Η σειρά του Riddley Scott (Αliens, Bladerunner) στο HBO Max ήταν έκπληξη ως προς τη δημιουργία της, όχι όμως προς το περιεχόμενο της. Ο δημιουργός της, όσον αφορά τo μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του, στην επιστημονική φαντασία αλλά και αλλού, έχει δείξει χρόνια τώρα ότι παραμένει εγκλωβισμένος σε μια μαξιμαλιστική, θρησκευτική, αλλά μόνο επιφανειακά, σημειολογία.
Τελικά όμως αυτές οι εμμονές τον καταδιώκουν και έτσι το παρόν τηλεοπτικό έργο του μοιάζει πολύ περισσότερο με το απογοητευτικό Prometheus. Και ναι, όπως το Prometheus συνδύαζε μια εντυπωσιακή παραγωγή, αισθητική και εικονογραφία, αλλά τελικά κοινότυπους και κενούς χαρακτήρες, κυνηγημένους από χίμαιρες, έτσι και το Raised By Wolves στήνει ένα μαγνητικό world building που τελικά ακολουθεί τις ίδιες χίμαιρες μέχρι τον γκρεμό.
Tαυτόχρονα, οι παραγωγοί, και ειδικά ο επικεφαλής σεναριογράφος της σειράς ο Aaron Guzikowski (Prisoners, Papillon), διατηρώντας της γενικότερη οπτική αίσθηση της σειράς, ακόμα και την ελαφρώς 80’ς αισθητική, προσπαθούν να τη μπολιάσουν με όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία παραδοσιακού sci fi γίνεται. Οι χαρακτήρες βρίσκονται να παλεύουν, την ίδια στιγμή, για την ηθική, βιολογική, πνευματική, συναισθηματική και θρησκευτική τους επιβίωση, χωρίς όμως ποτέ να έχουν τον χρόνο να συλλογιστούν πραγματικά τι σημαίνουν για αυτούς όλα αυτά.
Οφείλουμε βέβαια να ομολογήσουμε πως στον Guzikowski οφείλονται μερικές από τις καλύτερες στιγμές της σειράς, όταν τα κομμάτια του παζλ άρχισαν να βγάζουν ή να χάνουν νόημα, συνυφασμένα με την ηθελημένη ασάφεια του στόχου/ σκοπού της σειράς. Μέχρι τελικά να είναι αρκετά αργά.
Η σειρά, οπτικά και σεναριακά, παίρνει τον εαυτό της πολύ περισσότερο στα σοβαρά από όσο πρέπει. Τα θέματα της επιδιώκει να είναι τεράστια, world ending και beginning ταυτόχρονα. Τίποτα δε μένει εκτός, όσο επιδερμικά και αν καλύπτεται: οικογένεια, θρησκεία, πόλεμος, έρωτας, για όλα έχει κάτι να πει το Raised By The Wolves, τίποτα όμως που να μην το έχουμε ξανακούσει παλαιότερα (και καλύτερα), από σειρές που δεν μπουκώθηκαν με περισσότερα από όσα μπορούσαν να μασήσουν. Και ενώ η αρχική αμφισημία υποχωρεί μετά από ένα σημείο, αυτό στο οποίο δίνει τη θέση της σίγουρα δεν αξίζει την αναμονή. Μια επανάληψη μιας παλαιοχριστινιανικής σημειολογίας, η οποία μάλιστα χρησιμοποιείται άγαρμπα, μαξιμαλιστικά και τρομακτικά κουραστικά.
Αυτό είναι κρίμα, γιατί, απελευθερωμένη από κουραστικά σύμβολα και μυστήρια, η παραγωγή θα μπορούσε να λάμψει. Είναι αναμφισβήτητο ότι το world building που καταφέρνει μέσα σε λίγα επεισόδια είναι αξιοζήλευτο. Επιπρόσθετα, πολλοί χαρακτήρες είναι πολύ καλογραμμένοι και καταφέρνουν να συγκρατούν το ενδιαφέρον του θεατή, όσο η πλοκή μπουρδουκλώνεται σε αλληγορικά, Lost-like μυστήρια.
Μιλώντας για αυτούς τους χαρακτήρες, είναι ειρωνικό πως οι δύο από αυτούς είναι ρομπότ. Ο Father του Abubakar Salim (Jamestown, Informer ) και η Mother της Amanda Collin (A Horrible Woman, Department Q: A Conspiracy of Faith), καταφέρνουν να έχουν την καλύτερη, πιο ανθρώπινη εξέλιξη από όλους τους ήρωες. Και επειδή αυτή η εξέλιξη είναι ως επί το πλείστόν η ανθρωποποίηση τους, αμφότεροι έχουν την ευκαιρία (και την ερμηνευτική ικανότητα) να δείξουν πως μεγαλώνουν, προσδίδοντας μια αξιοθαύμαστη συναισθηματικότητα και πλαστικότητα στους μεταλλικούς τους ρόλους.
Σε πλήρης αντίθεση με αυτή την προσαρμοστικότητα είναι ο Travis Fimmel (Vikings, Warcraft), o oποίος επαφίεται στη γνωστή μανιέρα του να κοιτά με πλάνο βλέμμα το πλάνο και να μονολογεί αγγελοκρουσμένος. Σε κάθε περίπτωση έχει αποδείξει πως εκεί λάμπει, επομένως δεν προβληματίζεται για τα περαιτέρω.
Στον αντίποδα βρίσκεται η πλειοψηφία των υπόλοιπων χαρακτήρων, οι οποίοι, νικημένοι από τον διδακτισμό και τον βαυκαλισμό του σεναρίου για κάποια αλληγορική διάθεση, συνήθως διαβαίνουν τη σκήνη ως απανθρωποιημένα σύμβολα, λιγότερο ζωντανοί άνθρωποι και περισσότερο αποσπάσματα από κάποια μελλοντολογική Βίβλο. Η κατάσταση αυτή είναι περισσότερο ισχυρή στους νεαρούς ηθοποιούς, που δεν έχουν και τη δυνατότητα να την αντικρούσουν, εις βάρος τόσο εαυτών, όσο και των θεατών.
Επιλογικά, το Raised by Wolves είχε την τύχη ότι βγήκε σε μια περίοδο τόσο νεκρή τηλεοπτικά, που πραγματικά θα ευχαριστιόμασταν με τα πάντα. Όμως πέρα από τους πιστούς του Scott, ποιος πραγματικά έχει χρόνο για άλλη μία μεγαλομανής μεταφορά της Παλαιάς Διαθήκης;