Πάνω απ’ όλα άνθρωποι μας προτρέπουν να παραμείνουμε οι κωμικοί Γιώργος Αλεβίζος και Μάριος Δημητρόπουλος, οι οποίοι ανεβάζουν την πρώτη τους solo stand–up comedy παράσταση κάθε Τετάρτη στο Rockwood (Βασ. Ηρακλείου 2 & Πατησίων 46, Αθήνα), ένα πολύ ωραίο και ατμοσφαιρικό μπαράκι που βρίσκεται δίπλα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η παράσταση «Πάνω απ’ όλα άνθρωποι» αρχικά ανακοινώθηκε για τις Τετάρτες του Νοεμβρίου, όμως λόγω του αμείωτου ενδιαφέροντος του κοινού, συνέχισε τις παραστάσεις της και τον Δεκέμβριο και πλέον και τον Ιανουάριο και εάν δεν την έχετε παρακολουθήσει ακόμη, πρέπει να το προγραμματίσετε το συντομότερο δυνατόν.
Παρακολουθήσαμε την παράσταση, γελάσαμε πολύ, περάσαμε εξαιρετικά και ζητήσαμε από το κωμικό δίδυμο να έρθουν να συζητήσουμε για την δική τους εμπειρία στο stand up comedy, τις εμπειρίες και τις οπτικές τους γύρω απ’ την κωμωδία.
Τη συζήτησή μας φιλοξένησε το βιβλιοπωλείο των αγαπημένων εκδόσεων Εκτός Γραμμής.
Εισαγωγικά
Μάνος Βασιλείου – Αρώνης: Πώς προέκυψε το κωμικό δίδυμό σας;
Γιώργος Αλεβίζος: Ερωτευτήκαμε ένα βράδυ στα Εξάρχεια. Όχι, λοιπόν… Για όσους δεν το ξέρουν, ο Μάριος ήταν το stand up comedy της Πάτρας! Βαρύς τίτλος, αλλά πράγματι ήταν ο άνθρωπος, ο οποίος έστησε όλη τη σκηνή στην Πάτρα. Πρώτη φορά μιλήσαμε για να κατέβουμε με άλλους κωμικούς να παίξουμε στην Πάτρα, όμως αυτή η παράσταση τελικά δεν έγινε ποτέ. Πήγε πολύ καλά αυτό… Όμως, κάποια στιγμή ο Μάριος ανέβηκε στην Αθήνα και τότε, γνωριστήκαμε κανονικά από κοντά. Είδαμε ότι τα στυλ μας είναι κοντινά και ότι σαν άνθρωποι ταιριάζουμε, οπότε κάποια στιγμή, λέμε: δεν κάνουμε μια παράσταση μαζί; Είχε δηλαδή ένα βάθος η σκέψη μας. Και ξεκινήσαμε να σκεφτόμαστε να κάνουμε μία παράσταση μαζί πέρσι τον Γενάρη – Φλεβάρη.
Τα πρώτα τους βήματα
Μ.Β.Α.: Μάριε, θες να μας μιλήσεις για τη μετάβασή σου από την Πάτρα στην Αθήνα και τις διαφορές της σκηνής στα δύο μέρη;
Μάριος Δημητρόπουλος: Η μετάβαση είχε κάποιες δυσκολίες αλλά ήταν μονόδρομος. Κυρίως η προσαρμογή ήταν περίεργη. Στην Πάτρα δεν υπάρχει ουσιαστικά stand-up comedy σκηνή. Τρέχαμε κάποια open mics. Γίνονταν κάποιες παραστάσεις, κάποια double bill, που έρχονται 2 κωμικοί και παίζουνε, κάποια σόλο. Σιγά – σιγά άρχισε να χτίζεται. Όμως στην Πάτρα δεν υπήρχε η δυνατότητα για έναν κωμικό να ανεβαίνει με συχνότητα στην σκηνή, οπότε αποφάσισα κι εγώ να έρθω στην Αθήνα, όπου βρίσκεται όλη η σκηνή και υπάρχει η καθημερινή τριβή.
Μ.Β.Α.: Υπήρχε, όμως, κοινό στην Πάτρα;
Μ.Δ.: Ναι, εντάξει κοινό υπήρχε! Είναι η τρίτη πόλη στην Ελλάδα. Έχει πολλούς φοιτητές κι έχει κόσμο γενικά που βλέπει stand up. Δηλαδή και οι παραστάσεις που γίνονται στην Πάτρα πάνε πάρα πολύ καλά. Το δέχεται ο κόσμος και πλέον όλοι έχουν δει stand up comedy και ξέρουν τι είναι. Αλλά για να πεις ότι κάνεις κωμωδία, πρέπει να είσαι στην Αθήνα, καλώς ή κακώς.
Μ.Β.Α.: Εσύ πώς ξεκίνησες να κάνεις stand up comedy στην Πάτρα;
Μ.Δ.: Είδα πρώτη φορά stand up comedy όταν άρχισαν να βγαίνουν βίντεο από κάποιους κωμικούς στο Youtube και λέω “μ’ αρέσει αυτό, θέλω να το δοκιμάσω”. Αυτό, απλά! Ξεκίνησα με θράσος, με χαζό θράσος! Έβγαινα μόνος μου στα μαγαζιά στην αρχή και έκανα σόλο… Γιατί δεν μπορούσα να βγω να κάνω 5λεπτά. Δεν υπήρχαν open mic. Για να δοκιμάσω να παίξω 5 λεπτά, έπρεπε να έρθω στην Αθήνα. Και δεν γινόταν να κάνω ολόκληρο ταξίδι για να έρθω στην Αθήνα να παίξω 5 λεπτά. Οπότε ξεκίνησα μόνος μου και έκανα μια παράσταση… τώρα, καταλαβαίνεις. Λίγο από όλα, ένα βαριετέ Έβαζα και λίγη μουσική, έλεγα και χαζομάρες, έκανα και μιμήσεις. Ένα περίεργο πράγμα με πολλές σάλτσες για να βγει μια παράσταση. Το οποίο ήτανε άθλιο! Αλλά έτσι ξεκίνησα.
Μ.Β.Α.: Το κοινό σου τότε ποιο ήταν;
Μ.Δ.: Φίλοι μου, γνωστοί και κάποιοι ξέμπαρκοι που έρχονταν με την λογική “α τον ξέρουμε, είναι καλό παιδί, πάμε να στηρίξουμε”. Εντάξει, έβγαζε κάτι χαζογελάκια, αλλά κυρίως ήταν θάνατος στην σκηνή. Θάνατος! Πέθαινα στην σκηνή. Ήταν δύσκολα, γιατί δεν ήξερα να γράφω αστεία! Ούτε την εμπειρία με τη σκηνή είχα. Δεν ήξερα πώς να κάνω το κοινό να γελάσει. Όχι ότι τώρα ξέρω…
Γ.Α.: Τώρα, όμως, έχεις τον αέρα! Δείχνεις σαν να το ξέρεις και αυτό είναι το σημαντικό!
Μ.Δ.: Ο αέρας πάνω απ’ όλα!
Μ.Β.Α.: Στις συνεντεύξεις που παίρνει από κωμικούς ο Αντώνης Βαβαγιάννης για την ραδιοφωνική εκπομπή των Κουραφέλκυθρων, έχει παρατηρήσει ότι όλοι και όλες του απαντούν πάντοτε ότι ξεκίνησαν με την βιντεοκασέτα της παράστασης Delirious του Eddie Murphy. Να φανταστώ ότι κι εσείς έτσι ξεκινήσατε;
Μ.Δ.: Α ναι Delirious! Ήταν από τα πρώτα κωμικά πράγματα που είχα δει.
Γ.Α.: Αντιθέτως, εγώ όχι, δεν ξεκίνησα με το Delirious. Aπό τα πρώτα που είδα ήταν Jeff Dunham, τον εγγαστρίμυθο κωμικό και τον Pablo Fransisco, που είχε κάνει τότε ένα σπέσιαλ, ένα συγκεκριμένο δεκάλεπτο που έπαιζε πάρα πολύ, όπου έκανε και μιμήσεις από τα intros ταινιών. Delirious είδα πολύ μετά, αλλά τότε δεν υπήρχε και πολύ stand up. Δηλαδή δεν ήταν το ίδιο όπως τώρα που στο Youtube, στο Netflix κλπ. μπορείς να δεις ξέρω ‘γω 30 σπέσιαλ για πλάκα πριν καν ψάξεις τι γίνεται στο stand up. Τότε, δεν ήξερα καν τι είναι το stand up!
Μ.Β.Α.: Γιώργο, εσένα ποια ήταν τα πρώτα βήματά σου στη σκηνή; Πώς το αποφάσισες να ξεκινήσεις;
Γ.Α.: Εγώ ψιλό-πάντα ήθελα να κάνω stand up. Δεν ήξερα ακριβώς τι είναι αυτό το πράγμα, όμως σιγά – σιγά το μάθαινα. Δηλαδή, έλεγα από μικρός ότι μου άρεσε να κάνω stand up γιατί μου άρεσε η κωμωδία, μου άρεσε το χιούμορ κλπ. Σιγά σιγά πέρναγε ο καιρός κι έβλεπα τους ξένους κωμικούς που έβγαζαν τα πρώτα specials και στη συνέχεια και τους πρώτους Έλληνες κωμικούς. Οπότε, το έλεγα, το ξαναέλεγα κι όσο περνούσαν τα χρόνια το έλεγα με μεγαλύτερη επιμονή. Κάποια στιγμή στα 30 μου λέω «ωραία ή θα το δοκιμάσεις ή δε θα το κάνεις ποτέ» και είπα «οκ πάμε και ας φάμε και τα μούτρα μας». Κι εκεί ήταν η πρώτη φορά που το είχα βάλει στόχο από το καλοκαίρι να έχω τον Σεπτέμβρη ένα 5λεπτο κείμενο για να δηλώσω συμμετοχή σε κάποιο από open mic. Οπότε, πράγματι, δήλωσα συμμετοχή, πήγα έπαιξα και τα πράγματα πήραν κάπως το δρόμο τους. Είδα ότι μου αρέσει, είδα ότι κάπως τα κουτσο-καταφέρνω, οπότε σκέφτηκα «πάμε να δουλέψουμε, να το κάνουμε κανονικά».
Από τους «Μωρούς στη Φωτιά»…
Μ.Β.Α: Πώς συγκροτήσατε τις πρώτες ομάδες κωμικών με τις οποίες κάνατε από κοινού παραστάσεις, πριν καταλήξετε στο δικό σας δίδυμο;
Γ.Α.: Μπορεί το stand up να είναι πλέον ένα διαδεδομένο είδος, όμως δεν είναι και άπειροι οι κωμικοί στην Ελλάδα, οπότε λίγο – πολύ όλοι οι κωμικοί γνωριζόμαστε και υπάρχει μια επικοινωνία μεταξύ μας. Η δικιά μου η εμπειρία, δεν διαφέρει πολύ από την πεπατημένη, καθώς ξεκίνησα σιγά – σιγά μαζί με κάποιους άλλους νέους κωμικούς με τους οποίους είχαμε φτιάξει αρχικά μια ομάδα που λεγόντουσαν «Μωροί στη Φωτιά». Δεν μας τιμάει πάρα πολύ αυτό το λογοπαίγνιο, αλλά οκ εντάξει, όλοι από κάπου ξεκινάμε! Και μετά σιγά – σιγά, μέσα από παραστάσεις που διοργανώνονται, πάει το πράγμα βήμα – βήμα. Ξεκινάς από 5 λεπτά, πας στα 10, μετά πας στα 15. Μέσα από τη δουλειά σου προσπαθείς σιγά – σιγά να χτίσεις παραπάνω χρόνο, μέχρι που φτάσαμε να πούμε «ωραία έχουμε 40 λεπτά ο καθένας, ταιριάζουν τα κείμενά μας, οπότε πάμε να κάνουμε μια παράσταση μαζί». Και έτσι βγήκε η συνεργασία του «Πάνω απ’ όλα Άνθρωποι».
Μ.Β.Α: Είχατε ξαναπαίξει μαζί πριν την παράστασή σας;
Μ.Δ.: Ναι είχαμε παίξει, αν και όχι σε πάρα πολλές. Από τη στιγμή που ήρθα και εγώ στην Αθήνα παίξαμε σε διάφορες παραστάσεις που γίνονταν σε καφέ, σε μπαρ, σε θέατρα. Ήταν αυτό που λέμε το mix line up που πας και βλέπεις σε μια βραδιά 4-5 κωμικούς και ο καθένας κάνει 10, 15, 20 λεπτά. Συνήθως εκεί υπάρχει κι ένας παρουσιαστής που βγαίνει να ζεστάνει λίγο το κοινό και παίζει και τον περισσότερο χρόνο. Εκεί παίξαμε σε κάποιες παραστάσεις μαζί και έλεγα εγώ «α ωραίος ο Αλεβίζος», έλεγε εκείνος «α ωραίος ο Δημητρόπουλος»…
Γ.Α.: Αυτό θα το πω εγώ!
Μ.Δ.: Το ‘χες πει;
Γ.Α.: Οκ, το ‘χα πει!
Μ.Δ.: Ε και με τον καιρό βλέπεις και λίγο ρε παιδί μου εκείνους με τους οποίους έρχεσαι πιο κοντά, στο ανθρώπινο κομμάτι κυρίως, γιατί “πάνω από όλα”… το ανθρώπινο κομμάτι. Και στο κωμικό. Βλέπεις πώς γράφει ο άλλος, πώς σκέφτεται. Με ποιον τρόπο παίρνει κάτι και του δίνει κωμική ματιά. Είδαμε με τον Γιώργο ότι ταιριάζουμε σε αυτό, ότι έχουμε πολύ κοινά βιώματα, αλλά με διαφορετική οπτική όμως. Και αυτό έχει ενδιαφέρον. Και λέμε «ωραία πάμε. Γιατί όχι;».
…στο «Πάνω απ’ όλα Άνθρωποι»
Μ.Β.Α.: Μιλήστε μας για την παράσταση «Πάνω απ’ όλα Άνθρωποι»
Γ.Α.: Πρώτα απ’ όλα αυτό βγήκε γιατί, όπως είπε και ο Μάριος, ταιριάζουμε στο στυλ, είμαστε παρόμοιοι άνθρωποι. Βρισκόμαστε σε κοντινή ηλικία, έχουμε περάσει πάνω – κάτω από τα ίδια πράγματα στις ζωές μας, έχουμε παρόμοιες απόψεις αλλά και διαφορετική ματιά για παρόμοιες καταστάσεις και πράγματα. Και επειδή νιώσαμε ότι εάν κάποιος δει την παράσταση θα δει στα κείμενά μας ότι μιλάμε με μία κάπως ανθρώπινη ματιά για την καθημερινότητα, για βιώματα, για διάφορες καταστάσεις, αυτό κάπως κούμπωσε και βγήκε και ο τίτλος της παράστασης από μόνος του. Ο τίτλος βέβαια είναι του Μάριου, πρέπει να το πω αυτό.
Μ.Β.Α.: Είναι βέβαια και του “σοφού ελληνικού λαού”…
Μ.Δ.: Ε ναι ισχύει αυτό, εξάλλου παρθενογέννηση δεν υπάρχει στην τέχνη. Ο τίτλος βέβαια βγήκε και από την επαφή μας στην καθημερινότητα και από συζητήσεις μας και για άσχετα πράγματα, όχι μόνο για την κωμωδία. Γιατί είμαστε και οι δύο τώρα 34 και 35, σε ηλικίες που ξεκινάει αυτό που λέμε ότι αρχίζουμε και βαραίνουμε λίγο… Δεν είμαστε 20. Δεν έχουμε ίδιες αντοχές και ίδια ενέργεια. Εντάξει, δεν έχουμε πάει και 50! Αλλά και με όλες αυτές τις δυσκολίες που υπάρχουν πλέον, πάντα όταν φτάναμε σε κάτι που μας ζόριζε στην τελική έλεγα «εντάξει στην τελική δεν θα τρελαθούμε κι όλας, κάπου ώπα». Μας έμενε αυτό το «ρε παιδί μου να βάλουμε ένα τυρί κι ένα σαλάμι, να πιούμε ένα τσίπουρο». Θέλαμε λίγο αυτό το καφενειακό. Μας έβγαινε.
Μ.Δ.: Επίσης, οι αναφορές μας έχουν στοιχεία λαϊκής κωμωδίας, που προέρχονται από τα βιώματά μας. Οπότε, εκεί κάπως όλα συνδέονται και με την έκφραση του “σοφού λαού”.
Περιστατικά καθημερινής τρέλας
Μ.Β.Α.: Για να μείνουμε λίγο ακόμα στον τίτλο, μπορείτε να θυμηθείτε ένα περιστατικό που έγινε μια ακραία μαλακία και αυτός που την έκανε σας απάντησε «πάνω απ’ όλα άνθρωποι»;
Γ.Α.: Yπάρχει μια ιστορία μεταξύ μας. Εγώ, όντας εξαιρετικά άμπαλος, έχω βγει να κολλήσω αφίσες και, παρόλο που με βοηθάει και η κοπέλα μου, για μια δουλειά που είναι να μου πάρει ξέρω ‘γω 1,5 ώρα, μου έχει πάρει 4! Γιατί, όπως είπα είμαι τρομακτικά άμπαλος…
Μ.Δ.: Και τρομακτικά αργός.
Γ.Α.: …και τρομακτικά αργός! Δηλαδή, δεν εξηγείται αυτό το πράγμα! Είναι σαν να βρήκα τρύπα στον χωροχρόνο! Οπότε, κάποια στιγμή, κι ενώ είχαμε δώσει ραντεβού για μία δουλειά με τον Μάριο, εγώ ούτε καν του απαντάω στα τηλέφωνα γιατί έχω αγχωθεί για να βάλω μια αφίσα κάπου στο Κουκάκι. Και του λέω μετά από μισή ώρα ότι τελικά δεν θα έρθω και το είπα και μόνος μου ότι «πάνω από όλα άνθρωποι». Δηλαδή, δεν του έδωσα καν τη δυνατότητα να εκνευριστεί μαζί μου. «Φίλε αυτό διάλεξες». Αλλά, εντάξει, πιστεύω ότι δεν μου το κρατάει ακόμα.
Μ.Δ.: Εντάξει, το είχα ξεχάσει… απλά μου το θύμισες τώρα!
Μ.Β.Α.: Μάριε, φαντάζομαι κι εσύ σίγουρα θα το έχεις πει κάποια στιγμή;
Μ.Δ.: Σίγουρα θα το έχω πει. Σίγουρα! Γιατί έχω κάνει πολλές μαλακίες. Να μην κοροϊδευόμαστε. Και πάντα θα πάω να το καλύψω ότι «ρε παιδί μου έλα τώρα…». Γιατί και κάνω τη βλακεία και πάω να βγω και από πάνω κιόλας! Θυμάμαι να το έχω πει σε ένα πάρα πολύ ωραίο σκηνικό. Λοιπόν… Έχω ξεκινήσει να κάνω stand up και δεν είμαι πολύ καλός στην αρχή. Έκανα μια παράσταση solo, από αυτά τα θεϊκά solo που έκανα στην Πάτρα, σε ένα μαγαζί. Τον πρώτο καιρό τα κείμενα μου προσπαθούσα να είναι και λίγο edgy, λίγο προκλητικά, ώστε να τραβήξω λίγο και το ενδιαφέρον του κοινού… Χαζομάρες, δεν λειτουργούσε σε πολλά κομμάτια! Τελειώνει, λοιπόν, αυτή η παράσταση. Πάει όπως πάει, με κάποια καλά σημεία και με κάποια σάπια, προφανώς. Και μετά από καμιά εβδομάδα ή κανένα διβδόμαδο έχω πάει να πάρω κάτι αφίσες από ένα κατάστημα με εκτυπώσεις στην Πάτρα για τα open mic που θα κάναμε στην Πάτρα. Είναι, λοιπόν, κολλημένη μια αφίσα των open mic που λέει stand up κλπ και κάθεται μια τύπισσα και την χαζεύει. Ρωτάει τον άνθρωπο στο κατάστημα «τι είναι αυτό;» μπλα μπλα και μπαίνω στην κουβέντα και την ρωτάω «παρακολουθείτε stand up;». Μου λέει «όχι, δεν είμαι πολύ φίλη. Μια φορά με τράβηξε μία παρέα σε ένα μαγαζί να δω, αλλά έπαιζε ένας τύπος κι ήταν άθλιο και από τότε δεν ξαναπήγα». «Σε ποιο μαγαζί έπαιζε;» την ρωτάω και λέει το μαγαζί που έπαιξα εγώ! Και, μάλιστα ήταν το μοναδικό stand up που είχε κάνει τότε αυτό το μαγαζί. Και της λέω «ξέρεις εκεί έπαιζε να αυτός. Εγώ!». Και με κοιτάει έντρομη, παγώνει και προσπαθεί να το μπαλώσει. Μου κάνει «χίλια συγνώμη» κλπ. Εκεί της πετάω «εντάξει, δεν πειράζει μωρέ. Πάνω απ’ όλα άνθρωποι». Εκεί ταίριαζε ότι «δεν έγινε τίποτα, σιγά».
Ιστορίες stand up-ικής τρέλας
Μ.Β.Α.: Φαντάζομαι θα σας έχει τύχει να βρίσκεται στο κοινό κάποιος που φαίνεται ότι δεν έχει σχέση με το stand up, δεν έχει ξαναπάει σε παράσταση και είναι εμφανές ότι δεν του αρέσει κιόλας. Έχετε κάποια ιστορία να διηγηθείτε;
Μ.Δ.: Αρκετές, ναι! Και τύποι που δεν γουστάρουν και τύποι που μπορεί να ενοχλούν την παράσταση. Συνήθως, βέβαια, αυτοί που δεν γουστάρουν περιμένουν το διάλειμμα και φεύγουν τότε που κανένας δεν τους βλέπει. Και απλά γυρίζεις και βλέπεις κάποιες άδειες θέσεις. Και τότε λες «α είχαμε απώλειες ε;». Τώρα να σηκωθεί να φύγει ο άλλος στο δεκάλεπτο είναι πιο δύσκολο. Στην Πάτρα είχαμε βέβαια κάποια τέτοια σκηνικά. Εγώ έχω παίξει σε χώρους και σε διάφορες επαρχίες που ήταν πιο άγριες! Γύρω από την Πάτρα, Πελοπόννησο, Πύργο, Κρέστενα, Αμαλιάδα, Αίγιο…Έχω πάει σε κάτι μέρη που ήταν τελείως χωματόδρομος. Και πήγαινα εκεί, δεν ήμουν και καλός και έπρεπε να το διαχειριστώ όλο αυτό. Υπήρχαν, λοιπόν, φάσεις που ξεκινούσα κι άρχιζε ο άλλος από το μπαρ να μου φωνάζει. Κάπως προσπαθούσα να το σώσω εγώ, να του λέω «δεν πάει έτσι. Κάνουμε λίγο ησυχία για να ακούσουμε». «Δεν θέλω να σε ακούσω», μου λέει, «αφού δεν λες και τίποτα καλό». Και αρχίζει έτσι και γίνεται διάλογος στο δεκάλεπτο! «Λοιπόν, τι θα κάνουμε τώρα, Έτσι θα πάει αυτό;», τον ρωτάω. Και μου απαντάει «τι θες να κάνω, εγώ ήρθα για να πιώ τα ποτά μου». Του λέω, «ωραία, σήκω φύγε». «Θα φύγω», μου λέει, «αλλά πλήρωσε μου τα ποτά μου». Και έφυγε! Αμήχανο σκηνικό, πολύ.
Γ.Α.: Εντάξει, αν δεν σου λένε κάτι, δεν είναι θέμα. Απλά, εντάξει, η ψυχούλα σου το ξέρει… Βέβαια, υπάρχει θέμα κι αν στο κοινό υπάρχει υπέρτατη αδιαφορία. Δηλαδή, θυμάμαι μια παράσταση σε ένα μπαρ εδώ στα Εξάρχεια, όπου ένιωθα ότι στην καλύτερη δεν με ακούει κανένας, απολύτως κανένας, στη χειρότερη εκείνοι που με ακούνε είναι σε φάση «τώρα ή θα κατέβεις ή θα σε κατεβάσουμε». Σαν να έλεγαν «μας ενοχλείς πάρα πολύ». Αλλά, από τα καλύτερα περιστατικά που πετάγονται από το κοινό, πιστεύω ότι είναι μια παράσταση στην Πανόρμου, που έτυχε να είμαστε και οι δύο, και ήταν ένας τύπος που φώναζε για μισή ώρα «πες για τον Τσίπρα». Ήταν κάποιος 50+ που ήταν φανερό ότι δεν έχει ξαναδεί ποτέ του stand up. Πέρασε, λοιπόν, όλη η παράσταση που σε κάθε κωμικό που ανέβαινε, φώναζε «πες κάτι για τον Τσίπρα». Αυτό.
Μ.Β.Α: Εκεί πώς το χειρίζεστε; Υπάρχει κάποια αντίδραση;
Γ.Α.: Υπάρχει αντίδραση! Κάτι σχολιάζεις, κάπως προσπαθείς να εξηγήσεις σε αυτόν που φωνάζει ότι το concept εδώ είναι ότι έχουμε έρθει μεν να γελάσουμε, αλλά και με έναν αλληλοσεβασμό. Ούτως ώστε να παίξουμε και εμείς αυτά που έχουμε να παίξουμε και να μην ενοχλείς και το υπόλοιπο κοινό. Και να περάσουμε, τελικά, όλοι καλά. Όμως, εάν κάποιος έχει έρθει για να φωνάζει και να ενοχλεί, εκεί μπορεί να του την πεις λίγο, ώστε για να ηρεμήσει.
Μ.Δ.: Είχες πατήσει εκεί ένα πολύ ωραίο ξέσπασμα. Τον άκουγε, τον άκουγε, τον άκουγε κι έκλεινε ο Γιώργος. Και τότε λέει με ένταση: «θα πω και για Τσίπρα και για οικονομία και για μνημόνια και όλα». Κι εκεί ο άλλος άρχισε να γελάει. Ένιωσε ότι «τώρα παίζω στο παιχνίδι κι εγώ».
Γ.Α.: «Εισακούστηκα!»
Μ.Δ.: Και κάτι άλλο άρχισε να λέει, κάτι για την αστυνομία;
Γ.Α.: Ναι, μετά ήθελα να μιλήσουμε για διάφορα θέματα, οπότε ήταν κάπως σαν να είμαστε στο σαλόνι του. Σαν τον προσωπικό του κλόουν που του λέει «πες μου κάτι».
Μ.Δ.: Είναι αυτοί οι τύποι που είναι κάποιας ηλικίας, που έχουν βαρύνει, έχουν σκουριά πάνω τους, έχουν φάει ταλαίπα. Είναι και λίγο εξυπνάκηδες. Και έρχονται στην παράσταση με την λογική «εγώ ξέρω, εγώ θα σου πω πώς πάνε τα πράγματα στην πολιτική και στην οικονομία». Και σε πιάνουν και σε πάνε καρότσι! Περιμένουνε να πουν την ατάκα τους για το τι φταίει. «Ο Τσίπρας», «η οικονομία», «μας έχουν φάει», «μας έχουν τσεκουρώσει», «μας έχουν γονατίσει». Παρέα θέλουν!
Πώς έχει αλλάξει η κωμωδία τα τελευταία χρόνια;
Μ.Β.Α.: Έχει αλλάξει η κωμωδία τα τελευταία χρόνια;
Μ.Δ.: Ναι, έχει αλλάξει: πολιτική ορθότητα, εποχή του cancel κλπ. Εύκολα πλέον μπορεί να πεις κάτι περίεργο και να τελειώσεις. Βέβαια, είναι καλό που συμβαίνει όλο αυτό, γιατί έχουν φύγει πράγματα που ήταν σάπια. Και καλυτερεύει τελικά η κωμωδία. Μπορούμε να βρούμε και άλλους δρόμους, πιο έξυπνους για να κάνουμε αστεία. Να πιέσουμε λίγο παραπάνω το μυαλό μας. Και το κοινό πλέον είναι και πιο απαιτητικό και ζητάει πιο ωραία αστεία.
Γ.Α.: Σίγουρα έχει αλλάξει η κωμωδία. Βέβαια, εμένα δεν μου αρέσει πάρα πολύ ο όρος «πολιτική ορθότητα», επειδή συγχέει διαφορετικά πράγματα. «Πολιτική ορθότητα» λεγόταν και στα 90’s η κόντρα με κάποιον που έλεγε για τη θρησκεία ή έλεγε πιο edgy πράγματα, πράγματα γύρω από τη σεξουαλικοποίηση κλπ. Δεν είναι η ίδια ταμπέλα. Εμένα μου αρέσει πιο πολύ ο όρος «κοινωνική συμπεριληπτικότητα». Δηλαδή, να μην έχεις αστεία και ένα λόγο που αποκλείουν ή κοροϊδεύουν κάποιους ανθρώπους, λόγω της ταυτότητάς τους. Τώρα, από εκεί και πέρα, προφανώς υπάρχει ακόμα κόσμος που γελάει με στερεότυπα και με στερεοτυπικά αστεία, όπως υπάρχει και κόσμος που θέλει τέτοια αστεία. Και μάλλον θα εξακολουθήσει να υπάρχει, όμως το στοίχημα είναι να λιγοστεύει. Την ίδια στιγμή, τέτοια αστεία πλέον όντως δεν μας φαίνονται αστεία και αυτό είναι το κέρδος, η εξέλιξη και της κοινωνίας και της κωμωδίας. Δεν καταλαβαίνεις γιατί αυτό το πράγμα είναι πλέον αστείο. Έχεις δει άλλες καταστάσεις. Το να κοροϊδεύεις κάποιον για την καταγωγή του, εντάξει δεν είναι αστείο πια… Και για να είμαστε ειλικρινείς, το stand up δεν εκπροσωπεί τέτοιο κόσμο. Δεν είναι μια κωμωδία που γενικά η stand up κοινότητα την εκπροσωπεί. Γιατί, εκτός των άλλων, αυτά είναι και πολύ εύκολα αστεία. Δηλαδή με το να πεις ένα αστείο που έλεγες στο γυμνάσιο για έναν άνθρωπο που έχει άλλο σεξουαλικό προσανατολισμό, ουσιαστικά πήρες ένα αστείο που λέγανε οι συμμαθητές σου για να κάνουν bullying σε κάποιον στο γυμνάσιο. Τι ακριβώς κάνεις; Είναι κωμωδία αυτό;
Η ανάπτυξη του ελληνικού stand up comedy κοινού
Μ.Β.Α: Το κοινό το βλέπετε πλέον πιο εκπαιδευμένο στο stand up comedy;
Γ.Α.: Είναι πολύ πιο εκπαιδευμένο! Υπάρχει ένα κλασικό όταν ξεκινά μια παράσταση, αυτός που παρουσιάζει να ζητάει να δώσουν ένα χειροκρότημα πόσοι έχουν ξαναδεί stand up comedy και πόσοι δεν έχουν ξαναδεί. Είναι τώρα 2 χρόνια που είναι κοντά στο 100% ο κόσμος που έχει ξαναδεί. Οπότε ξέρουν το concept. Δεν έχουν, ας πούμε, τόσο πολύ το άγχος που υπήρχε παλιά «να μην κάτσουμε μπροστά γιατί θα μας βρίσει, θα μας την πει, θα μας κοροϊδεύει» και τέτοια. Ξέρουν πια. Στο Netflix και στο Youtube υπάρχουν πάρα πολλά specials κωμικών. Και τα φεστιβάλ πλέον έχουν πάρα πολύ κόσμο και δείχνουν ότι υπάρχει κόσμος που θέλει να δει stand up.
Μ.Δ.: Και το φεστιβάλ έχει το θετικό ότι εκεί βλέπει ο κόσμος πολλές μορφές κωμωδίας. Δηλαδή θα ‘ρθει στο Athens Comedy Festival που γίνεται κάθε χρόνο και θα δει βραδιές raw που έχουν πιο βαριά αστεία, πιο καφρίλα, θα δει όμως και improv, θα δει λογοπαίγνια, θα δει μουσική κωμωδία… Έχει πολύ πράγμα πλέον.
Κωμωδία και social media
Μ.Β.Α.: Τα διαδικτυακά μέσα, πώς βοηθούν; Τα social media, το Youtube, τα podcasts;
Γ.Α.: Πονεμένη ιστορία! Βοηθάνε πάρα πολύ, προφανώς, αλλά…
Μ.Δ.: Το δύσκολο κομμάτι μας! Τα social είναι πλέον μεγάλο κομμάτι της δουλειάς, τα social και το Youtube και το να έχεις ένα podcast, να έχεις κάποια βίντεο. Να έχεις μια σύνδεση με το κοινό, πέρα από τις παραστάσεις που θα έρθει να σε δει, δηλαδή να σηκωθεί από το σπίτι του για να πληρώσει εισιτήριο και να σε δει live. Πέρα από αυτό θέλει και κάτι στην καθημερινότητά του, θέλει να έχει και μία επαφή με το κινητό. Να μπορεί να βλέπει κάτι, να μπορεί να ακούει κάτι εύκολα με τα ακουστικά. Οπότε όλα αυτά είναι πράγματα που σιγά – σιγά πρέπει να κάνουμε για να το έχει ο άλλος σπίτι. Να έχει την αμεσότητα με τον κωμικό. Όταν θα κάτσει να φάει, θα ακούσει ένα podcast και αν του αρέσει θα ψαχτεί και θα πάει και στην παράσταση.
Μ.Β.Α.: Είναι πολύ τζάμπα εργασία;
Μ.Δ.: Το κάνεις και ελπίζεις να εξαργυρωθεί σε κόσμο στις παραστάσεις.
Μ.Β.Α.: Γιώργο, εσύ πώς το βλέπεις μέσα από την εμπειρία σου στα social και το Youtube;
Γ.Α.: Καλά, εγώ έχω κάνει ελάχιστα πράγματα και πολύ μικρού βεληνεκούς. Κατά βάση είμαι αδιανόητα boomer με τα social. Δεν το χω καθόλου, είμαι πανάχρηστος! Φαντάσου για να κάνω ένα story μου παίρνει δύο ώρες. Και μπορεί να περνάει ένα πιτσιρίκι από δίπλα που έχει κάνει ένα οχτώ φορές καλύτερο story μέσα σε ενάμιση λεπτό και εκεί λέω «εντάξει, μπράβο μου… Ώρα να πάρω σύνταξη! Πάω να παίξω πρέφα σε ένα καφενείο, δεν είμαι για αυτά τα πράγματα». Πάντως, όλα αυτά σίγουρα φέρνουν κόσμο, είναι δεδομένο. Απλά, πλέον, είναι φτιαγμένα με ένα τρόπο, όπου στην πραγματικότητα αναπαράγουν τον εαυτό τους. Τα social media θα τα ξεκινήσεις μεν, όμως ο αλγόριθμος μετά θα σου ζητάει να ασχολείσαι συνέχεια και να δουλεύεις όντως για αυτά, προκειμένου να φαίνεσαι. Το ίδιο και για τα podcasts. Δεν είναι εύκολο να ξεκινήσεις ένα podcast και ούτε είναι δεδομένο ότι αυτό θα σε ανεβάσει, γιατί πρώτα απ’ όλα το podcast θα πρέπει να είναι καλό. Άρα θα πρέπει να δουλέψεις πολύ για αυτό. Άρα, στην πραγματικότητα, αν σ αρέσει να κάνεις podcast, κάνε podcast. Αν θες να το κάνεις απλά για να σου αυξήσει το κοινό, δεν θα τα καταφέρεις, γιατί θα φτάσεις να ασχολείσαι πάρα πολύ με το podcast. Δεν υπάρχουν εύκολα διαφημιστικά τρικ! …οπότε τον ήπιαμε!
Μ.Β.Α.: Έχετε tik tok? Ποιο είναι το κοινό σας;
Γ.Α.: Το κοινό μας είναι οι άνθρωποι που έχουν περάσει τα 30 και θέλουν να πιούν μια ήρεμη μπύρα για να γελάσουν ακούγοντας αστεία για το πόσο έχει πάει η φέτα στο supermarket.
Μ.Δ.: Εγώ έφτιαξα tik tok πριν ένα μηνα (μου είπαν πως να το φτιάξω) και για κάποιο λόγο, ενώ δεν είχα κάνει κάτι, δεν είχα ανεβάσει τίποτα, μου έστειλε το tik tok «ο λογαριασμός σας κλειδώθηκε». Και είπα «οκ θα το σβήσω». Μου το έκλεισε, σαν να μου λέει “φιλαράκι δεν μπαίνεις”.
Ίωνας Αγγελής: Το tik tok όμως, έχει αυτή τη μορφής της σύντομης πληροφορίας η οποία ευνοεί το stand up ως μορφή τέχνης. Μήπως, όμως, η προσπάθεια προσαρμογής των κωμικών με το tik tok επηρεάζει τελικά το stand up;
Μ.Δ.: Αυτό που λες για τη σύντομη πληροφορία στην κωμωδία, βολεύει πάρα πολύ τα άτομα που σαν κωμικοί επιλέγουν να κάνουν short form κωμωδία, τα one liners ας πούμε. Γι’ αυτούς τους κωμικούς που κάνουν σύντομα αστεία και λογοπαίγνια, το tik tok είναι τέλειο. Στην long form κωμωδία, όμως, στην observation comedy, που ανοίγεις ένα θέμα και πλατιάζεις, σε αυτό δεν δουλεύει τόσο το tik tok. Πρέπει να κάνεις κάτι πιο σύντομο για το tik tok. Όπως είναι οι Pizzatakes που συμμετείχαμε. Σε αυτή τη φόρμα βολεύει πολύ το tik tok.
Γ.Α.: Ακόμα κι αν κόψεις ένα λεπτό με καλά αστεία απ’ τον μονόλογό σου, υπάρχει θέμα γιατί είναι δύσκολο και χρονοβόρο να φτιάξεις έναν καλό χρόνο στο stand up και αν το ανεβάσεις στα social, δεν είναι εύκολο μετά να το παίζεις σε μία παράσταση. Γιατί πλέον το έχει δει κόσμος. Το βασικό του tik tok και γενικά όλης της νέας τάσης είναι ότι πρέπει να υπάρχει content όλη την ώρα, ασταμάτητα. Και είναι δύσκολο να το καταφέρνεις και να κρατάς παράλληλα και την ποιότητα ψηλά.
Μ.Δ.: Είναι και αγχωτική αυτή η ταχύτητα.
Έχει το stand up comedy μία ψυχοθεραπευτική λειτουργία;
Μ.Β.Α.: Στο stand up comedy γενικά εκτίθεστε πολύ σαν άνθρωποι και ειδικότερα και στο Πάνω απ’ όλα Άνθρωποι έχετε στιγμές έκθεσης της προσωπικής σας ζωής. Διαπραγματεύεστε και τραύματά σας σε κάποιες στιγμές. Το νιώθετε και λίγο ψυχοθεραπευτικό το μικρόφωνο;
Μ.Δ.: Έχει μία μορφή ψυχοθεραπείας. Όσα αναφέρεις είναι οι αλήθειες σου. Αναμετριέσαι με βιώματα, αφηγείσαι ιστορίες που έζησες από παιδί, από το πώς σε μεγάλωσε η οικογένειά σου. Πολλά βιώματα προκειμένου να τα βάλεις κάτω και να τα διακωμωδήσεις έχουν μέσα και ζόρι και άγχος. Και αν βγάλεις από μέσα τα αστεία κάπως απομυθοποιείται όλο αυτό. Οπότε, είναι και μια μορφή λύτρωσης να λες τα ζόρια σου, τον πόνο σου, την αλήθεια σου. Και το κοινό γελάει γιατί βρίσκει μία σύνδεση μέσα από κοινά βιώματα. Έτσι έρχεται μια συνολική λύτρωση και σύνδεση και είμαστε όλοι ευχαριστημένοι.
Γ.Α.: Λέμε ζόρια μας και αυτό είναι καθαρτικό και για εμάς. Γιατί πρώτα από όλα έχουμε κάτσει και το έχουμε σκεφτεί και άρα, αφού γράφεται ένα κείμενο, σημαίνει ότι λίγο το έχουμε χαλαρώσει το οτιδήποτε μας ζορίζει μέσα μας. Πάντως στην τελική δεν κάνουμε και καμία φιλοσοφία στη σκηνή. Αστεία λέμε. Ακόμα και όταν αφορούν σοβαρά πράγματα, είναι αστεία. Και αυτό βοηθάει και εμάς και το κοινό.
Μ.Β.Α.: Σας ευχαριστούμε πολύ για την συζήτηση!