Queer – Των Αγίων Ασωμάτων

Σάντρα Δημητρέλου Από Σάντρα Δημητρέλου 9 Λεπτά Ανάγνωσης

Ο John Waters την κατέταξε δεύτερη στην λίστα με τις αγαπημένες του ταινίες για το 2024 και αυτό θα ήταν αρκετό για να αγαπήσετε κι εσείς το Queer.

Πριν τις κάμερες

Βασισμένο, προφανώς, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του William S. Burroughs, το Queer μεταφέρεται στον κινηματογράφο από το αριστοτεχνικό δίδυμο σκηνοθέτη και σεναριογράφου των Luca Guadagnino (Challengers, Call Me by Your Name) και Justin Kuritzkes (Challengers), γνωστοί και ως εξειδικευμένοι αφηγητές των καταδικασμένων ειδυλλίων.

Ήταν στα γυρίσματα του Challengers (2024), όπου ο Guadagnino έφερε στον Kuritzkes το βιβλίο να το διαβάσει, λέγοντάς του πως είναι το αγαπημένο του από τα 17 του χρόνια και είναι το όνειρό του να του δώσει κινηματογραφική πνοή. Έτσι, μετά από λίγο καιρό, και για δύο χρόνια, ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω στην διασκευή του.

Ήταν, επίσης, η στιγμή για τον Daniel Craig να πάρει το ρίσκο και να αποτινάξει επιτέλους την ταμπέλα του James Bond, υποδυόμενος τον William Lee, πρωταγωνιστή και alter ego του Burroughs. Ο Craig συμμετείχε, μάλιστα, και στις ακροάσεις για τον συμπρωταγωνιστή του, όπου είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε τριακόσια (!) άτομα μέχρι να εμφανιστεί, τελικά, ο Drew Starkey (Love, Simon, The Devil All The Time).

Tι συμβαίνει τελικά στο Queer;

Για την Αμερική του 1950, ο Lee θεωρείται εγκληματίας. Λόγω των καταχρήσεών του στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, διαφεύγει στην Πόλη του Μεξικό. Ζει φθηνά, κάνοντας αδιάκοπο bar hopping, σκορπίζοντας και δηλητηριάζοντας τον εαυτό του, περιπλανιέται, διψασμένος για την ανθρώπινη αυτή σύνδεση, που ελπίζει να τον θεραπεύσει, κάθε μέρα.

Κάθε μέρα, έως ότου, ένα βράδυ, η ματιά του σταματήσει στην φιγούρα του Eugene Allerton (Drew Starkey), ενός γοητευτικότατου, ευγενικού και μυστηριώδους, εκ πρώτης όψεως, νεαρού. Η σεκάνς αυτή, όπου τα βλέμματα των δύο διασταυρώνονται, συνοδεύεται από την υποδειγματική χρήση του Come As You Are των Nirvana.

Έκτοτε, ο Lee, προσπαθεί, μάταια, να κρύψει την απελπισία και την αγωνία του να φέρει κοντά του τον Gene. Τα καταφέρνει, αλλά πάντα για λίγο. Η εναλλαγή του εξευτελισμού και του κορεσμού, αλλά και η παθιασμένη εμμονή του για τον Gene, κάνουν τον δεύτερο απόλυτα κυρίαρχο της σχέσης, θέση που προκύπτει από την ψυχρή και απόμακρη στάση, καθώς και την απόρριψη σχεδόν οποιασδήποτε οικειότητας αναπτύσσεται μεταξύ τους.;

Παρότι ο Gene, μη κατασταλαγμένος ακόμα για την σεξουαλική του ταυτότητα, φαίνεται να έλκεται από τον Lee, η απόγνωση που αποπνέει και η ταπεινωτική, στα μάτια του, επιδίωξη του για επιθυμία, τον κάνουν να κρατάει τα συναισθήματά του εμφιαλωμένα.

Ο Guadagnino μεταφέρει την εικόνα του William με τέτοιο τρόπο ώστε να λειτουργεί περισσότερο σαν προβολή της ζωής του ίδιου του συγγραφέα, αν και ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του έργου πάντα υπονοείται. Ο Lee μοιάζει σαν γεννημένος μέσα στην θλίψη, η μοναξιά του αυξάνεται εκθετικά, αλλά, παρόλα αυτά, διατηρεί την άσβεστη δίψα για ζωή μέσα στον χαμένο χρόνο, με τον ίδιο τρόπο που είναι εθισμένος στις ουσίες. Δεν μπορεί να κρύψει την ευαλωτότητά του, όσο κι αν αυτή πολλές φορές γίνεται η αιτία ο Gene να τον κοιτάει επικριτικά, φοβούμενος πως μέσα σε μια τόσο βαθιά λύπη, οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα θα απορροφηθεί.

Οι αντιστάσεις του φαίνεται να κάμπτονται μόνον όταν, ο Lee, σε μία ακόμα προσπάθεια προσέγγισης, του προτείνει να επισκεφθούν ένα μέρος της Λατινικής Αμερικής, προκειμένου να δοκιμάσουν το yage -ή ayahuasca, ένα φυτό με ψυχότροπες ιδιότητες. Στο μυαλό του Lee, αυτή η απόδραση θα καθορίσει την εξέλιξη της σχέσης τους.

Τhe triping trip

Η εκκεντρική βοτανολόγος, Dr Cotter (Lesley Manville) (στο σύμπαν του Burroughs ο ρόλος αυτός είναι ανδρικός), συστήνει τον William και τον  Gene στον κόσμο του yage. Υπό την επήρεια του, βιώνουν μια υπερκόσμια μέθη. Οι σκηνές που εκτυλίσσονται μπροστά μας είναι πέρα για πέρα σπλαχνικές και ταυτόχρονα βγαλμένες από τον χειρότερο εφιάλτη.

Οι δύο τους επιδίδονται σε μία αλλόκοτη χορογραφία, η κάθε τους κίνηση μοιάζει με μονοκύτταρου οργανισμού, βήμα με το βήμα γίνονται ένα. Αυτό που για τα περισσότερα όντα είναι, φυσικά, φρικιαστικό, το να διαλυθούν, να εξαϋλωθούν το ένα μέσα στο άλλο, για αυτούς είναι απόλυτα απελευθερωτικό. Η πύλη είναι ανοιχτή ώστε να αποδεχτούν επιτέλους τον πόθο και την αγάπη που ρέει μέσα τους, τρυπώνει κάτω από το δέρμα τους και τους σκίζει τα σωθικά.

Για την σκηνή αυτή, ο Daniel Craig και ο Drew Starkey χρειάστηκε για δύο μήνες να κάνουν κάθε μέρα πρόβα με τους κορυφαίους χορογράφους Sol Leon και Paul Lightfoot, ώστε, καθ’ υπόδειξη του σκηνοθέτη, να αναπτυχθεί οικειότητα με την μυρωδιά και περισσότερη εγγύτητα.

Μετά την επίσκεψη του, πριν τρία χρόνια περίπου, στην έκθεση “Francis Bacon: Man and Beast” στο Λονδίνο, ο Guadagnino εμπνεύστηκε από τους πίνακες του Bacon, που απεικονίζουν κυρίως ανδρικά κορμιά, αγκαλιασμένα, σε πλήρη ένωση, μέσα από μία θεωρία συσχέτισης της ανθρώπινης φύσης και πώς αυτή παραμορφώνεται από το ζωώδες ένστικτο. Δεν έλειψε, βέβαια, και ο παραλληλισμός του δημιουργού με τον William, καθότι και οι δύο υπήρξαν ανοιχτά ομοφυλόφιλοι άνδρες σε μία διαρκή αναζήτηση διαφυγής και διωγμού, και λόγω αυτού.

Αν κάτι έχει χαραχτεί για πάντα στο μυαλό μου, αυτό είναι η ισοπεδωτική σκηνή, στην οποία ο Lee και ο Gene μέσα στον παροξυσμό του yage, απελευθερώνουν κυριολεκτικά τις καρδιές τους. Πριν κάποιους μήνες, στην σειρά των βίντεο “Directors on Directors” του Variety, ο Luca Guadagnino, σε συζήτηση με τον Dennis Villeneuve, εκμυστηρεύτηκε την εξής ιστορία και μία εικόνα που τον στοιχειώνει μέχρι και σήμερα.

Όταν ήταν 10 χρονών, ο πατέρας του είχε μία θεία που έμενε σε ένα χωριό, πολύ μακριά από το σπίτι τους στο Παλέρμο. Η γυναικά αυτή ήταν αρκετά μεγάλη σε ηλικία και γι αυτό πήγαιναν  να την πάρουν και την έφερναν σπίτι μαζί τους πολλές φορές. Μία φορά από αυτές, που στο σπίτι υπήρχαν ετοιμασίες, ο Guadagnino άκουσε το αμάξι να καταφθάνει και έτρεξε να υποδεχτεί την θεία, η οποία, προς έκπληξή του, είχε ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και φούσκωνε ένα τεράστιο, κόκκινο μπαλόνι. Το μπαλόνι μεγάλωνε και γινόταν ολοένα και πιο κόκκινο, μέχρι που έσκασε και έπεσε κάτω. Αργότερα, ο ίδιος, κατάλαβε πως είχε γίνει μάρτυρας ενός αιμορραγικού επεισοδίου.

Η εικόνα και η μουσική του έρωτα

Ο Guadagnino παραμένει συνεπής στις συνεργασίες του. Με τον Sayombhu Mukdeeprom να αναλαμβάνει για τέταρτη φορά την κινηματογράφηση, η απεικόνιση του Μεξικού απαλλάσσεται επιτέλους από τα σέπια και παίρνει μία μορφή καρτ-ποστάλ της εποχής.

Η συνεργασία, όμως, που παραμένει iconic είναι αυτή που αφορά την μουσική. Αυτή την φορά, την τρίτη φορά, οι Trent Reznor και Atticus Ross, ντύνουν την αφήγηση με απόκοσμους θορύβους, στίχους από τα τελευταία λόγια στο ημερολόγιο του William S. Burroughs, γράφουν ακόμα και τραγούδι στα ισπανικά. Το “Te Maldigo” του Omar Apollo είναι, όντως, το τραγούδι που γράφτηκε αποκλειστικά για το Queer, παρόλα αυτά, υπήρχε μόνο στο αρχικό φιλμ των 200 λεπτών και μετά αφαιρέθηκε. Η μουσική επένδυση συνεχίζει να είναι υποδειγματική, αφού μαζί με τους Nirvana, ακούγονται καλλιτέχνες, όπως οι New Order και η Sinead O’ Connor στους τίτλους.

Όλα αυτά, συνθέτουν την απόλυτη ιστορία ανολοκλήρωτου έρωτα. Εκεί, που οι ελάχιστες στιγμές ευφορίας μέσα στην μη αναστρέψιμη οδύνη, είναι ευτυχία. Μέσα στο κεφάλι του Lee, όπου ο πόνος και ο πόθος γίνονται ζητήματα ζωής και θανάτου.

Επιλογικά

Η μαεστρία του Guadagnino να οδηγεί έρωτες που φλέγονται στην καταστροφή, εδώ, ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαία. Η διασκευή του Queer και η άτυπη ολοκλήρωση του μυθιστορήματος εκτελέστηκαν, θα λέγαμε, με συγκινητικό ήθος και αντισυμβατική ματιά, γεγονός που στέφει το εγχείρημα για μεταφορά του αγαπημένου του βιβλίου στο σινεμά με ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.

Μοιραστείτε το Άρθρο