Σε ένα δυστοπικό μέλλον, η μητρότητα και η ατεκνία δεν αποτελούν πια ελεύθερη επιλογή. Όλα τα κορίτσια, την ημέρα της πρώτης περιόδου τους, παρουσιάζονται στον σταθμό κλήρωσης για να λάβουν τον κλήρο που θα καθορίσει την πορεία της υπόλοιπης ζωής τους: λευκός κλήρος για γάμο, οικογένεια και παιδιά, μπλε κλήρος για καριέρα, ελευθερία και ατεκνία. Η Κάλα λαμβάνει τον μπλε κλήρο και αυθωρεί αποχαιρετά τον πατέρα της, για να ξεκινήσει το υποχρεωτικό ταξίδι της μέσα στο δάσος και προς την πόλη, προς τη νέα της ζωή. 18 χρόνια αργότερα, εργάζεται ως χημικός, έχει το δικό της διαμέρισμα και περιφέρεται ανάμεσα σε νυχτερινές εξόδους και περιστασιακές ερωτικές σχέσεις, όμως μια βαθιά επιθυμία, μια «σκοτεινή αίσθηση» κοχλάζει μέσα της – θέλει να κάνει ένα παιδί. Γι’ αυτό και η Κάλα αψηφά τον νόμο και μένει έγκυος, όμως σύντομα το απολυταρχικό κράτος θα βρεθεί στο κατόπι της και θα την εξαναγκάσει σε ένα – κυριολεκτικό – ταξίδι επιβίωσης της ίδιας και του μωρού της.
Η Ουαλή συγγραφέας Sophie Mackintosh, μετά την τεράστια, εμπορική και καλλιτεχνική, επιτυχία του λογοτεχνικού ντεμπούτου της, The Water Cure, εξέδωσε το 2020 το δεύτερο μυθιστόρημά της, Ο Μπλε Κλήρος, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση Ιωάννας Ηλιάδη. Μια ακόμα προσθήκη στο αυξανόμενης δημοφιλίας είδος της δυστοπικής φεμινιστικής λογοτεχνίας, το βιβλίο της Mackintosh πρωτοτυπεί όμως όσον αφορά τη δόμηση της δυστοπικής κοινωνίας του, ή μάλλον την απουσία της: ενώ τα περισσότερα βιβλία του είδους αφιερώνουν σελίδες επί σελίδων στη σκιαγράφηση των αυταρχικών δομών της δυστοπίας τους, στη γλαφυρή περιγραφή των τρόπων και μεθόδων καταπίεσης από τα όργανα καταστολής και τις εξουσιαστικές αρχές, εδώ οι πληροφορίες και οι λεπτομέρειες είναι λιγοστές, η αφήγηση υπαινικτική και αφαιρετική, και το βιβλίο αποτελεί περισσότερο ένα ενδοσκοπικό ταξίδι στον ψυχισμό και τις επιθυμίες της ηρωίδας.
Η Mackintosh συνθέτει μια μελαγχολική, διακριτικά και ανεπαίσθητα ζοφερή, αλληγορία για την ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης και για την απουσία ουσιαστικών επιλογών και εκούσιων αποφάσεων εντός της πατριαρχίας, ενός συστήματος που έχει προαποφασίσει για τις γυναίκες τους κοινωνικούς τους ρόλους, το μέλλον και τις προοπτικές τους.
Στο σύμπαν του βιβλίου αυτού, μια αόρατη ανώτερη αρχή κρίνει ερήμην των γυναικών ποιες είναι κατάλληλες για μητέρες, ποιες διαθέτουν τη στόφα της γεννήτορος και ποιες όχι, ποιες δήθεν θα ευλογηθούν με την επίπλαστη αίσθηση ελευθερίας, αυτονομίας και ανεξαρτησίας που τους χαρίζει ο μπλε κλήρος, εν τοις πράγμασι εγκλωβισμένες ακριβώς στο ίδιο κοινωνικό σύστημα. Μέσα σε δευτερόλεπτα, κρίνεται μια ολόκληρη ζωή, ένα μηχάνημα ανακοινώνει στα έφηβα κορίτσια την προεπιλεγμένη μοίρα τους, μόλις εκείνες έχουν κάνει το πρώτο, αβέβαιο βήμα προς τη θηλυκότητα και την ενηλικίωση, τους υπενθυμίζει πως, ως γυναίκες, δεν είναι ελεύθερες, δεν πρόκειται να είναι ποτέ.
Η Mackintosh ευφυέστατα αντιστρέφει τη συνήθη και αναμενόμενη σύμβαση του λογοτεχνικού αυτού είδους, τις δυστοπίες όπου οι γυναίκες καταδικάζονται να επιτελούν αποκλειστικά τον ρόλο τους ως αναπαραγωγικές μηχανές, και παρουσιάζει την αντίθετη πλευρά του νομίσματος, το ανεστραμμένο είδωλο του εφιάλτη, έναν κόσμο όπου αποστερείται από τις γυναίκες η δυνατότητα της μητρότητας, το ίδιο το δικαίωμα της επιλογής και της σωματικής αυτοδιάθεσης που τους αφαιρείται και στην πραγματικότητα, σε έναν κόσμο ολοένα αυξανόμενων νομοθετικών απαγορεύσεων των εκτρώσεων.
Η Κάλα αψηφά τις κοινωνικές προσταγές, αφαιρεί πρωτόγονα, με το ίδιο της το χέρι, το ενδομήτριο σπείραμα από μέσα της, και μένει έγκυος, ακολουθώντας τη «σκοτεινή αίσθηση» εκ των έσω της, μια ανάγκη επιτακτική, σχεδόν οργανική, να κυοφορήσει και να γίνει μητέρα. Η επακόλουθη απειλή δεν είναι απτή και ορατή, η Κάλα δεν γνωρίζει τι ακριβώς θα της συμβεί τώρα που παρέβη τον νόμο, δεν ξέρει ποια τιμωρία επιφυλάσσεται σε γυναίκες όπως αυτή, ξέρει απλώς πως πρέπει να φύγει, να αποδράσει, όσο το δυνατόν πιο μακριά, και ότι πάντα κάποιος θα την καταδιώκει, μια αόρατη αρχή θα είναι στο κατόπι της, σε μια καφκικής σύλληψης και υφής αλληγορία.
Το βιβλίο σύντομα μετατρέπεται σε μυθιστόρημα δρόμου, ένα υπνωτιστικό οδοιπορικό στην καρδιά της Αγγλίας με κατεύθυνση προς τα σύνορά της, προς την ελευθερία, από βρώμικα, κατάστικτα δωμάτια ξενοδοχείου σε κακόφημα μπαρ και από την αέναα εκτεινόμενη άσφαλτο βαθιά μέσα στο δάσος, τους κινδύνους αλλά και την προστασία που παρέχει. Στο ταξίδι αυτό, τη μεγαλύτερη απειλή αποτελούν οι Άλλοι, οι απλοί πολίτες που αναγνωρίζουν την αληθινή φύση της Κάλα ως μιας γυναίκας που αψήφησε τον κλήρο της, και προσπαθούν να την αιχμαλωτίσουν και να την καταδώσουν, να τη βιάσουν, να την κακοποιήσουν και να την κατασπαράξουν. Όμως, εκείνη, απέλπιδα και απονενοημένα, συνεχίζει πεισματικά την προσπάθεια διαφυγής της, αρχικά μόνη της και στη συνέχεια με άλλες γυναίκες συνοδοιπόρους.
Η Κάλα θα συναντήσει στη διαδρομή της και γυναίκες με λευκό κλήρο, τις έως τότε αιώνιες εχθρούς της, τις εκλεκτές, άσπιλες και αγνές, που επιλέχθηκαν ως κατάλληλες να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί: τι γίνεται όμως με όσες αρνούνται, όσες, ακριβώς όπως οι γυναίκες με μπλε κλήρο που θέλουν να κάνουν παιδί, αποφασίσουν να πάνε κόντρα στη μοίρα τους, στο προαποφασισμένο μέλλον τους, και να πάρουν τον έλεγχο του σώματός τους; Σύντομα η Κάλα θα συνειδητοποιήσει πως η ζωή με λευκό κλήρο που τόσο ονειρευόταν, η ζωή που θεωρούσε πως είναι σπαρμένη με ροδοπέταλα, αποτελεί στην πραγματικότητα φυλακή και εφιάλτη για τις άλλες γυναίκες, που με ένα απλό γύρισμα της τύχης καταδικάστηκαν ισοβίως να ζουν για τους άλλους, για τα παιδιά τους, τους συζύγους τους και για τις προσδοκίες της ίδιας της κοινωνίας από εκείνες και τη μήτρα τους.
Η γλώσσα της Mackintosh είναι λυρική, η γραφή, μικροπερίοδη και δομημένη σε σύντομες παραγράφους, θυμίζει ποίημα σε ελεύθερο στίχο, σε βαθμό όμως που η υπερβάλλουσα αυτή ποιητικότητα καταλήγει επιτηδευμένη και εξεζητημένη. Η ανάλυση και ανάπτυξη χαρακτήρων δεν είναι επαρκής και εις βάθος, ενώ συχνά αυτοί χρησιμοποιούνται απλώς ως οχήματα για την ιστορία και το επιμύθιό της, χωρίς να φαντάζουν απτοί και ρεαλιστικοί.
Ο Μπλε Κλήρος είναι ένα κλειστοφοβικό, ζοφερό παραμύθι, μια πανέξυπνη (αλλά όχι τόσο ικανά εκτελεσμένη) αλληγορία για τη σωματική αυτοδιάθεση και αυτονομία, για το δικαίωμα των γυναικών στο σώμα τους και για την πατριαρχική κοινωνία που προσπαθεί διαρκώς να τους το αφαιρέσει, ένα βιβλίο που, ενώ δεν αποτελεί εξέχον δείγμα του είδους του, σίγουρα συνιστά μια αξιόλογη προσθήκη σε αυτό.