Η φετινή σχολική χρονιά άνοιξε με ένα ακόμα έργο από την έμπειρη συγγραφέα παιδικών βιβλίων, Σοφία Ζαραμπούκα, από τις εκδόσεις Πατάκη. Αυτή τη φορά η Ζαραμπούκα μας ταξιδεύει περίπου μία δεκαετία πίσω, στο καλοκαίρι του 2009, την εποχή που ιδρύθηκε ένα από τα πιο σημαντικά μουσεία της χώρας, το Μουσείο της Ακρόπολης.
Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Περικλής, τέκνο μίας αστικής αθηναϊκής οικογένειας που μας αφηγείται από τη δική του σκοπιά τη διαδικασία ίδρυσης του νέου μουσείου, τα εγκαίνια αυτού και την υποδοχή των επισκεπτών στον χώρο του. Ο Περικλής για αρχή μας παρουσιάζει τον εαυτό του, την οικογένειά του αλλά και τον τρόπο που προσλαμβάνουν την αρχαιότητα και την ίδρυση του νέου μουσείου. Βασική συμπρωταγωνίστρια του Περικλή είναι η Κούκα, μία έξυπνη γάτα που συμμετέχει στην πλοκή του έργου.
Ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του οικείου κύκλου της οικογένειας της ιστορίας που επηρεάζει τον πρωταγωνιστή μας, είναι ο παππούς Αναξαγόρας. Μία διδακτική φιγούρα που φαίνεται να λειτουργεί ως οδηγός και φωτεινός παντογνώστης γύρω από τα ζητήματα της πολιτιστικής κληρονομιάς και του μουσείου. Ο Περικλής νιώθει υπερηφάνεια για τον παππού του ενώ, μάλλον, προσπαθεί να του μοιάσει και να τον μιμηθεί.
Η περιπέτεια στο μουσείο, αφορμάται από μία βόλτα του Περικλή με την οικογένειά του στο νέο Μουσείο. Κατά την επίσκεψή του μας περιγράφει πως στην πρώτη -γαλάζια- αίθουσα βρίσκονται τα κινητά ευρήματα που βρέθηκαν στα σπίτια και τους μικρούς ναούς της περιοχής. Στον δεύτερο όροφο έχουν τοποθετηθεί τα ευρήματα της αρχαϊκής εποχής ενώ στον τρίτο όροφο μαθαίνουμε αργότερα ότι βρίσκονται τα γλυπτά του Παρθενώνα.
Η μεγάλη περιπέτεια του Περικλή με τους φίλους του ξεκινά ένα κυριακάτικο πρωινό στο νέο Μουσείο όταν ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να ζήσει την εμπειρία του μουσείου μαζί με την Κούκα τη γάτα του, αν και γνωρίζει πως δεν επιτρέπονται τα ζώα στον χώρο αυτό.
Ο Περικλής με την παρέα του, εκείνο το κυριακάτικο πρωινό απλώνονται στους χώρους του μουσείου και με την φαντασία τους βρίσκουν τρόπους να συνδεθούν με τις αρχαιότητες του χώρου. Με την ευκαιρία αυτής της περιπλάνησης παρουσιάζονται οι χώροι του μουσείου με ευχάριστο τρόπο από τη Ζαραμπούκα, η οποία έχει δημιουργήσει ακόμα και σχηματικές κατόψεις του κτηρίου, έτσι ώστε να μπορέσει να δώσει και στο παιδικό αναγνωστικό κοινό μία εικόνα για τα μέρη του μουσείου. Έτσι το βιβλίο λειτουργεί και ως ένας εύχρηστος μικρός οδηγός για παιδιά που επιθυμούν να επισκεπτούν το μουσείο της Ακρόπολης.
Χαρακτηριστικό στοιχείο, λοιπόν, του βιβλίου αποτελεί το σχέδιο της Ζαραμπούκα. Το βιβλίο απευθύνεται στο παιδικό-προεφηβικό κοινό και επομένως στοχευμένα προτιμάται η πολύχρωμη και ζωντανή απεικόνιση στην εικονογράφηση. Οι μορφές είναι σχηματικές, αφαιρετικές, ενώ η απεικόνιση των αρχαιοτήτων διακρίνεται από τη λεπτομέρεια και τη προσεγμένη εικονογράφηση μετατοπίζοντας με αυτόν τον τρόπο το κέντρο βάρους σε αυτές.
Η Ζαραμπούκα επιχειρεί να παρουσιάσει το μουσείο, ως ένα μέρος διαδραστικό που επιτρέπει τη φαντασιακή διάθεση και ικανό να υποδεχτεί επισκέπτες κάθε ηλικίας. Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα και να βλέπαμε συχνότερα παιδιά να εξερευνούν τα αρχαία τεκμήρια, με την ίδια χαρά και περιέργεια που έχουμε συνηθίσει να τα βλέπουμε σε εξερευνήσεις των καλοκαιρινών τους διακοπών. Δυστυχώς, όμως, η εικόνα αυτή που καλοπροαίρετα προβάλλει η Ζαραμπούκα, μάλλον δεν αντικατοπτρίζει πλήρως την πραγματικότητα. Το μουσείο αποτελεί μία αναγκαιότητα, είναι απαραίτητο για τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων και δείγμα του αρχαίου πολιτισμού, όμως στην πραγματικότητα, στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης κυριαρχεί η αυστηρότητα στο ύφος, ενώ δομικά υιοθετείται η παραδοσιακή προσκόλληση του κυρίαρχου εθνικού αφηγήματος στην Αθήνα του 5ου αι π.Χ., μίας Αθήνας άπιαστης, ξένης και άγνωστης κατ’ ουσίαν στα παιδιά. Οι σχολικές εκδρομές στο μουσείο σπάνια προκαλούν χαρά και εμπνέουν τα παιδιά, τα οποία πιθανότερο είναι να εντυπωσιαστούν αρχικά απ’ την επιβλητική όψη των αρχαιοτήτων, αλλά τελικά πολύ γρήγορα να κουραστούν και να χάσουν το ενδιαφέρον τους, αφού το μουσείο δεν έχει μεριμνήσει να σχεδιάσει, εντός του χώρου του, διαδρομές πιο προσιτές στις μικρότερες ηλικίες. Εναπόκειται, επομένως, σχεδόν αποκλειστικά στις δυνάμεις και τις δυνατότητες των συνοδών τους να τραβήξουν το ενδιαφέρον τους, ώστε να ενθουσιαστούν αλλά και να μάθουν για το παρελθόν. Και δυστυχώς δεν έχουν όλα τα παιδιά στην οικογένειά τους έναν παππού Αναξαγόρα…
Από την άλλη, με την αποκομμένη προβολή της Ακρόπολης (και ιδίως μίας μόνον εποχής της, εκείνης της κλασσικής Αθήνας του 5ου αι. π.Χ.), εμφανίζεται ο κίνδυνος της εξιδανίκευσης και τελικά της ιστορικής παρανόησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δημόσια συζήτηση σπάνια αναδεικνύονται οι υπόλοιπες ιστορικές περίοδοι της Ακρόπολης (το Βυζάντιο, η Λατινοκρατία, η Οθωμανική περίοδος, η σύγχρονη εποχή του νεοελληνικού κράτους), ενώ ενδεικτικό αυτού ότι και στο βιβλίο αναφέρονται σχεδόν επιγραμματικά. Προτιμότερη θα ήταν, προκειμένου τα παιδιά να σχηματίσουν μία πληρέστερη εικόνα για το παρελθόν, μία αναφορά και στις λιγότερο γνωστές αφηγήσεις, στις αποσιωπήσεις της ιστορίας, έτσι ώστε οι μικροί αναγνώστες να κατανοήσουν τα «κενά» της ιστορίας και να προβληματιστούν για τις διαφορετικές ερμηνείες του παρελθόντος, αποφεύγοντας την εξιδανίκευση. Αλλά υπεύθυνη γι’ αυτό δεν είναι η συγγραφέας, αλλά η συγκεκριμένη μέθοδος ανάδειξης που έχει υιοθετήσει το μουσείο.
Παραλείποντας τα ζητήματα και τους προβληματισμούς που προκύπτουν από τα γενικότερα θέματα πολιτιστικής διαχείρισης, το βιβλίο αυτό μπορεί να αποτελέσει μία πρώτη γεύση για την επίσκεψη στο μουσείο της Ακρόπολης, καλλιεργώντας το ενδιαφέρον του μικρού επισκέπτη. Μπορεί, επιπλέον, να αποτελέσει έναν οδηγό για τον συνοδό του παιδιού (κηδεμόνα, εκπαιδευτικό, κ.λπ.), με βάση τον οποίο το παιδί μπορεί να αποκτήσει μία πρώτη οικειότητα με τον μουσειακό χώρο και μία πρώιμη αντίληψη για το εθνικό μας μνημείο, τον Παρθενώνα. Όμως, παραμένει κυρίως στο χέρι του συνοδού η επιλογή της σφαιρικής και εγκυρότερης -επιστημονικά τουλάχιστον- ανάδειξης του παρελθόντος κατά τη διάρκεια της επιθυμητής αυτής επίσκεψης.