Το “Ο Κήπος της Δόνια Αμέλια” (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη) αποτελεί ένα από τα πιο επιτυχημένα έργα της Χιλιανής συγγραφέα Μαρσέλα Σερράνο. Παίρνοντας υλικά από την τραυματική ιστορία της Χιλής η οποία σημαδεύτηκε από την βάρβαρη, νεοφιλελεύθερη χούντα του Πινοσέτ, μεταφέρει μια ιδιαίτερα συναισθηματική ιστορία από μια περίοδο που δεν ευνοούσε συναισθηματισμούς. Η Σερράνο εστιάζει στις γυναίκες- παράπλευρες απώλειες της σκληρότητας του καθεστώτος οι οποίες βέβαια δεν είχαν κανένα λόγο να γίνουν στόχοι. Έγιναν γιατί πρώτα σημαδεύτηκαν από προδοσίες.
Αφηγείται την ιστορία του νεαρού Μιγκέλ Φλόρες, ενός άλλοτε δραστήριου στελέχους του φοιτητικού κινήματος και του αντιδικτατορικού αγώνα. Όταν αυτός συλλαμβάνεται, στέλνεται για μια ιδιότυπη, ασυνήθιστη εξορία σε μια απομονωμένη κοιλάδα, λίγο έξω από την πρωτεύουσα. Εκεί είναι σχετικά αυτόνομος, με μόνη υποχρέωση να πηγαίνει κάθε μέρα στο αστυνομικό τμήμα, για να υπογράφει το παρουσιολόγιο. Εκεί συναντά και την ψυχρή υποδοχή των υπόλοιπων κατοίκων της κοιλάδας, που είναι στην πλειοψηφία τους ντόπιοι αγρότες, συντηρητικοί, καθεστωτικοί γαιοκτήμονες ή απόγονοι τους μικροαστοί, που ελπίζουν να ξανάρθουν οι… “παλιές καλές μέρες¨. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μιγκέλ συναντιέται με την δόνια Αμέλια, την εξηντάχρονη χήρα ιδιοκτήτρια του μεγαλύτερου τμήματος της κοιλάδας.
Η σχέση αυτών των δύο είναι και το επίκεντρο του βιβλίου, και εκεί που ουσιαστικά η Σερράνο θέλει να χτίσει μια ιστορία διαταξικού σεβασμού και ανθρωπιάς, μέσα από πολιτισμικές ομοιότητες. Πως αλλιώς θα μπορούσαν όχι απλά να συνυπάρξουν αλλά και να ενωθούν με μια ιδιότυπη αίσθηση αλληλεγγύης δύο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι: Η Αμέλια, παρά την προσωπικής της ευγένεια και την δύναμη του χαρακτήρα της (αποτελεί εύκολα το πιο καλογραμμένο πρόσωπο του βιβλίου), είναι το άκρως αντίθετο του Μιγκέλ: πλούσια, με σχετικά καλές σχέσεις με το καθεστώς (τουλάχιστον μέχρι ένα σημείο στην πλοκή του βιβλίου) και περιουσία. Από την άλλη ο Μιγκέλ (το πιο έωλο και επιφανειακό άτομο του έργου), γεμίζει τις σελίδες με ταξικό μίσος και μια ετεροκαθαρισμένη (και άρα ανεπαρκή) αίσθηση ταξικής πάλης, η οποία φανερώνει τον μικροαστισμό του, που τελικά είναι αυτό που τον συνδέει με την Αμέλια. Γιατί, παρά τις καλές προσθέσεις της Σερράνο, αυτή η αφελής αίσθηση αντιδικτατορικού αγώνα “ανένταχτων πολιτών”, που θέλει να αποβάλλει διακαώς πολιτικές αναφορές στην αριστερά ή στην ενεργή πάλη, τελικά καταλήγει μια κενότητα. Αυτή η φαιδρότητα ενισχύεται από την γραφή της Σερράνο, που κλίνει επιδειχτικά προς τον λυρισμό και το μελόδραμα, χωρίς όμως πρώτα να χτίσει τους χαρακτήρες. Έτσι ο συναισθηματικός αντίκτυπος χάνει την εστίαση του.
Βέβαια το “Ο Κήπος της Δόνια Αμέλια” δεν είναι χωρίς αρετές. Όταν αφήνει πίσω του τα κηρύγματα, προσπαθεί και τελικά καταφέρνει να αποδώσει πολύ καλά μια ανθρώπινη και έντονα φεμινιστική διάσταση, με την Αμέλια ως φορέα και θύμα των αλλαγών και της (αύτο)θυσίας. Ταυτόχρονα, oι περιγραφές της φύσης, όπου ο λόγος της Σερράνο βρίσκει το καλύτερο αντικείμενο για να ανθίσει, είναι από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου και είναι και εκεί που η μετάφραση της Χριστίνας Θεοδωροπούλου βρίσκει την καλύτερη στιγμή της.
Το μυθιστόρημα, διαβάζεται σίγουρα ευχάριστα, όμως προσπαθεί περισσότερα από οσα μπορεί. Όταν περιορίζει τη φιλοδοξία του, ο κήπος θα σας ανταμείψει, αρκεί να μην ξεχνάτε οτι δεν πρόκειται για δάσος.