Στις 23 ταινίες της εδώ και 13 πλέον χρόνια, η Marvel δεν είχε τολμήσει ένα πράγμα: να βάλει κάποιον Ασιάτη στη θέση του πρωταγωνιστή. Υπήρχαν μακρινοί, περιφερειακοί ρόλοι, όμως ο φακός ήταν πάντα για (όλους) τους άλλους. Ακόμα και όταν έκανε μια σειρά εστιασμένη στις πολεμικές τέχνες της Ασίας, επέλεξε να φέρει στο προσκήνιο τον Iron Fist, ένα προιόν της εποχής του 70, όπου οι (λευκοί) εκδότες κόμικς προσπαθούσαν να κλέψουν τη δόξα από τις ταινίες πολεμικών τεχνών που ανθούσαν για να πουλήσουν κόμικς σε λευκά ως επί το πλείστο παιδιά.
Χρειάστηκε ένα Black Panther (και τα δισεκατομμύρια που αυτό έφερε) όπως επίσης και η προοπτική ενός καλού μπασίματος στην (αχανή) αγορά της Κίνας για να αλλάξει ο κολοσσός άποψη για αυτό τον περίεργο αποκλεισμό. Kκαι, μιας και κάθε εταιρική επιλογή δε βασίζεται σε κάποια λογική, παρά μόνο στον πανικό της αγοράς, η Marvel έκανε στροφή 180 μοιρών και από την πολιτική «καθόλου Ασιάτες» πήγε στο «μόνο Ασιάτες, παντού και στα πάντα».
Το αποτέλεσμα ήταν το Shang-Chi And the Legend of The Ten Rings του (Mαορί) Destin Daniel Cretton (Short Term 12, Just Mercy). Αποτελεί, παρά τα τεράστια και προφανή ελλείματα της, μια εκκωφαντική γιορτή της κινέζικης κινηματογραφικής αισθητικής και εικονοποιίας. Όλες οι υπερβολικά υπερβολικές ταινίες kung fu, με wuxia στοιχεία, με εμφανή αναφορά στον Tίγρης και Δράκος, μπήκαν στο μπλέντερ, γυαλίστηκαν (ίσως πλαστικοποιηθήκαν), κοινώς, Marvelοποιήθηκαν και μας έδωσαν αυτό το αποτέλεσμα. Kαι πραγματικά αυτή η ταινία δεν είχε κανέναν λόγο να είναι… τόσο, μα τόσο ευχάριστη.
Εξαρχής ο Simu Liu (Kim’s Convenience, The Expanse) αν και με παρουσιαστικό χαμηλών τόνων και ιδιαίτερα προσηνής, καταφέρνει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και σηκώνει στους ώμους του αρκετό από το βάρος της ταινίας. Την ίδια στιγμή, κινείται με αυξανόμενη άνεση και αυτοπεποίθηση στις δυναμικές χορογραφίας μάχης, και, στο τέλος, είναι ένας επικυρωμένος Marvel χαρακτήρας. Ταυτόχρονα η Awkwafina (The Farewell, Raya and the Last Dragon) είναι μια τρομερά διασκεδαστική προσθήκη και η down to earth περσόνα της δένει ιδιαίτερα την ταινία. Το ίδιο το χιούμορ της είναι χαρακτηριστικό της Marvel, όχι όμως τόσο ευθύ και (εκνευριστικά) πανταχού παρόν όπως συνήθως.
Ταυτόχρονα η ταινία μας δίνει ίσως και τον πιο προσγειωμένο, ανθρώπινο και προσεγγίσιμο κακό που έχουμε δει εδώ και πολύ καιρό στη Marvel, τον τρομερό Xu Wenwu του ανυπέρβλητου Tony Leung Chiu Wai. Ο σταθερός συνεργάτης του Kar-Wai Wong δίνει εδώ μια απλή (για τα δεδομένα του) ερμηνεία, γεμάτο όμως από ταλέντο και ανθρωπιά. Ένας σπασμένος άνθρωπος που κάνει ό,τι κάνει… από αγάπη.
Όμως, ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας είναι η δράση, η οποία προφανώς βρίθει υπερβολών, CGI και, από ένα σημείο και μετά… ενός μπερδεμένου ρυθμού. Όμως, ο Cretton καταφέρνει κάτι πολύ σπουδαιότερο από μια εντυπωσιακή ταινία. Επιτυγχάνει να επικοινωνήσει συναισθήματα μέσω της σωματικότητας των ηθοποιών του και των μαχών. Όχι μόνο του θυμού και του μίσους, αλλά και του έρωτα, της (οικογενειακής) αγάπης που πολλές φορές είναι σκληρή αλλά μας συνδέει με το παρελθόν και την κληρονομιά μας.
Ο Cretton, θέλοντας να αποφύγει στερεότυπα αλλά παράλληλα να διατηρήσει τα κοινοτικά στοιχεία, βάζει στον πυρήνα της ιστορίας του ένα οικογενειακό δράμα, μια ιστορία απώλειας. Η μεστή και γεμάτη συναίσθημα δράση είναι αυτή που γεφυρώνει αυτά τα δύο, τον πόνο της απώλειας με την παραδοχή της κληρονομιάς. Αυτή είναι και βασικότερη ιδέα του Shang-Chi, αυτός είναι ο τρόπος που ο πρωταγωνιστής ήρωας επιλέγει για να εκφράσει και να ξεπεράσει το δικό του τραύμα, μια απαραίτητη προυπόθεση για να γίνει σούπερ-ήρωας. Είναι βέβαια και μια πολύ συντηρητική στον πυρήνα της ιδέα, που αναιρεί πολλά από τα πιο προωθημένα βήματα που μπορεί να είχε κάνει (πάντα υπό πίεση) το MCU.
H αμφισημία των ιδεών της δεν είναι σίγουρα το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ταινία. Από τη μέση και μετά ουσιαστικά μεταμορφώνεται σε άλλη ταινία, η οποία χρήζει μιας ακόμα exposition σκηνής, ενώ και δομικά έχει τεράστια σφάλματα. Ο Cretton, ενθουσιασμένος και ο ίδιος από την εμπειρία του blockbuster μας δείχνει ότι έχει τρομερό μάτι, όμως όχι και τόσο καλό ρυθμό, κάνοντας απότομα μπρος πίσω ή μην μπορώντας να βρει ακριβώς το κατάλληλο σημείο για ένα flash back. Επιπλέον, το υπερβολικό CGI στην τελική πράξη γρήγορα γίνεται χαοτικό, καθιστώντας, τελικά, την ταινία, μια ατελής και, αν κάποιος θέλει να είναι αυστηρός, πρόχειρη δουλειά σεναριακά.
Ακόμα και έτσι όμως, το Shang-Chi αποτελεί, μία από τις πιο όμορφες και προσωπικές origin ιστορίες του MCU και μια τρομερά διασκεδαστική επίσκεψη στον κινηματογράφο για ένα blockbuster που ξέρει τι είναι και δε φοβάται να το δείξει.