Συχνά λέμε, συνήθως αποδοκιμαστικά, ότι το αίμα της νεολαίας βράζει. Ότι στις μέρες μας οι έφηβοι είναι πιο ανήσυχοι από ποτέ, ότι ψάχνονται για καυγά, ότι προσβάλλονται με τα πάντα. Με αυτή την πρόταση, η αλήθεια, ότι δηλαδή οι νέοι αντιδρούν σε ένα παθητικό status quo που τους υπαγορεύει να μένουν σιωπηλοί σε κάθε είδους αδικία, διαστρεβλώνεται. Με πυξίδα τον εκνευρισμό της με την παθητική προσέγγιση της κοινωνίας στο θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης στα σχολεία, η Jennifer Matthieu εκδίδει το 2017, μια χρονιά που το κίνημα metoo βρίσκεται σε έκρηξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Young- Adult βιβλίο Moxie, το οποίο το 2020 μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη (εντάξει, στο Netflix) με την Amy Poehler (Parks and Recreation) να έχει αναλάβει τα ηνία της σκηνοθεσίας και της παραγωγής.
Σε ένα τυπικό λύκειο στην αμερικάνικη suburbia, στην αρχή της χρονιάς, τα αγόρια εκδίδουν συλλογικά μια λίστα που αποδίδει χαρακτηρισμούς στο γυναικείο πληθυσμό, οι οποίοι ποικίλλουν από “ωραιότερο στήθος” ως “πιο έμπειρη σεξουαλικά”, κάθε φορά όμως στοχεύουν στην αντικειμενοποίηση των σωμάτων τους. Φυσικό επακόλουθο της έκδοσης αυτής της λίστας είναι ένας χείμαρρος σεξιστικών σχολίων και συμπεριφορών. Εντούτοις, οποιαδήποτε αντίδραση αγνοείται και η έτσι η λίστα παραμένει ένα είδος «παράδοσης».
Η δεκαεξάχρονη Vivian (Hadley Robinson, I’m Thinking of Ending Things), παρακολουθεί παθητικά αυτή την πρακτική και αφού λαμβάνει τον τίτλο “περισσότερο υπάκουη” και με αφορμή δύο περιστατικά casual sexism όπου οι κοπέλες θεωρούνται υπεύθυνες, στρέφεται στην μητέρα της, Lisa για συμβουλές. Η Lisa (Amy Poehler) τη δεκαετία του 90 ήταν μέλος του φεμινιστικού group Riot Girls, μιας συλλογικότητας (στο βιβλίο γίνεται αναφορά στη Joan Jett) η οποία οργάνωνε δράσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην πατριαρχία και τις επιπτώσεις της. Και έτσι η Vivian δημιουργεί ανώνυμα στο δωμάτιο της το περιοδικό Moxie, το οποίο μοιράζει στις τουαλέτες, το οποίο στοχεύει στην επιμόρφωση σχετικά με την παρενόχληση, τον φεμινισμό και την ιστορία του και καλεί τους αναγνώστες σε δράσεις που φανερώνουν αλληλεγγύη και αντίσταση στο κατεστημένο.
To περιοδικό και οι δράσεις του έχουν άμεσα επιτυχία και δημιουργείται μια λέσχη θηλυκοτήτων (μεταξύ τους και η Vivian), τα μέλη της οποίας στηρίζουν το περιοδικό, συζητούν για τις εμπειρίες τους και οργανώνουν στρατηγικές προσεγγίσεις με σκοπό να επιφέρουν ριζικές αλλαγές στη μαθητική κοινότητα. Η εν λόγω ομάδα απαρτίζεται από προσωπικότητες που από διαφορετικά background, φυλετικές, σεξουαλικές, θρησκευτικές ταυτότητες, συμπεριλαμβάνοντας μια trans κοπέλα και μια κοπέλα με hijab (οι οποίες, παραμένουν στο παρασκήνιο), τονίζοντας έτσι την ανάγκη για intersectionality στον ακτιβισμό και τη συμμετοχή πληθώρας διαφορετικών φωνών που δίνουν μια ξεχωριστή οπτική στο ζήτημα. Η μόνη κριτική μου σε αυτό είναι πως η κοινωνική αναταραχή, και επομένως η δημιουργίας της εν λόγω συλλογικότητας, ξεκινά από μια λευκή συμβατικά όμορφη κοπέλα, η οποία βρίσκεται σε προνομιούχα θέση εκ των πραγμάτων λόγω του χρώματος του δέρματος της’ παρόλο που μεγάλωσε με μια κοινωνικά ευαισθητοποιημένη μητέρα, ποτέ της δεν ασχολήθηκε με τον κόσμο γύρω της και έπρεπε να επιμορφωθεί πάνω σε σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, διαιωνίζοντας έτσι, ασυναίσθητα, ένα είδος white savior trope. Αργότερα, η παιδική της φίλη, η οποία αρχικά διστάζει να συμμετέχει στη συλλογικότητα, επειδή θεωρεί πως δεν συνάδει με τις προσδοκίες της κοινωνίας από αυτήν, καθώς και το αγόρι που εκτελεί χρέη love interest και παραδίδει μαθήματα για το πώς να είναι κάποιος σωστός ally (ακούει, συμμετέχει στις δράσεις, γνωρίζει τη θέση του, ότι δηλαδή δεν μπορεί να συμβάλλει στο διάλογο, οπότε αφήνει τις κοπέλες να μιλήσουν), οι οποίοι είναι και οι δύο Ασιάτες, την κατακρίνουν για την άγνοια της για το εγγενές της προνόμιο. Με άλλα λόγια επειδή ακριβώς είναι λευκή και ανήκει σε μια μεσοαστική τάξη, οι συνέπειες των πράξεων της θα είναι μηδαμινές. Αντίθετα, ηγετική θέση και φωνή στη λέσχη, καθώς και την διαχείριση των social media βοηθώντας τους έτσι να απευθυνθούν σε κοινό εκτός του μικρόκοσμού τους, κατέχει η Lucy Hernadez (Alycia Pascual-Peña), μια μαύρη Δομινικανή που ασκεί κριτική στο απαρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα και αρνείται να σιωπήσει, όταν βιώνει αδικία ή γίνεται αυτόπτης μάρτυρας αυτής.
Η Lucy, από την πρώτη στιγμή που πατάει το πόδι της στο λύκειο, δέχεται microaggressions από τον Mitchell, ένα δημοφιλή αθλητή που βρίσκεται πάντα στο απυρόβλητο. Εκνευρισμένη από αυτή τη συμπεριφορά, απευθύνεται στην διευθύντρια, η οποία προσπερνά το αίτημα της, λέγοντάς της πως δεν την παρενοχλεί, απλά την εκνευρίζει. Αποφεύγει, επομένως να βοηθήσει μια κοπέλα που της παρουσιάζει ένα σοβαρό πρόβλημα, φαινομενικά για γραφειοκρατικούς λόγους, στην πραγματικότητα όμως αρνείται να πιστέψει πως υπό την επίβλεψη της μια τέτοια κατάσταση μπορεί να λαμβάνει χώρα. Αργότερα, επιβάλλει αυστηρό ενδυματολογικό κώδικα σε μια κοπέλα με καμπύλες, θεωρώντας πως αυτή προκαλεί τη μεταχείρισή ως σεξουαλικό αντικείμενο. Η εν λόγω σκηνή, όχι μόνο δίνει απάντηση στο σύνηθες ερώτημα «Γιατί το θύμα δεν απευθύνθηκε σε κάποια αρμόδια αρχή;», αλλά υποδεικνύει πως και οι γυναίκες ορισμένες φορές εθελοτυφλούν μπροστά σε προβληματικές συμπεριφορές και πιστεύουν πως η άγνοια θα δώσει λύση. Από την άλλη, στο crescendo της, η ταινία αποκαλύπτει ένα περιστατικό βιασμού, που συνέβη σε μία κοπέλα, η οποία δεν είχε εκφράσει μέχρι τώρα, κανένα ενδιαφέρον συμμετοχής στο κίνημα Moxie. Το μήνυμα είναι σαφές: τα θύματα πλέον έχουν ένα χώρο να μιλήσουν και να ακουστούν.
Είναι το Moxie η τέλεια ταινία φεμινιστικής χειραφέτησης; Σε καμία περίπτωση. Αλλά σε ένα κόσμο που έχουμε συνηθίσει να ντροπιάζουμε νεαρά κορίτσια για τις σεξουαλικές τους επιλογές, όταν αυτές είναι συναινετικές και να ρίχνουμε το φταίξιμο στα θύματα, όταν γίνονται δέκτες παραβιαστικής συμπεριφοράς, σίγουρα ανοίγει το δρόμο για διάλογο για ζητήματα που απασχολούν όλα τα σχολικά περιβάλλοντα. Φυσικά και δεν θα γίνει καμία ριζική αλλαγή, εν μία νυκτί, αυτό είναι δεδομένο, αλλά η πρωτοτυπία του Moxie έγκειται στο γεγονός ότι οι μαθητές έχουν ένα κοινό στο οποίο μπορούν να μιλήσουν με ασφαλή τρόπο για τις εμπειρίες τους και δεν θα αγνοηθούν. Και αυτό, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.