοχή και τον εναγκαλισμό της μισανδρίας (παρ’ ότι, βέβαια, η ίδια είναι παντρεμένη). Γράφει για την ανισότητα στον βαθμό προσπάθειας που καταβάλλεται από τις γυναίκες στις εν λόγω σχέσεις συγκριτικά με τους άνδρες, για το γεγονός ότι εμείς οι γυναίκες, ακόμα και οι συνειδητοποιημένες φεμινίστριες, συνηθίζουμε να επικροτούμε και να τοποθετούμε σε βάθρο τους άνδρες του περίγυρού μας, τους φίλους, τους συντρόφους και τους συζύγους μας, αποκλειστικά επειδή κάνουν την ελάχιστη προσπάθεια και τα στοιχειώδη, όπως να μην είναι βίαοι και κακοποιητικοί, να μην μας αντιμετωπίζουν σεξιστικά αλλά με σεβασμό και να συμφωνούν στον ισομοιρασμό των εργασιών του σπιτιού. Είναι, όμως, αυτό αρκετό, εάν συγκριθεί με την αδιάκοπη, υλική και συναισθηματική, προσπάθεια που καταβάλλουμε οι γυναίκες για να διατηρήσουμε τα θεμέλια μιας σχέσης, ενός γάμου, μιας οικογένειας, την προσπάθεια που κοινωνικά έχουμε προγραμματιστεί να θεωρούμε πως ανήκει στη δική μας δικαιοδοσία; Η Harmange μας ωθεί να αποτινάξουμε το βάρος αυτής της ευθύνης και των υψηλών προσδοκιών από τους ώμους μας και να «αποκτήσουμε την αυτοπεποίθηση ενός λευκού μέτριου άνδρα», να διεκδικήσουμε και εμείς τη θέση που οι άνδρες θεωρούν πως δικαιωματικά τους ανήκει στον κόσμο.
ΗHarmange αναλύει τους τρόπους που οι γυναίκες έχουν διδαχθεί κοινωνικά, ήδη από την παιδική τους ηλικία, πως ο προορισμός της ύπαρξης τους και η αυτοολοκλήρωσή τους είναι η σύναψη ετεροφυλόφιλης μονογαμικής σχέσης και η δημιουργία οικογένειας, σε σημείο μάλιστα να καταπιέζονται και να συμβιβάζονται με συντρόφους ανεπαρκείς, να εγκλωβίζονται σε σχέσεις κακοποιητικές και εν δυνάμει επικίνδυνες, προκειμένου να αποφύγουν τον κοινωνικό στιγματισμό της μοναξιάς και της εργένικης ζωής. Αντί όλων αυτών, προκρίνει τη σύναψη ουσιαστικών φιλικών σχέσεων με γυναίκες και την εκ νέου εκμάθηση ενός τρόπου ζωής όπου η παρουσία των ανδρών δεν είναι απαραίτητη, όπου οι γυναίκες θα ζουν πιο πλήρεις, ικανοποιημένες και ελέυθερες.
Παρά την πληθώρα θεματικών που πραγματεύεται, η ανάλυσή της εντούτοις είναι κατά κύριο λόγο επιδερμική και απλοϊκή, το νεαρό της ηλικίας της είναι εμφανές στην ποιότητα και το περιεχόμενο του γραπτού της και το βιβλίο συχνά θυμίζει περισσότερο μπροσούρα παρά φεμινιστική θεωρία. Επιπλέον, δεν ασχολείται επαρκώς με καίριες πτυχές των ζητημάτων, όπως τους τρόπους που η πατριαρχία καταπιέζει και τους ίδιους τους άνδρες, ιδίως τους μη straight και cis, αλλά και τους τρόπους αντίστοιχα που οι γυναίκες ενσωματώνουν τον μισογυνισμό και στρέφονται η μία εναντίον της άλλης. Η ρητορική της δεν είναι αρκετά συμπεριληπτική και ταξική, και μοιάζει να θεωρεί τη γυναικεία αδελφοσύνη και τον ανδρικό αποκλεισμό ως πανάκεια σε ένα πρόβλημα με ρίζες πολύ βαθύτερες εντός του οικοδομήματος της πατριαρχίας, της ετεροκανονικότητας και του καπιταλισμού.
Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο της Harmange είναι κάτι παραπάνω από επίκαιρο και απαραίτητο, σε έναν κόσμο, και μια Ελλάδα συγκεκριμένα, όπου οι διακρίσεις, οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, η ενδοοικογενειακή βία, οι βιασμοί και οι γυναικοκτονίες αποτελούν ζοφερή καθημερινότητα, και όπου εντούτοις η πλειονότητα των ανδρών, ακόμα και των αυτοαποκαλούμενων «συμμάχων», διστάζουν να κοιτάξουν την αλήθεια κατάματα: ναι, δεν είναι κάθε άνδρας κακοποιητής, βιαστής ή γυναικοκτόνος, όμως η συντριπτική πλειοψηφία θυτών σε εγκλήματα βιασμού, ενδοοικογενειακής βίας και συζυγοκτονίας είναι άνδρες. Και ναι, κάθε γυναίκα έχει βιώσει τουλάχιστον μία φορά σεξουαλική παρενόχληση ή επίθεση, έχει νιώσει βαθιά στο πετσί της τον φόβο του να είναι γυναίκα εντός της πατριαρχίας και τον κίνδυνο που αποτελούν για εκείνη οι άνδρες.
Η πατριαρχία μας καταπιέζει, μας πονά, μας περιφρονεί, μας χτυπά και μας σκοτώνει καθημερινά, και βιβλία σαν της Harmange μας βοηθούν να καταλάβουμε ότι ο σημαντικότερος, ο πιο ουσιώδης τρόπος που έχουν οι άνδρες να βοηθήσουν είναι απλά να αναγνωρίσουν πόσο μεγάλο και θεμελιώδες μέρος του προβλήματος αποτελούν.