Aρκετά αργοπορημένοι και όταν πια όλο το discourse για το Poor Things έχει τελειώσει, ερχόμαστε και εμείς να προσθέσουμε κάτι στο διάλογο μήνες μετά την κυκλοφορία του αφού ήδη το αναδείξαμε στην ταινία της χρονιάς που έφυγε.
Το (οσονούπω οσκαρικό) και πολυβραβευμένο ήδη Poor Things, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Alasdair Gray και σε σενάριο του Tony McNamara (Τhe Great, Cruela) είναι η πιο προσβάσιμη, δυναμική και ταυτόχρονα βαθιά προσωπική ταινία του Γιώργου Λάνθιμου. Ο σκηνοθέτης του Αστακού, του Κυνόδοντα και της Ευνοούμενης, χωρίς να χάνει τα μοναδικά στοιχεία που έχει βρει για τον κινηματογράφο που θέλει να κάνει και που έχει δείξει μέσα από την πορεία του, επιτυγχάνει στο να μειώσει τη «δυστροπία», την επιτηδευμένα δυσνόητη, διφορούμενη και πολλές φορές τραυματική εμπειρία που αποτελούσε η επικοινωνία και η απεικόνιση των χαρακτήρων του στο χώρο κάνοντας έτσι το Poor Things μια εμπειρία που μπορεί κάποιος να απολαύσει χωρίς να είναι απαραίτητα γνώστης της κινηματογραφικής γλώσσας του Λάνθιμου. Ίσως μάλιστα και περισσότερο, αφού αφήνει αυτά τα στοιχεία, σε μικρότερες δόσεις, να τον χτυπήσουν σα σφυριά για πρώτη φορά.
Η ταινία, με μια επί της ουσίας sci-fi/ κοινωνική σάτιρα πλοκή, εστιάζει στην (ανά)δόμηση του γυναικείου εαυτού, σε μια όμως ειδική περίπτωση – εδώ κολλάει το επίπεδο του sci-fi- όταν η νοητική και σωματική διάσταση είναι εντελώς διαχωρισμένες. Δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μια γυναίκα που μεγαλώνει μέσα σε μια κοινωνία και όλες οι συμβάσεις, τα πρέπει, οι επιθυμίες και οι προσταγές της, αόρατες και ορατές, σμιλεύουν σταδιακά τον χαρακτήρα της, δηλητηριάζουν την οπτική της και την εμποδίζουν να βιώσει ελεύθερα τη σωματικότητα της. Η Bella εκτινάσσεται βίαια από το χειρουργικό νυστέρι στην κοινωνία και καλείται να ανταποκριθεί στις επιταγές της χωρίς όμως να μπορεί να κατανοεί τι ακριβώς αυτές σημαίνουν. Βλέπει δηλαδή το σημαίνον και αγνοεί το σημαινόμενο. Ή, μάλλον ορθότερα, η Bella, αυτή η Φράνκεσταιν-ικη χίμαιρα που συνδυάζει μυαλό παιδιού και σώμα ενήλικης γυναίκας γίνεται το κυνικό νυστέρι που ξεχωρίζει επίσης βίαια τα πράγματα από τη σημασία που έχουν για τους υπόλοιπους, εντεταμένους ήδη στο κοινωνικό πλαίσιο. Φέρνει μια νέα οπτική και αυτό είναι που την κάνει, κατά βάση, τόσο ακαταμάχητη ως ηρωίδα.
Ο κυνισμός και η θέαση των κοινωνικών δεσμών ως έχουν και όχι ως θεωρούνται είναι ένα από τα κομβικά θέματα της ταινίας. H ίδια η Bella άλλωστε, καθόλου διακριτικά, δέχεται αυτή τη θέση επαναλαμβάνοντας τη γνωστή απάντηση του Διογένη. Μέσω της Bella και της ειλικρινούς απορίας της για τα όσα βλέπει γύρω της, καλούμαστε και εμείς να αναρωτηθούμε για τη χρήση θεσμών, εργαλείων αλλά και, το πιο βασικό, δομικών προκαταλήψεων που εμπεριέχονται στα δύο προηγούμενα, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε το ένα να μην μπορεί να εννοηθεί χωρίς το άλλο. Ο μισογυνισμός λόγου χάρη και ο αποκλεισμός της γυναίκας από το ίδιο της το σώμα, είναι ένα δομικό στοιχείο στην οικογένεια. Η σεξουαλική καταπίεση μέσα στην «καθωσπρέπει» κοινωνία είναι μια sine qua non πτυχή της.
Παράλληλα όμως, το ταξίδι της Bella για την αυτοπραγμάτωση και την ολοκλήρωση δε στέκεται μόνο απένταντι σε πράγματα. Είναι, πολύ περισσότερο, μια ανακάλυψη του πώς δομείται η εαυτή της, η προσωπικότητά της, τα δικά της θέλω και τα δικά της πρέπει. Έτσι, τη βλέπουμε αρχικά στο σπίτι του θεού-πατέρα, ενός άνδρα κατακρεουργημένου, σωματικά και συναισθηματικά από τις ίδιες της έννοιες της οικογένειάς και της επιστήμης. Η Bella δραπευτεύει από εκεί, περνά μια δική της περιπέτεια στον κόσμο, μαθαίνει τη δυστυχία του με άμεσο και βάναυσο τρόπο και, αφού αποτυγχάνει να τον αλλάξει άμεσα, καταλήγει να (αυτό)οργανώνεται και αφού αναμετρηθεί με το παρελθόν και τα πρέπει που άλλοι της επιβάλλουν, ώριμη πλέον, επιστρέφει στο πατρικό σπίτι που πλέον της ανήκει για να βοηθήσει τον κόσμο με τον μόνο τρόπο που ξέρει και τον εφάρμοζε σε όλη την ταινία: με το νυστέρι.
Το ταξίδι αυτό επιτυγχάνεται με δύο, αρκετά ετεροβαρείς τρόπους. Ο πρώτος είναι η ίδια η απεικόνιση του κόσμου, η οποία είναι ευθέως συνδεδεμένη με τη ματιά της Bella και τη φαντασία της και να σημειωθεί ότι εδώ χρωστάμε όλοι ένα μεγάλο ευχαριστώ στον τρομερό και επίσης υποψήφιο για Όσκαρ Γιώργο Μαυροψαρίδη. Η γενικευμένη (κατά)χρηση του ευρυγώνιου φακού είναι σαν ο ίδιος ο σκηνοθέτης να μας ανοίγει μια πόρτα σε αυτή τη συλλογιστική. Το γκρι, άχρωμο πατρικό σπίτι το ακολουθεί μια σχεδόν ιμπρεσιονιστική, steam punk χρωματική extravaganza στην πρώτη στάση του ταξιδιού της. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παρούσα ταινία είναι η πρώτη φορά που ο Λάνθιμος χρησιμοποιεί CGI.
Αργότερα, το ταξίδι στο πλοίο η παλέτα σκουραίνει, αλλά δε μαυρίζει. Το βαθύ μπλε της θάλασσας και το πηκτό σιέλ του ουρανού δηλώνουν σε έναν βαθμό την ηθελημένη μελαγχολία της εφηβείας, τότε που ο κόσμος ξαφνικά μικραίνει (σα να είσαι κλεισμένος σε ένα πλοίο).
Αργότερα, η νεαρή ενήλικη ζωή στο Παρίσι δίνεται με έναν τρόπο που θυμίζει τη γκρίζα παλέτα του πατρικού σπιτιού, με το χιόνι να καλύπτει μόνιμα τη γαλλική πρωτεύουσα. Ένα κρύο που δε λυγίζει, αλλά σα να φουντώνει την ορμή της πρωταγωνίστριας για πειραματισμούς, ιδεολογικούς και σωματικούς. Όταν επιστρέφει ξανά στην πατρίδα, το χρώμα παραμένει, έχει χάσει όμως τις υπερβολές του. Διατηρεί τη σπιρτάδα του πάντα, αλλά χωρίς το οριακά σουρεάλ κυματισμό του. Πιο στρωτό, πιο προσβάσιμο, πιο ενήλικο. Πάντα όμως της Bella.
Η ίδια η ταινία φυσικά δε θα καταφέρνε τα περισσότερα από αυτά που κάνει χωρίς την παρουσία της Emma Stone (Μaniac, The Irrational Man), η οποία είναι και ο έτερος πυλώνας της ταινίας. Στον πιο δύσκολο ίσως ρόλο της καριέρας της, απεκδυόμενη τα συνηθισμένα ερμηνευτικά της εργαλεία, η Emma των millennials χρησιμοποιεί το ίδιο της το σώμα για να εκφράσει όλες τις πλευρές της Bella και τη δυναμική εξερεύνηση και (ανά)δόμηση της εαυτή της. Από τα γεννητικά της όργανα για την πρώιμη σεξουαλική ανακάλυψη και παιδική-εφηβική σεξουαλικότητα σε αυτή της ωριμότητας έως τις αφύσικές, σχεδόν μαριονετίστικές αλλά γεμάτες ενθουσιασμό χορευτικές της φιγούρες και, τέλος, την ίδια της τη φιγούρα σε διάφορες πόζες σεξεργασίας αλλά και ερωτικής ωριμότητας, για να καταλήξει σε ένα πηγαίο, εντελώς δικό της χαμόγελο. Τα βραβεία που παίρνει η ηθοποιός για αυτή την ταινία δεν είναι χωρίς βάση.
Εδώ βέβαια αξίζει να σημειωθεί πως η ταινία, βαθιά φεμινιστική έστω και σε έναν πρωτόλειο βαθμό, έχει μια έντονη τάση να σεξουαλικοποιεί ίσως παραπάνω από όσο χρειάζεται το σώμα της Emma Stone, χωρίς να δικαιολογείται πάντα από την ροή της ιστορίας. Το ανδρικό βλέμμα της κάμερας δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από όμορφα τσιτάτα («we are our own means of production»). Και παρά τις καλές προθέσεις του, το Poor Things παραμένει τελικά μια ταινία που εγγράφει μέσα από μια ανδρική ματιά και έναν ανδρικό κώδικα μια γυναικεία ιστορία.
Επιστρέφοντας στο επίπεδο των ερμηνειών, πέρα από τον πάντα εξαιρετικό Willem Dafoe (Spider-Man, The Lighthouse) μια έτερη εκπληκτική παρουσία ήταν ο Mark Ruffalo (Αvengers: Ιnfinity War, The Adam Project) σε έναν (κανονικό) ρόλο που απέχει πολύ από τις υπερηρωικές του εμφανίσεις. Ο Ruffalo λοιπόν, ως Duncan Wedderburn αποτελεί την ηθελημένη κακή επιλογή της Bella. Αυθάδης, νάρκισσος, υποκριτικής, βαθιά χειριστικός, παραβιαστικός και οριακά παιδόφιλος, ο Wedderburn αποτελεί μια συρραφή τύπων περισσότερο παρά κανονικό χαρακτήρα, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα κάτι κακό (για την πλοκή, όχι για τον πολύ υπαρκτό τύπο ανθρώπου που υποδύεται). Αντίθετα, φέρνει στο μυαλό τον τύπο άνδρα που η πρώτη (και μόνη) του σκέψη όταν αντικρίζει μια γυναίκα είναι το πώς αυτή θα τον λατρέψει ως θεό. Μια groomer φιγούρα, που για να καλύψει τις δικές της ανασφάλειες, θηρεύει νέες προσωπικότητες που ακόμα δεν έχουν αναπτυχθεί πλήρως ώστε να μπορέσουν να αντιληφθούν πως ο θησαυρός που τους παρουσιάζει δεν είναι τίποτα παρά πάνω από άνθρακες, δηλητηριώδεις μάλιστα. Η κυνική αντιμετώπισή του από τη Bella και η τελική του καταρράκωση είναι σίγουρα μεγάλο κομμάτι της ταινίας.
Το Poor Things, πέρα από τον ελληνικό σχολιασμό, καφενειακό στις περισσότερες περιπτώσεις, κάνει ήδη τη δική του πορεία και θα συνεχίσει και πέρα από τα Όσκαρ ως μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς αλλά και του τελευταίου διαστήματος γενικά. Τουλάχιστον μέχρι την επόμενη συνεργασία Emma Stone και Γιώργου Λάνθιμου η οποία… έρχεται στα τέλη του χρόνου!