Ένα έργο σταθμός για την παγκόσμια δραματουργία και δη από τα πιο πολυπαιγμένα του Samuel Beckett, «Περιμένοντας τον Γκοντό», το οποίο ουσιαστικά εγκαινίασε και την εισαγωγή του θεάτρου του παραλόγου, αποπειράθηκε να σκηνοθετήσει για πρώτη της φορά η Έλενα Μαυρίδου μάλλον με επιτυχία μίας και είναι η τρίτη χρονιά που θα ανέβει.
Ήρωες του έργου δύο ρακένδυτοι αλήτες ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, που περιμένουν εις μάτην μια σωτηρία έξωθεν η οποία δεν έρχεται ποτέ. Όπως στα περισσότερα έργα του Beckett δεν υπάρχει ιδιαίτερη πλοκή και ούτε κάποια κάθαρση στο τέλος. Ο ίδιος το έχει χαρακτηρίσει ως τραγικοκωμωδία χωρισμένη σε δύο πράξεις.
Σε αυτό το σημείο να αναφερθεί, ότι η σκηνοθέτιδα ξέφυγε απο την κλασική φόρμα εισάγοντας και δύο ακόμα χαρακτήρες οι οποίοι αποτελούν αντικαθρέπτισμα των δύο βασικών ηρώων, κάτι σαν παραλλαγές του ευατού τους, που δρούνε σε κάποιο παράλληλο σύμπαν. Στο πιο περίφημο θεατρικό date κάτω απο το δέντρο που στην προκειμένη περίπτωση το αντικαθιστά ένας προβολέας οi ήρωες συζητούν, στοχάζονται, σαρκάζουν και σαρκάζονται, συναντούν την αδικία μένοντας απαθείς, αλλά προπάντως αγωνιούν για την άφιξη του Γκοντό. Εδώ διαφαίνεται και η ανάγκη του Beckett να καταδείξει την παθητικότητα του ανθρώπου, καθώς και το ότι μένει αμέτοχος στην οποιαδήποτε προσπάθεια να αλλάξει μια προβληματική κατάσταση περιμένοντας ως δια μαγείας να συμβεί ένα θαύμα. Σε αυτή ακριβώς την αέναη αναμονή εστιάζει το έργο και όχι στο ποιος είναι ο Γκοντό.
Καταφαίνεται με έναν πολύ απαισιόδοξο τρόπο, χωρίς να γίνεται υπερβολικό το αδιέξοδο της ύπαρξης και ίσως και η ματαιότητα. Παράλληλα δείχνεται και η έντονη ανάγκη του ανθρώπου να συνυπάρχει και να επικοινωνεί δημιουργώντας συχνά ένα εξαρτητικό πλαίσιο.
Το άλλο ζευγάρι της παράστασης εκπροσωπεί τη δυάδα αφέντης\τύραννος-δούλος. Σε αντίθεση με την στατικότητα των άλλων ηρώων, εκείνοι, βρίσκονται σε διαρκή κίνηση κάνοντας μια στάση στο σημείο συνάντησης. Συμβολικά, μπορούμε να πούμε οτι ο Πότζο (αφέντης) αποτελεί τα δεινά του κόσμου, την αθλιότητα των σχέσεων και ο Λάκυ (δούλος) από την άλλη αυτόν που υπομένει αλλα προσδοκά να απελευθερωθεί.
Ο Πότζο σε κάθε στιγμή κάταστά σαφές ότι, αυτός εξουσιάζει δίχως να υποδυκνείει ίχνος σεβασμού στο πρόσωπο του Λάκυ, απαιτεί να τους διασκεδάσει να τους χορέψει να μιλήσει στοχαστικά. Εδώ, ακολουθεί η καλύτερη σκηνή και στιγμή της παράστασης με έναν κυριολεκτικά σπαρακτικό μονόλογο με τις λέξεις να αναβλύζουν μέσα από το στόμα της ηθοποιού (Δήμητρα Κούζα) φτύνοντας και τρέμοντας σύγκορμη κάνει εμάς στο κοινό να παραλύουμε μένοντας άναυδοι μπροστά στην κατακερματισμένη από ειρμό ερμηνεία της. (καταχειροκρότηθηκε στο τέλος του μονολόγου παρόλο που η παράσταση ήταν στα μισά).
Η αλήθεια είναι ότι και αυτοί οι δύο βρίσκονται σε ένα ατέρμονο και επαναλαμβανόμενο ταξίδι μόνο που δεν περιμένουν κάποιον Γκοντό εν αντιθέσει με τους άλλους δύο, οι οποίοι συνειδητοποιώντας την τραγικότητα στην απουσία του χρόνου προσπαθούν με αγωνία να δραπετεύσουν από την ακινησία της ύπαρξής τους και να δημιουργήσουν χρόνο. Μαρτυράται εδώ η αδυσώπητη μοίρα της ανθρωπότητας. Θα καταθέσω σε αυτό το σημείο και ένα απόσπασμα του Βλαδίμηρου: « Το βέβαιο είναι πως οι ώρες είναι ατελείωτες, κάτω από αυτές τις συνθήκες και είμαστε αναγκασμένοι να τις σκοτώνουμε με διάφορα καμώματα, που πως να στο πω, που μπορεί εκ πρώτης όψεως να μας φαίνονται λογικά, μέχρι που μας γίνονται συνήθεια. Θα μου πεις βέβαια πως το κάνουμε για να μη χάσουμε τα λογικά μας. Αναμφισβήτητα. Μήπως όμως δεν έχουμε χαθεί στα αέναα και ανήλιαγα αβυσσαλέα βάθη; Αυτό λέω καμία φορά με τον νου μου. Παρακολουθεις τον συλλογισμό μου;
Στη συνέχεια γινόμαστε δέκτες μιας ακόμη διαφορετικής προσέγγισης της σκηνοθέτιδας ως προς το παιδί-αγγελιοφόρο ο οποίος αναβάλει τον ραντεβού με τον Γκοντό με το πρόσχημα ότι θα καταφέρει να έρθει την επόμενη μέρα. Στην πιο εντυπωσιακή και ατμοσφαιρική σκηνή της παράστασης βλέπουμε αντί για παιδί να ξεπροβάλλει μέσα από καπνούς σαν σε όνειρο, ένα πανύψηλο ‘ξωτικό’ με πλούσια λευκά πέπλα και μια περίτεχνη μάσκα αλόγου. Στο φαντασιακό στοιχείο συνέβαλε και το γεγονός ότι βλέπαμε και ακούγαμε γυναικά από μέση και πάνω και απο κάτω ξεπρόβαλλαν τα αντρικά πόδια. Την τελευταία φορά που έρχεται αποσκίζονται και ο άντρας μένει εκτεθειμένος, ενώ η γυναίκα αποχωρεί.
Έκδηλη ήταν η χημεία των ηθοποιών μεταξύ τους που κατάφεραν να σταθούν με μεγάλη αξιοπρέπεια και να φέρουν σε πέρας τους δύσκολους ρόλους στο πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα του Θεάτρου του Παραλόγου αλλά και να δώσουν μια νέα πνοή σε ένα έργο που παίζεται ξανά και ξανά και ξανά. Δεν έπαιζαν απλώς αλλά βίωσαν τους ρόλους.
Επίσης, η εξαιρετικά εμβληματική μουσική του Γιώργου Μαυρίδη προσδίδει επιβλητικότητα, ενώ πρέπει να τονιστεί και η συμβολή της Ιωάννας Πλέσσας στα κουστούμια η οποία έκανε τρομερή δουλειά.
Η Μαυρίδου πήρε στα χέρια της ένα βαρύ έργο που αποτελεί μάλιστα ορόσημο, το αποδόμησε,το προσέγγισε με εντελώς διαφορετική ματιά και πρωτότυπα, για αυτό και δεν μπορεί το αποτέλεσμα όχι μόνο να θεωρείται εκτιμητέο, αλλά να αποτελεί σχόλιο και πρόταση. Καλά κάνει λοιπόν που ανεβαίνει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Όσοι είστε Αθήνα τρέξτε στο θέατρο «Χώρος». (Λογικα Δευτερότριτα θα ανεβαίνει, ελπίζουμε στη ανακοίνωση λίαν συντόμως μιας και μόλις γύρισαν από την μίνι περιοδεία σε Θεσσαλονίκη και Λάρισα. ).
Σκηνοθεσία: Έλενα Μαυρίδου.
Μετάφραση: Αλέξάνδρα Παπαθανασοπούλου.
Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Κατσιμίχας, Δήμητρα Κούζα, Γιάννης Λεάκος, Έκτορας Λίατσος, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Φωτεινή Μποστανίτη.
//Το διαβάζετε και στο iskender