Η δεκαετία του 1990 ήταν μέσα σε μια εποχή μετάβασης. Σίγουρα σημαδεύτηκε απ’ την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αλλά ήταν και η χρονική περίοδος που ο καπιταλισμός πιο σίγουρος από ποτέ για τον εαυτό του οδηγήθηκε σε μία απ’ τις πιο ισχυρές οικονομικές του κρίσεις. Επιπλέον, τη δεκαετία του 1990 η τεχνολογία στην καθημερινότητα των ανθρώπων άρχισε να κάνει άλματα, με τους πρώτους προσωπικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι οποίοι λίγα χρόνια αργότερα θα έφερναν μια έκρηξη πληροφορίας και επικοινωνίας σε πολλές πλευρές της γης. Τα πανεπιστήμια πολλών χωρών της Δύσης είχαν δεχτεί ένα μεγάλο κύμα φοιτητών, ασυνήθιστο σε σχέση με τους αριθμούς των προηγούμενων δεκαετιών, όμως η αμέσως προηγούμενη γενιά ήταν γεννημένη μέσα στα συντρίμια του πολέμου και τις οικονομικές δυσκολίες που γέννησε αυτός. Έτσι τα χρόνια της δεκαετίας του 1990 ήταν χρόνια βαθιών αντιφάσεων στις κοινωνικές εξελίξεις που διενεργούνταν στο εσωτερικό των χωρών της Δύσης.
Ειδικά, οταν η οπτική μας εστιάζει στις ευρωπαϊκές επαρχίες αυτής της αντιφατικής δεκαετίας, τότε το αποτέλεσμα μπορεί ίσως και να μας τρομάξει. Αυτή την -μερικές φορές- τρομακτική οπτική της γαλλικής επαρχίας φωτίζει ο Εντουάρ Λουί (Edouard Louis) μέσα απ’ το πρώτο του μυθιστόρημα, που έχει τον τίτλο «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ». Ο Λουί παρουσιάζει χωρίς ωραιοποιήσεις τη δική του άποψη για το συντηρητισμό της γαλλικής επαρχίας στην οποία μεγάλωσε, μέσα από ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, το οποίο γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία το 2014 στη Γαλλία, μεταφράστηκε σε πάνω από 20 γλώσσες και πλέον έχει μεταφερθεί εδώ και λίγους μήνες στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντίποδες, σε μετάφραση του Μιχάλη Αρβανίτη. Μάλιστα είναι πολύ χαρμόσυνη η είδηση ότι και τα δύο επόμενα μυθιστορήματα του Λουί, τα οποία κυκλοφόρησαν το 2016 και το 2018, έχουν μπει ήδη στον εκδοτικό προγραμματισμό των Αντιπόδων.
Ο Εντουάρ Λουί μέσα σε κάτι λιγότερο από 200 σελίδες πλάθει για τον Εντύ Μπελγκέλ (το λογοτεχνικό του alter ego) το σκηνικό ενός τοξικού κοινωνικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο ασφυκτιά ο 10χρονος πρωταγωνιστής του. Ο Εντύ είναι ένα απ’ τα παιδιά μιας πολύ φτωχής οικογένειας, που μεγαλώνουν σε ένα χωριό της Βόρειας Γαλλίας. Όμως, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αγόρια που γνωρίζει στο χωριό του και στον οικογενειακό του κύκλο, ο Εντύ είναι διαφορετικός. Από πολύ μικρός ήταν πιο ευαίσθητος, είχε προτιμήσεις αποκλίνουσες από αυτές των αγοριών της ηλικίας του, αλλά και πιο θηλυπρεπής απ’ όσο θα τον ήθελαν ο αλκοολικός πατέρας του και η -καταδικασμένη για πάντα στο σπίτι- μητέρα του. Η διαφορετικότητα του Εντύ του προκαλεί προβλήματα και στο σχολείο, στο οποίο στιγματισμένος ως «αδερφή» μοιάζει να είναι ξένο σώμα.
Στην πραγματικότητα ο Εντύ βιώνει στα 10 του χρόνια τα πρώτα σκιρτήματα της ομοφυλοφιλίας του, τα οποία όμως προσπαθεί να καταπνίξει γιατί τα θεωρεί προβληματικά και σιχαμερά, ακριβώς γιατί αυτό έχει μάθει στην ομοφοβική κλειστή κοινωνία που έχει ανατραφεί. Όμως η ιστορία συνειδητοποίησης της ομοφυλοφυλικής ταυτότητας του Εντύ είναι και μια ιστορία σκληρής βίας εις βάρος του. Ο Εντουάρ Λουί ήδη απ’ την πρώτη σελίδα μας εισάγει στην καθημερινή βία την οποία βιώνει ο Εντύ εξαιτίας της διαφορετικότητάς του:
«Στο διάδρομο φάνηκαν δύο αγόρια, ο πρώτος ψηλός, με κόκκινα μαλλιά, και ο άλλος κοντός, με καμπούρα. Ο ψηλός με τα κόκκινα μαλιά έφτυσε Παρ’ το στη μάπα σου.»
Ο Εντουάρ Λουί είναι ένας συγγραφέας με κοινωνική και πολιτική άποψη. Μέσα απ’ τη γραφή του καταγγέλει τα νοσηρά κοινωνικά φαινόμενα, τα οποία έχουν επηρεάσει και τον ίδιο, αλλά και την οικογένειά του. Ένας απ’ τους μεγαλύτερους φόβους, αλλά και τους πιο ξεκάθαρους στόχους του Λουί είναι η βία. Ο συγγραφέας πιστεύει ότι «όσο περισσότερο μιλά για τη βία, τόσο πιο εύκολο είναι να την εξαλείψεις», όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξή του. Γι’ αυτό και το μυθιστόρημά του είναι ένα δριμύ κατηγορώ στη συντηρητική επαρχία, όπου μεγάλωσε και στην οποία κυριαρχούσε η δύναμη του ισχυρού, που επιβάλλεται με τη βία.
Ο Εντύ γνωρίζει όλα τα αρνητικά στοιχεία μιας κλειστής συντηρητικής κοινωνίας, όπως είναι το χωριό της βόρειας Γαλλίας, το οποίο είναι εμπνευσμένο απ’ τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα, του Εντουάρ Λουί. Ο ρατσισμός, η ομοφοβία και ο σεξισμός διαχέονται σε μεγάλες ποσότητες σε όλη την κοινωνία και δημιουργούν το ανυπόφωρο μείγμα μιας ακραία συντηρητικής κοινωνίας, που ίσως δεν διαφέρει ιδιαίτερα απ’ τις κοινωνίες του αμερικανικού νότου, τις οποίες έχουμε δει συχνότερα να πρωταγωνιστούν στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο με αντίστοιχη θεματολογία. Ο ρατσισμός και ο σεξισμός ενυπάρχει σε όλους τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, ακόμα και στον ίδιο τον Εντύ, παρ’ όλο που είναι και ο ίδιος θύμα αυτής της κανονικότητας.
Ο κοινωνικός περίγυρος του Εντύ είναι έντονα ταξικά προσδιορισμένος. Οι γονείς του μισούν τους πλούσιους και τον αστικό καθωσπρεπισμό και σε ορισμένες περιπτώσεις η πρωτόγονη συμπεριφορά του αλκοολικού πατέρα του δικαιολογείται ως αντίδραση στους «αδερφίστικους» τρόπους των αστών. Οι γονείς του Εντύ συνδυάζουν τον αστικό κόσμο με τη μαλθακότητα και κάπως έτσι ο Εντύ, που καταλαβαίνει ότι θεωρείται μαλθακότερος απ’ το «κανονικό» του χωριού, τελικά ψάχνει μια διέξοδο μακριά απ’ το χωριό του και ως εκ τούτου πιο κοντά στον αστικό κόσμο. Ξέρει ο Εντύ, ότι αν δεν ψάξει τη διαφυγή απ’ το χωριό του, ότι το μέλλον του είναι προδιαγεγραμμένο απ’ την ταξική του θέση: Θα φτάσει μέχρι κάποια τάξη του σχολείου και μετά θα πιάσει δουλειά στο εργοστάσιο.
Η φτώχεια και το κυνήγι της επιβίωσης (ίσως και μιας καλύτερης ζωής) οδηγεί κάποιους πιο «τολμηρούς» στην παραβατικότητα. Τέτοια είναι η περίπτωση του Συλβάν, του ξαδέρφου του Εντύ, ο οποίος είχε κερδίσει το θαυμασμό της οικογένειάς του με το θράσος της παραβατικής του συμπεριφοράς. Οι συγγενείς του Συλβάν τον σέβονταν γιατί τόλμησε να τα βάλει με την εξουσία για να βρει ένα καλύτερο μέλλον, κι ας έχασε. Βέβαια, η οικογένεια του Εντύ δεν αμφισβητεί στην ουσία της την εξουσία της αστυνομίας ή του κράτους, απ’ την οποία αντιθέτως αποζητά προστασία και ασφάλεια έναντι των μεταναστών, τους οποίους θεωρούν ύψιστο κίνδυνο.
Η γραφή του Εντουάρ Λουί έχει ένα προφανές αυτοβιογραφικό στοιχείο, που καθιστά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Εντύ πολύ προσωπική. Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που ο συγγραφέας επιλέγει να παραθέτει τα λόγια ή τις σκέψεις των προσώπων του μυθιστορήματος, χωρίς να τα διαχωρίζει απ’ τη σκέψη του ίδιου του Εντύ με εισαγωγικά ή κάποιο άλλο σημείο στίξης. Με αυτό τον τρόπο αλληλοδιαπλέκονται οι διάλογοι, οι σκέψεις και οι αναμνήσεις των πρωταγωνιστών ενισχύοντας το εξομολογητικό ύφος της αφήγησης.
Είναι προφανές ότι η πένα του Εντουάρ Λουί είναι εξαιρετικά ταλαντούχα και με διεισδυτική κοινωνική ματιά, η οποία δημιούργησε έντονες συζητήσεις στη Γαλλία, μετά την επιτυχημένη κυκλοφορία του βιβλίου. Μάλιστα, ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός του Εντουάρ Λουί δεν περιορίζεται μόνο στον αναστοχασμό των προσωπικών του βιωμάτων, αλλά αντίθετα φαίνεται ότι πρόκειται για έναν πολιτικά ενεργό συγγραφέα, ο οποίος πρόσφατα με κείμενό του στήριξε τις κινητοποιήσεις των «Κίτρινων γιλέκων» ενάντια στις πολιτικές του Μακρόν. Είναι σαφές ότι οι Αντίποδες με το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» μας συστήνουν για άλλη μια φορά ένα διαμαντάκι της σύγχρονης πεζογραφίας, απ’ αυτά που συχνά έχουν ξεχωρίσει (αποτελεσματικότερα από πολύ μεγαλύτερους εκδοτικούς) και με τα οποία έχουν δημιουργήσει μέσα στα λίγα χρόνια της λειτουργίας τους μια εξαιρετική βιβλιοθήκη σύγχρονης ελληνικής και ξένης πεζογραφίας.