Ένα από τα σημαντικότερα και πιο πολυσυζητημένα βιβλία των τελευταίων ετών, έχοντας κερδίσει ήδη μια θέση στις λίστες με τα 100 καλύτερα βιβλία του 21ου αιώνα του Guardian και του Vulture, ένα instant classic, οι πολύκροτοι «Αργοναύτες» της 47χρονης Αμερικανίδας πεζογράφου, δοκιμιογράφου και ποιήτριας Μάγκι Νέλσον μεταφράζονται επιτέλους και στα ελληνικά, 5 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία τους, από τη Μαρία Φακίνου για τις εκδόσεις Αντίποδες.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που όμοιό του δεν έχουμε ξαναδιαβάσει, ένα υβρίδιο δοκιμίου, ποιητικής πρόζας, φιλοσοφίας, απομνημονευμάτων, φεμινιστικής και queer θεωρίας, που η ίδια η συγγραφέας του χαρακτηρίζει ως “autotheory”. Η Νέλσον αφηγείται την ιστορία της σχέσης και του γάμου της με τον τρανς καλλιτέχνη Χάρυ Ντοτζ, τον σχηματισμό της ιδιόμορφης οικογένειάς τους, την εμπειρία της ως θετός γονέας, αλλά και το κοινό ταξίδι των σωμάτων τους, του Χάρυ κατά την εγχείριση αφαίρεσης στήθους και των ενέσεων με τεστοστερόνη, και της δικής της εξωσωματικής γονιμοποίησης και εγκυμοσύνης στον γιό τους, Ίγκι.
Από την αρχή της αφήγησής της, η Νέλσον δηλώνει απερίφραστα πως, για εκείνη, «οι λέξεις δεν αρκούν», οι ταυτοτικές ταμπέλες φαντάζουν ανεπαρκείς για να περιγράψουν τις συναισθηματικές της εμπειρίες από μια σχέση ζωής, διαρκώς μεταβαλλόμενη και αναγεννώμενη. Εκφράζει εξαρχής την απέχθειά της για τα ταμπελάκια κάθε είδους, σεξουαλικής προτίμησης (straight, gay, bi) και φύλου (cis, trans, non-binary): πώς να περιγράψει οποιοσδήποτε από αυτούς τους όρους τα συναισθήματα που της γεννά ο άνθρωπος που αγαπά, την ηδονή που το σώμα του της προσφέρει; Τα σώματα, οι άνθρωποι, τα «σ’αγαπώ» που λένε ο ένας στον άλλον, είναι γι’ αυτήν όπως η Αργώ, «όπως ακριβώς τα μέρη της Αργούς μπορεί να αντικατασταθούν με τον καιρό αλλά το πλοίο να λέγεται και πάλι Αργώ, κάθε φορά που ο εραστής εκφέρει τη φράση «Σ’αγαπώ», το νόημά της πρέπει να ανανεώνεται με κάθε χρήση», παραθέτοντας εδώ τον Ρολάν Μπαρτ.
Η Νέλσον σκιαγραφεί, από δεύτερο χέρι, μέσα από τη ζωή με τον Χάρυ Ντοτζ, την τρανς εμπειρία, το απόλυτα ανοίκειο στους cis ανθρώπους παράδοξο να σε περιορίζει το ίδιο σου το σώμα, να σου στερεί την ελευθερία και την ευτυχία σου. Στοχάζεται πάνω στη ρευστότητα του φύλου και περιγράφοντας την εμπειρία του συζύγου της αναδεικνύει την τρανς εμπειρία όχι ως (απαραίτητα) μια διαδικασία μετάβασης, αποχωρισμού του ενός φύλου και ενστερνισμού του άλλου και αποδομεί την κυρίαρχη ρητορική που ζητά ξεκάθαρες λύσεις, πλήρη διαχωρισμό των φύλων: «ο καλύτερος τρόπος να μάθεις πώς νιώθει ένα άτομο για το φύλο ή τη σεξουαλικότητά του –ή για ο,τιδήποτε άλλο εδώ που τα λέμε- είναι ν’ακούσεις αυτό που σου λέει και να προσπαθήσεις να του συμπεριφερθείς αντίστοιχα, χωρίς να καπελώσεις τη δική του εκδοχή της πραγματικότητας με τη δική σου».
Ταυτόχρονα, η Νέλσον περιγράφει, με έναν από τους εναργέστερους και πιο βαθιά συγκινητικούς τρόπους που έχουμε διαβάσει ποτέ, τη δική της εμπειρία με την εγκυμοσύνη, ως μια κατάσταση εγγενώς queer: το σώμα μετασχηματίζεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά αναδιοργανώνεται, το υποκείμενο επανοικειοποιείται με αυτό. Η Νέλσον κοιτάζει κατάματα το γυναικείο σώμα που αλλάζει, ξεχειλώνει και ξεχειλίζει από ορμόνες, και το περιβάλλει με την τρυφερή ματιά της, αναδεικνύοντας συγχρόνως και μία από τις πολλές αντιφάσεις της πατριαρχίας: από τις γυναίκες αναμένεται, απαιτείται να τεκνοποιήσουν, οφείλουν όμως αμέσως μετά τον τοκετό να μοχθήσουν για να επαναφέρουν το σώμα τους στην πρότερη κατάστασή του, να γυμναστούν, να αδυνατίσουν, να αναστρέψουν όλες τις βιολογικές μεταβολές που η ίδια η πατριαρχία τους επέβαλε.
Όμως, η δημιουργία οικογένειας δεν είναι κτήμα μόνο της κυρίαρχης κουλτούρας βιολογισμού της τεκνοποίησης: η Νέλσον κατονομάζει την εγκυμοσύνη ως αυτό που είναι, μια αμιγώς θηλυκή εμπειρία, και την προτάσσει ως φεμινιστική διεκδίκηση. Παρουσιάζει την οικογένεια και την οικιακότητα όχι ως κατ’ ανάγκη κομφορμιστική υποταγή, αλλά ως κεκτημένο της queer κοινότητας, όχι αντιθετικό προς τον ριζοσπαστισμό, εκθέτοντας όμως ταυτόχρονα και τους κινδύνους της ομοκανονικότητας για την queer κοινότητα, στην οποία ανήκει και η ίδια. Ανοίγει, έτσι, ένα απόλυτα επίκαιρο discourse για τα συχνά δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στη δημιουργία οικογένειας ως δικαίωμα αυτοδιάθεσης των queer ατόμων και ως ενσωμάτωση και υποταγή στις παραδοσιακές, καταπιεστικές δομές του κυρίαρχου οικοδομήματος, ένδειξη της προϊούσας αφομοίωσης του δικαιωματισμού και των ταυτοτικών κινημάτων από τον νεοφιλελευθερισμό.
Οι θεματικές με τις οποίες καταπιάνεται η Νέλσον είναι ανεξάντλητες: μιλά για τη μητρότητα, βιολογική και θετή, για την αρνητική φόρτιση της ταυτότητας του θετού γονέα στο συλλογικό συνειδητό και για τον καθαγιασμό της βιολογικής τεκνοποίησης από την κυρίαρχη κουλτούρα, ζητήματα που τη δυσκόλεψαν κατά την ανατροφή του θετού της γιού, πρώτου παιδιού του συζύγου της. Μιλά για τη σεξουαλικότητα, το sex positivity, την οριοθέτηση επιθυμίας και βίας, ιδίως στον bdsm χώρο, αλλά και την κουλτούρα διαμερισματοποίησης και διαχωρισμού της σεξουαλικής επιθυμίας, ιδίως των πιο «ακραίων» εκφάνσεών της από την οικογενειακή ζωή: «η τετριμμένη δυαδικότητα που τοποθετεί τη θηλυκότητα, την αναπαραγωγή και την κανονικότητα στη μία πλευρά και την αρρενωπότητα, τη σεξουαλικότητα και την queer αντίσταση στην άλλη».
Η γραφή της Νέλσον είναι δύσκολη, πολύπλοκη, βρίθει φιλοσοφικών στοχασμών και αλλεπάλληλων αναφορών και παραθέσεων, σύγχρονων και μη, θεωρητικών· για να κατανοηθεί και να αφομοιωθεί πλήρως το έργο της χρειάζεται στην καλύτερη ένας μονίμως ανοιχτός υπολογιστής με πρόσβαση στο ίντερνετ, στη χειρότερη μεταπτυχιακός τίτλος στα gender studies. Όμως, την Νέλσον δεν την ενδιαφέρει να γράφει εύκολα και προσιτά: σύμφωνα με τον δικό της ορισμό της (κακής) μυθοπλασίας, «ισχυρίζεται ότι σου δίνει την ευκαιρία να στοχαστείς περίπλοκα ζητήματα, αλλά στην πραγματικότητα έχει προκαθορίσει τις θέσεις, έχει γεμίσει την αφήγηση με ψευδοδιλήμματα, και σε έχει αγκιστρώσει σε αυτά έτσι που δεν είσαι πλέον σε θέση να δεις πέρα απ’ αυτά, να ξεφύγεις».
Αυτό που προσπαθεί, και εν τέλει πετυχαίνει στο ακέραιό του, η Νέλσον είναι «να εμπεριέξει το άρρητο στο ρητό», να κοινωνήσει και να καταθέσει, ορατό σε κοινή θέα, το ιδιωτικό και το προσωπικό, για να ανοίξει ανοιχτό και δημόσιο διάλογο, να μετουσιώσει το βίωμα και το απομνημόνευμα σε οικουμενική, μεθεκτή εμπειρία.
Οι Αργοναύτες της είναι ρευστοί, μεταβλητοί, αέναα κινούμενοι στα πλαίσια της ύπαρξης, ένα ταξίδι ταυτότητας, επιθυμίας, σωματικό και πνευματικό, που εκτείνεται εις το διηνεκές όσο «είμαστε ακόμα εδώ, άγνωστο για πόσο ακόμα, φλεγόμενοι από φροντίδα, από το τραγούδι της που ποτέ δεν τελειώνει».