Η Νοφάρ είναι ένα 17χρονο κορίτσι που ζει στο σύγχρονο Ισραήλ και δουλεύει σε ένα παγωτατζίδικο το καλοκαίρι πριν την τελευταία της τάξη στο σχολείο. Η Νοφάρ ήταν πάντοτε άχρωμη, άγευστη, κανείς δεν την πρόσεχε, κανένα βλέμμα δεν γυρνούσε να την κοιτάξει στον δρόμο, όπως συμβαίνει στη μικρότερη αδερφή της, τη Μάγια, και σαν να μην έφταναν όλα αυτά η μοναδική φίλη της, η Σιρ, την παράτησε. Το καλοκαίρι που η Νοφάρ ήλπιζε πως θα της χάριζε επιτέλους αξιομνημόνευτες εμπειρίες φτάνει στο τέλος του και τίποτα σημαντικό δεν έχει συμβεί, μέχρι τη μέρα που ένας ξεπεσμένος τραγουδιστής και πάλαι ποτέ νικητής talent show, ο Αβισάι Μίλνερ, θα μπει στο μαγαζί και θα προσβάλει χυδαία τη Νοφάρ. Τότε, από μια μικρή παρανόηση, η Νοφάρ θα ξεκινήσει να υφαίνει ένα ψέμα, στον περίτεχνο ιστό του οποίου θα εμπλακεί. Μοναδικός συνοδοιπόρος της θα είναι ο Λαβί, το εξίσου μοναχικό αγόρι του τέταρτου ορόφου, που θα την εκβιάσει πως θα αποκαλύψει το ψέμα της, με αποκλειστικό σκοπό όμως να κερδίσει την προσοχή της.
Η Ισραηλινή Ayelet Gundar – Goshen θεωρείται μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες λογοτεχνικές φωνές της χώρας της, ήδη μεταφρασμένη σε περισσότερες από δέκα γλώσσες. Το έργο της ανέλαβαν να συστήσουν για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό οι εκδόσεις Καστανιώτη, με το τρίτο μυθιστόρημά της, Η Ψεύτρα και η Πόλη, σε μετάφραση από τα εβραϊκά της Λουίζας Μιζάν. Η Ψεύτρα και η Πόλη είναι ένα ρεαλιστικό, αυθεντικό ψυχογράφημα ενός έφηβου κοριτσιού, μια ακριβής και εναργής λογοτεχνική αποτύπωση της έφηβης ψυχής και της αδιάκοπης ανάγκης της για προσοχή, και ταυτόχρονα ένας στοχασμός πάνω στη φύση του ψέματος, πανταχού παρόντος στην καρδιά κάθε κοινωνικής συνθήκης.
Οι δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου, η Νοφάρ και ο Λαβί, είναι δύο έφηβοι που υποφέρουν κάτω από το βάρος των ονομάτων τους: εκείνη νούφαρο, εκείνος λιοντάρι, βασανίζονται και οι δύο από την κοινωνική επιταγή επιτέλεσης του φύλου τους, της ομορφιάς, της χάρης και της θηλυκότητας για τα κορίτσια, του θάρρους και της αρρενωπότητας για τα αγόρια, ιδίως σε μια χώρα βαθιά μιλιταριστική όπως το Ισραήλ, που αναμένει από τα αρσενικά της την κατάταξή τους στον στρατό και την αφοσίωσή τους στην πατρίδα. Η Νοφάρ και ο Λαβί δεν χωρούν μέσα στα καλούπια του φύλου και της ηλικίας τους, αισθάνονται ασήμαντοι, περιθωριοποιημένοι και παρίες εντός της μικρογραφίας της κοινωνίας που αποτελεί το σχολείο τους, γι’ αυτό και θα καταφύγουν στο ψέμα ως ύστατη δίοδο προς την ορατότητα. Εγκλωβισμένοι μέσα στον λαβύρινθο της παραπλάνησης, θα συναντήσουν ο ένας τον άλλον και ταυτόχρονα θα συστηθούν στη μαγεία του πρώτου έρωτα και της σεξουαλικής αφύπνισης.
Με αφηγηματικό άξονα το ψέμα της Νοφάρ, η Gundar – Goshen σχολιάζει με αδιόρατη ειρωνεία και καυστικό χιούμορ την κουλτούρα του όχλου, που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει έναν ήρωα να δοξάζει και έναν εχθρό να μισεί, ακολουθούμενη από τη βιομηχανία των ΜΜΕ, έτοιμη να εξυψώσει ηθικά το επόμενο θύμα και να κατασπαράξει τον επόμενο θύτη, κάτω από τα αδηφάγα φώτα της δημοσιότητας. Στην εποχή του κινήματος MeToo και των ολοένα αυξανόμενων καταγγελιών σεξουαλικών επιθέσεων και παρενοχλήσεων, η συγγραφέας στηλιτεύει την εργαλειοποίηση του φεμινιστικού κινήματος από τα media, την πολιτική, ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα.
Η Νοφάρ κουβαλά την κληρονομιά ψέματος του παππού της, ενός ψευδεπίγραφου ήρωα πολέμου που εν τέλει δείλιασε μπροστά στον εχθρό, και μαζί της το κληροδότημα ψεύδους ενός ολόκληρου λαού, που επαφίεται στον μιλιταρισμό και τις πατριωτικές ιδεολογίες για να δικαιολογήσει τις κτηνωδίες του στρατού και των πολιτικών του – η Gundar – Goshen σχολιάζει το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας της, όμως μόνο διακριτικά, ανεπαίσθητα, εξ απαλών ονύχων. Όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου, καθένας με τον δικό του τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο, καταφεύγουν σε κατά συνθήκη ψέματα ή στην επιχρύσωση της αλήθειας, στην υιοθέτηση πλαστών προσωπείων και ταυτοτήτων, σε μια κοινωνία που έχει οικοδομηθεί πάνω στην επινόηση του εαυτού.
Με μια αφήγηση που ρέει γάργαρα, σαν παραμύθι, και πρόζα ζωντανή και απολαυστική, η Gundar – Goshen τυλίγει την ιστορία της με ροζ, παστέλ περιτύλιγμα, της δίνει την οσμή της καραμέλας και τη γλυκερή γεύση του παγωτού, μόνο για να κρύψει στον πυρήνα της θεματικές ζοφερές και ακανθώδεις: η εφηβική κατάθλιψη και οι αυτοκτονικές τάσεις, ο εκβιασμός, η εκμετάλλευση και η δυναμική μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, το ψέμα που κυριαρχεί σε κάθε κομμάτι του κοινωνικού ιστού, οι συνέπειες που μία μόνο ψευδής καταγγελία μπορεί να επιφέρει σε όλες τις αληθείς, η ενίσχυση της κουλτούρας του βιασμού και του victim blaming.
Όμως, η συγγραφέας δεν εξελίσσει την πλοκή και τις ιδέες της επαρκώς, υποπλοκές όπως αυτή της ηλικιωμένης γυναίκας που υποκλέπτει την ταυτότητα της επιζήσασας του Ολοκαυτώματος, νεκρής πλέον φίλης της είναι αχρείαστες και μη συνεκτικές, το μυθιστόρημα δεν σκάβει βαθύτερα στη θεματική του και δεν υπερβαίνει τα στενά όρια του είδους του εφηβικού ψυχογραφήματος. Εν τέλει, Η Ψεύτρα και η Πόλη, παρότι ευκολοδιάβαστη και απολαυστική στην ανάγνωσή της, καταλήγει κάπως παλιομοδίτικη, με ένα επιμύθιο προς τη λάθος κατεύθυνση σε μια εποχή όπου τα θύματα ούτως ή άλλως γίνονται δυσχερώς πιστευτά, ένα βιβλίο με λογοτεχνικές αρετές αλλά μη ταιριαστό με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητά του.