Petite Maman – Η μηδενική απόσταση μεταξύ αθωότητας και ωριμότητας

Σάντρα Δημητρέλου Από Σάντρα Δημητρέλου 6 Λεπτά Ανάγνωσης

Το 2019 η Γαλλίδα σκηνοθέτις, σεναριογράφος και σχεδιάστρια κοστουμιών, Celine Sciamma, έγινε παγκοσμίως γνωστή με το συγκλονιστικό Portrait of a Lady on Fire το οποίο με την σειρά του ήταν η αφορμή να παρακολουθήσουμε τα εξίσου συναρπαστικά Girlhood (2014), Tomboy (2011) και Water Lilies (2007). Σίγουρα μιλάμε για έναν σύγχρονο μύθο σε ό,τι έχει να κάνει με την απεικόνιση και την μινιμαλιστική, ατμοσφαιρική, αφήγηση ιστοριών που αφορούν την σεξουαλικότητα, καθώς και τις ταυτότητες, κυρίως, των γυναικών. Οι θεματικές της, μάλιστα, την έχουν καταστήσει και πρωτοπόρο στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τις γυναίκες στον κινηματογράφο.

Το Petite Maman (2021) προβλήθηκε για πρώτη φορά στο 71ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου τον Μάρτιο του 2021 και αυτή την φορά, η Sciamma, εξετάζει την μητρική ταυτότητα, την σχέση μητέρας-κόρης, αλλά και την σχέση γονέα-παιδιού γενικότερα.
Φανερά επηρεασμένο από το My Neighbor Totoro, το Petite Maman θα μπορούσε, όντως, πολύ εύκολα, να είναι ένα live action φιλμ της Ghibli που θα απαντούσε στο ερώτημα του Hayao Miyazaki: «τι θα γινόταν αν κάναμε παρέα με τους γονείς μας ως παιδιά;».
Η ταινία ξεκινάει με την Νέλι και την μητέρα της (Μαριόν) να φεύγουν από το νοσοκομείο όπου πέθανε η γιαγιά, που έπασχε από μία κληρονομική ασθένεια των οστών. Η Νέλι ζητάει από την μητέρα της να κρατήσει το μπαστούνι της γιαγιάς ως ενθύμιο και εκείνη της το επιτρέπει με ένα ανεπαίσθητο νεύμα. Μπαίνουν στο αμάξι και κατευθύνονται στο σπίτι όπου μεγάλωσε η μητέρα με την γιαγιά της. Εκεί θα τους περιμένει ο μπαμπάς. Από την αρχή έως την στιγμή που βρίσκονται πια στο σπίτι, η θλίψη και το πένθος της μητέρας είναι διάχυτα. Βλέπουμε την Νέλι στο αμάξι να παίρνει για λίγο τον ρόλο της μαμάς, ταΐζοντας την στο στόμα από το πίσω κάθισμα και αγκαλιάζοντας την όσο πιο στοργικά μπορεί με τα μικροσκοπικά της χέρια. Φτάνοντας στο σπίτι, την ώρα που βρίσκονται ανάμεσα σε παλιά παιχνίδια και ενθύμια, η Νέλι της εξομολογείται ότι πιο πολύ στενοχωρήθηκε, που δεν πρόλαβε να αποχαιρετήσει την γιαγιά της με το «σωστό» αντίο. Έπειτα, την ρωτάει πώς νιώθει εκείνη, δεν παίρνει ποτέ απάντηση, και μετά αποκοιμιούνται μαζί.

Το πρωί βρίσκει την Νέλι μόνη στο σπίτι με τον πατέρα της, ο οποίος αδυνατεί να της εξηγήσει για ποιο λόγο ακριβώς συμβαίνει αυτό. Πράγμα το οποίο δεν δείχνει να ανησυχεί ιδιαίτερα την μικρή, που φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά την -φυσική και συναισθηματική- απουσία της μητέρας. Έτσι, η Νέλι αποφασίζει να κάνει βόλτα στον πίσω κήπο του σπιτιού, ψάχνοντας για ένα δεντρόσπιτο που έχτιζε η μαμά της όταν ήταν στην ηλικία της. Εκεί, θα βρει ένα κοριτσάκι, συνομήλικο και ακριβώς ίδιο με εκείνη στην όψη, την Μαριόν. Τα δύο κορίτσια γίνονται αμέσως φίλες και χτίζουν μαζί, μέρα με την μέρα, το δικό τους οχυρό από κλαδιά και ξερά φύλλα.
Είναι φανερό πλέον ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία αλληγορία. Η φωτογραφία της Claire Mathon είναι γεμάτη καθαρές, φθινοπωρινές αποχρώσεις, που όμως βοηθούν την ταινία να βρίσκεται το ίδιο κοντά σε κάτι υπερφυσικό και κάτι πένθιμο, εκεί που τα όρια μεταξύ παιδικότητας και ενηλικίωσης θολώνουν. Το σπίτι όπου κάποτε μεγάλωνε η Μαριόν, καθρεφτίζεται στο σπίτι όπου ζει τώρα η Νέλι, στον απόηχο της απώλειας της γιαγιάς της. Η παραβολή αυτή εκπληρώνει την θεραπεία των πληγών μεταξύ γονέων και ταυτόχρονα γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ γονέων και παιδιών με τον πιο παραμυθένιο τρόπο.
Οι ταινίες της Celine Sciamma δείχνουν την συνεχή σύγκρουση του χρόνου που πρέπει να περάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και του χρόνου που πρέπει να κολλήσει για πάντα στην τέλεια στιγμή. Εκείνη είναι η στιγμή όπου η Νέλι λέει πια το μυστικό στην Μαριόν, είναι η δεδομένη εκείνη στιγμή όπου μητέρα και κόρη είναι ίσες, μπορούν να μοιραστούν κάθε όμορφο και άσχημο συναίσθημα, κάθε απορία, κάθε φόβο, χωρίς να χρειαστεί να προσπαθούν, χωρίς να χρειαστεί να προστατευθούν από τις σκληρές πραγματικότητες της ζωής.

Μέσα από αυτό το εβδομήντα δύο λεπτών πορτραίτο θλίψης και συνεχούς διαλόγου του εαυτού μας μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος, βλέπουμε πως τελικά δεν υπάρχει και τόσο μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο ποιοι ήμασταν και ποιοι είμαστε. Υπάρχει πάντα μια γραμμή μεταξύ παιδικής και ενήλικης ζωής που μας επιτρέπει να αποσυρθούμε με ασφάλεια στο παρελθόν για να αποφύγουμε τον πόνο του παρόντος.

Το Petite Maman μας ανοίγει ένα παράθυρο στον χρόνο, μέσα από το οποίο μπορούμε να χαζέψουμε και να γνωρίσουμε τη μη συμβιβασμένη εκδοχή των γονιών μας, να ξεφύγουμε από αυτό το μικρό κομμάτι της εικόνας που έχουμε για την προσωπικότητά τους και -όσο παράξενο και να μας φαίνεται- να αποδεχτούμε ότι το μόνο κοινό που έχουμε και θα έχουμε για πάντα, είναι ότι υπήρξαμε παιδιά.

Μοιραστείτε το Άρθρο