To Σάλεμς Λοτ είναι το δεύτερο βιβλίο που έγραψε ο Κινγκ, κυκλοφόρησε το 1975 και αποτελεί ένα από τα πιο υποτιμημένα βιβλία του μεγάλου συγγραφέα. Αδικημένο και από τις δύο κινηματογραφικές μεταφορές του (1979 & 2004), συχνά χάνεται ανάμεσα στο πρώτο και το τρίτο βιβλίο του Κινγκ (Κάρι και Λάμψη, αντίστοιχα), τα οποία, μεταξύ άλλων, ευνοήθηκαν στο μέγιστο βαθμό από τις δικές τους εξαιρετικές ταινίες. Η επανέκδοση του Σάλεμς Λοτ στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος μας δίνει την ευκαιρία την ευκαιρία να εκτιμήσουμε ξανά αυτό το βιβλίο και να του αποδώσουμε τον έπαινο που του αξίζει. Το κυρίως μέρος του βιβλίου συνοδεύεται από δύο διηγήματα που λειτουργούν ως πρίκουελ και σίκουελ της βασικής ιστορίας. Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να αποκτήσει την πλήρη εικόνα αυτής της ξεχωριστής πλευράς του σύμπαντος του Κινγκ.
Ο πυρήνας της ιστορίας είναι έντονα επηρεασμένος από το μύθο του Δράκουλα και από τις αντίστοιχες ταινίες που κυκλοφόρησαν στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 με πρωταγωνιστή τον Κρίστοφερ Λι. Ο Μπέν Μίαρς, συγγραφέας που ετοιμάζει το επόμενο βιβλίο του, επιστρέφει στην πόλη που μεγάλωσε, το Σάλεμς Λοτ, για να αντλήσει έμπνευση από τον παιδικό του φόβο για το παλιό σπίτι στο λόφο, όπου σε μικρή ηλικία είχε μία τραυματική εμπειρία που ποτέ δεν κατανόησε πλήρως. Όμως, το σπίτι έχει αγοραστεί από τον Ρίτσαρντ Στράκερ, έναν επιχειρηματία που ήρθε πρόσφατα στην πόλη για να ανοίξει μαγαζί με αντίκες μαζί με το συνέταιρο του, Κερτ Μπάρλοου, ο οποίος δεν εμφανίζεται ποτέ. Μία σειρά από περίεργα και αποτρόπαια γεγονότα θα οδηγήσουν τον Μίαρς σε μία πορεία έρευνας του τι συμβαίνει στην πόλη. Στο πλευρό του θα βρεθούν η νέα σύντροφος του, ένα νεαρό παιδί και ένας καθηγητής γυμνασίου. Μέχρι εδώ, τίποτα πρωτότυπο. Ο Κινγκ ακολουθεί το βασικό μοτίβο κάθε ιστορίας με βρικόλακες με έμφαση και στις λεπτομέρειες, όπως την ύπαρξη ενός ανθρώπου που, για ασαφείς λόγους, έχει αφιερώσει τη ζωή του στην αναβίωση και ενδυνάμωση του βαμπίρ. Οι ιστορίες με βρικόλακες ήταν ήδη κομμάτι των κλισέ της ποπ κουλτούρας από τη δεκαετία του ’70, πόσο μάλλον σήμερα. Ωστόσο, κάπου εδώ παρεμβαίνει το ταλέντο του Κινγκ…
Αφού έχει παρουσιάσει τους κεντρικούς χαρακτήρες και έχει θέσει σε κίνηση τον βασικό αφηγηματικό μηχανισμό, ο Κινγκ «παγώνει» τον ρυθμό της διήγησης. Οι στιγμές έντασης αραιώνουν και στο μεταξύ η εστίαση στρέφεται στην πόλη και τους κατοίκους της. Ο Κινγκ περιγράφει λεπτομερώς τη ζωή μίας επαρχιακής αμερικάνικης πόλης, τις σχέσεις των ανθρώπων, ελπίδες και φόβους που διαπλέκονται σε ζωές που εμφανίζονται ταυτόχρονα ευτυχισμένες αλλά και έντονα περιορισμένες, σα να ασφυκτιούν. Μία ιστορία με βαμπίρ μετατρέπεται σε δικαστήριο της αμερικανικής επαρχίας του ’70 και, πλάι στην αιώνια και μεταφυσική κακία του Μπάρλοου, εμφανίζεται η πολύ πιο γνώριμη ανθρώπινη μικρόνοια και μισαλλοδοξία που τσακίζει τα όρια των νεότερων και εξωθεί κάθε διαφορετικότητα στο περιθώριο. Το βιβλίο αφιερώνει σημαντικό χώρο στους δευτερεύοντες χαρακτήρες του, οι οποίοι δεν είναι «κακοί» με τη συμβατική έννοια αλλά απέχουν πάρα πολύ από τα κλισέ, άγνωστα και αθώα θύματα των ιστοριών με βαμπίρ. Ο Κινγκ δεν θέλει ούτε να τους λυπηθείς ούτε να τους μισήσεις, θέλει όμως να ξέρει ο αναγνώστης και η αναγνώστρια του ότι το κάθε θύμα έχει τη δική του ιστορία που αξίζει και αυτή να ειπωθεί.
Σταδιακά, η δράση κλιμακώνεται. Καθώς όλο και μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων μετατρέπονται σε βαμπίρ, ο πρωταγωνιστής στρέφεται στις παραδοσιακές μεθόδους καταπολέμησης τους, ψάχνοντας ταυτόχρονα τη βοήθεια της εκκλησίας. Η ομάδα από ερασιτέχνες κυνηγούς βαμπίρ θα βιώσει μία σειρά από προσωπικές απώλειες μέχρι την τελική σύγκρουση με τον Μπάρλοου ενώ θα βρεθεί αντιμέτωπη με σκληρά διλήμματα σχετικά με την ίδια την πόλη και τους δεσμούς τους με αυτήν. Η ολοκλήρωση του βιβλίου προκαλεί συγκίνηση και μας δίνει ένα από τα καλύτερα φινάλε του μεγάλου συγγραφέα χωρίς την αμηχανία που χαρακτηρίζει το τέλος σε πολλά μυθιστορήματα του.
Με το βιβλίο αυτό, ο Κινγκ κατοχύρωσε το δικό του, ιδιαίτερο στυλ γραφής που τον κατέστησε βασιλιά της λογοτεχνίας τρόμου και, ταυτόχρονα, τον άνθρωπο που αναζωογόνησε τα πιο φθαρμένα κλισέ. Το Σάλεμς Λοτ είναι το πρώτο παράδειγμα της τέχνης του να προσελκύει την προσοχή του αναγνώστη με τους πιο απρόσμενους τρόπους, να τον κάνει να νοιαστεί για τους πιο αδιάφορους χαρακτήρες. Για πολλές σελίδες η δράση αποσύρεται πλήρως από το προσκήνιο και ο αναγνώστης βρίσκεται καθηλωμένος, να γυρίζει τη μία σελίδα μετά την άλλη. Τα βαμπίρ είναι η αφορμή για να ξεδιπλωθεί η κοινωνική οπτική του Κινγκ, εντυπωσιακά διεισδυτική και ρεαλιστική, ικανή να μεταφέρει μία άλλη εποχή και να δώσει ιδέες για το πώς βλέπουμε τον σημερινό κόσμο. Αυτό το στυλ γραφής βρήκε το αποκορύφωμα του στο έργο του Κινγκ μία δεκαετία αργότερα, με την πρώτη έκδοση από Το Αυτό. Δεν παύει όμως να εντυπωσιάζει στο Σάλεμς Λοτ και να προσφέρει ένα είδος απόλαυσης που ίσως να μπορεί να βρεθεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία.