Γράφει ο Γιάννης Παπαδόπουλος
Ο Κωνσταντίνος Σκλαβενίτης είναι από τις περιπτώσεις ανθρώπων που γνωρίζουν πολύ καλά γιατί κάνουν αυτό που κάνουν. Γεννήθηκε στην Λευκάδα, μεγάλωσε στα Γιάννενα και την Αθήνα. Κάνει κόμικς και από το 2009 σκιτσογραφεί σε καθημερινή βάση σε έντυπα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, αρχικά στο “ΒΗΜΑ” και από το 2010 στα “ΝΕΑ”.
Ξαφνιάστηκα ευχάριστα όταν διάβασα πρώτη φορά κόμικς του Κωνσταντίνου. Κόμικς καλοσχεδιασμένα, ποιητικά και ειλικρινή σε ταξιδεύουν και σου προσφέρουν μια τρυφερότητα που δύσκολα βρίσκεις στις μέρες μας στην τέχνη αυτή.
Γνωριστήκαμε το φθινόπωρο σε ένα signing του Κωνσταντίνου στο κομιξάδικο “ComicStrip” στη Σόλωνος. Τον συμπάθησα, -ελπίζω και αυτός το ίδιο- και δύο μήνες μετά μου έδωσε μια συνέντευξη μιλωντας για πολλά.
Ο Κωνσταντίνος Σκλαβενίτης λοιπόν, κάνει κόμικς επειδή δεν μπορεί να πετάξει. Αλλά ας μας τα πει καλύτερα ο ίδιος.
Γ. Παπαδόπουλος– Από πότε θυμάσαι τον εαυτό σου να κάνεις κόμικς; Πότε ήταν το πρώτο κόμικς που σχεδίασες;
Κ. Σκλαβενίτης– Πρώτο κόμικς θα ‘ταν στο σχολείο, κάποια παρωδία ή μαθητική ιστορία για να κάνουμε πλάκα με τους συμμαθητές μου. Διάβαζα πολλά κόμικς και από ένα σημείο και μετά ήθελα να φτιάξω τα δικά μου.
Γ.- Δηλαδή οι ιστορίες που έφτιαχνες στο σχολείο, είχαν ας πούμε πέραση και από τους συμμαθητές σου και σκέφτηκες πως αφού αρέσει μπορείς να το κάνεις και για βιοπορισμό ή ξεκίνησε αργότερα η σκέψη αυτή;
Κ.- Σα σκέψη το είχα από παιδάκι αυτό. Ήθελα πάντα να ασχοληθώ με το σχέδιο. Τώρα αν θα έκανα κόμικς, αν θα ήμουν σε εφημερίδα ή κάτι παρόμοιο, δεν το είχα αποφασίσει γιατί δεν ήξερα και τι μπορώ να κάνω από όλα αυτά. Αλλά ήθελα πάντα να κάνω κάτι που θα έχει σχέση με το σχέδιο. Εν τω μεταξύ, ό,τι ερχόταν στην Λευκάδα όπου μεγάλωσα (Μπλεκ, Λούκυ Λουκ) το ξεκοκάλιζα και ύστερα έφτιαχνα τις δικές μου εκδοχές. Είχα σχεδιάσει κάνα δυο δικούς μου ήρωες και έτσι ξεκίνησαν όλα.
Γ.- Το πρώτο κόμικς που διάβασες το θυμάσαι;
Κ.- Το πρώτο που θυμάμαι να αγόρασα πριν καν μάθω να διαβάζω ήταν το “ΚΟΜΙΞ” το συλλεκτικό, που είχε την ιστορία “Στην αρχαία Περσία” και το θυμάμαι γιατί μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση το εξώφυλλο. Γιατί θα θυμάσαι, τα Μίκυ είχαν πάντα άλλο εξώφυλλο και άλλη ιστορία μέσα, ενώ αυτό είχε εξώφυλλο από την ιστορία που φιλοξενούσε και με είχε εντυπωσιάσει πολύ. Το πρώτο πάλι που αγόρασα -αφού έμαθα να διαβάζω- ήταν το “Ντάλτον Σίτυ” με το οποίο είχα πάθει σοκ! Είχα πάθει σοκ, διότι μόλις το είχα δει στην τηλεόραση και εντυπωσιάστηκα όταν ανακάλυψα ότι υπήρχε και στο χαρτί.
Γράφοντας θες να πετάξεις, θες να περάσεις μέσα από τοίχους
Γ.– Τελικά εσύ, Κωνσταντίνε, γράφεις και σχεδιάζεις κόμικς, επειδή δεν μπορείς να “πετάς” όπως λες και στο ¨Εικόνες στα σύννεφα”;
Κ.– Ισχύει! Γράφοντας προσπαθείς να εξωτερικεύσεις όλα αυτά που σε απασχολούν, που νιώθεις, που θες να κάνεις, που ονειρεύεσαι. Και, όπως λέω και στο κόμικς σε ένα σημείο, είναι ακριβώς αυτό. Είναι η ανάγκη να πεις ιστορίες γιατί θες να κάνεις ή δεν μπορείς να κάνεις κάποια πράγματα. Θες να πετάξεις, θες να περάσεις μέσα από τοίχους, θες να κάνεις παρέα με όλους αυτούς που θαυμάζεις και που σε έχουν επηρεάσει στη δουλειά σου και στον τρόπο σκέψης σου. Αλλά πέρα από αυτά το γράψιμο είναι και ανάγκη για επικοινωνία και έκφραση. Πλέον, βέβαια, είναι κομμάτι της δουλειάς μου. Όπως λέει και ο Ουμπέρτο Έκο: “Γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς”… Είναι δηλαδή όλα αυτά μαζί.
Το γράψιμο για μένα, πάει πακέτο με το σχέδιο. Δεν μπορώ να τα διαχωρίσω.
Γ.– Θα μπορούσες να κάνεις σκίτσο σε σενάριο κάποιου άλλου;
Κ.– Δεν νομίζω ότι μπορώ. Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να πω που θα μου ήταν αδύνατο. Θεωρώ επίσης πως για να συνεργαστώ με κάποιον θα πρέπει να έχουμε έναν κοινό στόχο, ένα κοινό όραμα. Το έκανα ως έναν βαθμό με τον ΣαββαΪδη στον “Σπάρτακο” που ήταν στριπάκια βέβαια. Αλλά εκεί υπήρξε μια συνεργασία στα λόγια και στα σχέδια. Δεν μου έδωσε δηλαδή ένα σενάριο που έπρεπε να ακολουθήσω πιστά, έχοντας μια ακριβή περιγραφή και κάθε σκηνή την οποία θα έπρεπε να εικονογραφήσω πιστά. Ήταν ένας άλλος τρόπος δουλειάς. Επειδή κατά καιρούς μου έχουν προτείνει σενάρια, ο μόνος λόγος που το αρνούμαι -όσο καλό και αν είναι το σενάριο- είναι πως δεν μπορώ να μπω σε αυτήν την διαδικασία.
Γ.– …Και ίσως και στην ψυχοσύνθεση κάποιου άλλου, εικονογραφώντας τις δικές του σκέψεις..
Κ.– Ακριβώς. Δεν αποκλείω βέβαια ότι μπορεί και να το έκανα κάποια στιγμή, αλλά θα πρέπει να είναι κάτι που με ενδιαφέρει πάρα πολύ και θα ήθελα να το κάνω ούτως ή άλλως.
Δεν είμαι ρομαντικός. Ο ρομαντισμός έγκειται στην αγάπη για τις ωραίες ιστορίες.
Γ.– Τα κόμικς σου, και αναφέρομαι κυρίως στο “Σαν όνειρο” και στο “Εικόνες στα σύννεφα”, έχουν χαρακτηριστεί από πολλούς (και εμένα) ως ιδιαιτέρως ρομαντικά και ονειροπόλα. Η εξωτερίκευση ενός εσωτερικού ρομαντισμού(;) ή απλά αγαπάς την ποίηση;
Κ.– Χαίρομαι! Δεν το είχα υπ’ όψιν μου. Νομίζω είναι πολύ θετικό αυτό, διότι και εγώ όταν έκανα αυτές τις δύο δουλειές -οι οποίες μεταξύ άλλων έχουν και πολλά κοινά μεταξύ τους- ήμουν σε μια φάση εσωτερικής αναζήτησης και ένιωθα την ανάγκη να εκφράσω όλα αυτά που με απασχολούσαν. Επίσης ήθελα και ο ίδιος να διαβάσω κάτι που να είναι περισσότερο εσωτερικό, ποιητικό και ταξιδιάρικο. Μου αρέσουν οι περιπετειώδεις ιστορίες, τα πιστολίδια, οι γρήγορες εναλλαγές στην πλοκή, αλλά ένιωθα ότι μου έλειπε κάτι που θα πετάει στα σύννεφα. Σαν τον ποιητικό λόγο που έχει ο Pratt ας πούμε. Αυτό εμένα με αγγίζει πολύ. Τα κόμικς άλλωστε είναι όπως το σινεμά και η λογοτεχνία, έχουν πολλά διαφορετικά είδη και στυλ, σίγουρα υπάρχουν και αυτά που είναι πιο κοντά στην ποίηση και τον ρομαντισμό. Αν με ρωτάς, δεν θα έλεγα ότι είμαι ρομαντικός. Ίσως βγαίνει αυτό, αλλά δεν το κάνω συνειδητά. Αγαπάω πολύ αυτό που κάνω, αγαπώ την τέχνη των κόμικς και ίσως βγαίνει από αυτήν την αγάπη ο ρομαντισμός. Δηλαδή όταν τα γράφω δεν λέω “ααχ, τι ρομαντικό…” (γέλια)
Νομίζω όμως πως κρύβει και μια μελαγχολία και έναν προβληματισμό όλο αυτό. Και ο ήρωας στο “Εικόνες στα σύννεφα” συχνά αναρωτιέται “Που είμαι;” , “Που πάω;” , “Γιατί το κάνω όλο αυτό;” και πολλές φορές η πραγματικότητά του μπερδεύεται με αυτά που σκέφτεται και ονειρεύεται. Είναι δυσδιάκριτα τα όρια, όπως συμβαίνει και στις ιστορίες του Κόρτο. Εκεί έγκειται και ο ρομαντισμός, είναι η αγάπη για τις ωραίες ιστορίες.
Γ.– Οι επιρροές σου ποιες είναι;
Κ.– Νομίζω έχουν φανεί (γέλια). Το αγαπημένο μου κόμικς είναι ο Λούκυ Λουκ, αλλά μου αρέσει γενικότερα η ΓαλλοΒελγική σκηνή, ΤενΤεν, Σπιρού και Φαντάζιο. Λατρεύω την γραμμή του Morris που είναι συνάμα ανάλαφρη και δυνατή. Ο Πραττ, έχει ένα στυλ δικό του που με έχει επηρεάσει και προσπάθησα να μιμηθώ στην αρχή.
Γ.– Θεωρείς ότι λείπει κάτι από τη σημερινή ελληνική κόμικς σκηνή;
Κ.– Εχει μεγάλη ποικιλία και εξαιρετικούς σχεδιαστές. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση να χρησιμοποιούμε ελληνικά θέματα – κυρίως γύρω από την ελληνική επανάσταση- με εξαιρετικά δείγματα γραφής. Το οποίο έγινε στο τέλος και λίγο μόδα. Κι εγώ άγγιξα αρχαιοελληνικό θέμα με τον “Ανώνυμο” αλλά από άλλη σκοπιά, για να σχολιάσω το σήμερα. Νομίζω ότι ανά χρονικά διαστήματα υπάρχουν τάσεις που επηρεάζουν τους δημιουργούς συνειδητά ή ασυνείδητα. Παλιότερα υπήρχε το fantasy και έβλεπες παντού σπαθιά, δράκους και μπέρτες…
Θέλω τα σκίτσα μου να σε κάνουν να χαμογελάσεις και ενδεχομένως να προβληματιστείς
Γ.– Τα σκίτσα σου στην εφημερίδα δεν ακολουθούν τον “εύκολο” δρόμο του λογοπαιγνίου, αλλά καυτηριάζουν με έναν διαφορετικό τρόπο τα τεκταινόμενα. Είναι μια δική σου επιλογή; Και αν ναι, γιατί το επιλέγεις;
Κ.– Προσπαθώ το σκίτσο μου πάντα να ‘ναι διφορούμενο. Να σχολιάζει την επικαιρότητα χωρίς να θίγει πρόσωπα και καταστάσεις συγκεκριμένα. Να μπορεί δηλαδή να σταθεί και μόνο του ως αστείο. Δεν θέλω να θεωρείται ενοχλητικό. Θέλω να δίνω το στίγμα της ημέρας με χιούμορ αν γίνεται, χωρίς να προκαλώ. Παραδείγματος χάρη, δεν θα κάνω την καρικατούρα ενός πολιτικού, αλλά προτιμώ τους δυο τύπους που κάθονται σε ένα καφενείο και συζητάνε την επικαιρότητα. Θέλω τα σκίτσα μου να σε κάνουν να χαμογελάσεις, να προβληματιστείς ενδεχομένως ή έστω να δεις την πραγματικότητα με μια πιο εύθυμη ματιά.
Γ.– Μίλησε μου για την συμμετοχή σου στην Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων. Είναι μια πολύ δραστήρια λέσχη με εξαιρετικές εκδηλώσεις. Μάλιστα φέτος στα πλαίσια της εκδήλωσης “Δημοκρατία σε Κρίση” που διοργανώσατε σας τίμησε με την παρουσία του και ο ζωντανός θρύλος της γελοιογραφίας, ο Altan.
Κ.- Στη Λέσχη είμαι τα τελευταία 3-4 χρόνια. Ήταν μια από τις πολύ ωραίες στιγμές η φετινή εκδήλωση-έκθεση, διότι πέρα από την ετήσια έκθεση που κάνουμε και συμμετέχω, φέτος φιλοτέχνησα το σχέδιο του καταλόγου και της αφίσας. Κυρίως όμως ήταν φοβερό που μας τίμησε ο Altan καθώς είναι ένας ζωντανός θρύλος με πανευρωπαΪκή επιρροή. Μεγάλωσα με τα σκίτσα του και με επηρέασε όπως με επηρέασαν άλλοι σπουδαίοι που έχουμε εδώ (ο Μητρόπουλος, ο ΚΥΡ, ο Ιωάννου, κ.α.).
Φάγαμε όλοι μαζί, μας αφιέρωσε σκιτσάκια, συζητήσαμε σε κουτσο-αγγλικά. Ήταν στιγμές μοναδικές, και αυτό διότι στην ουσία συνάντησα έναν από τους ήρωες μου, χάρη στον οποίο κάνω αυτή τη δουλειά.
Έβαλα τους πολιτικούς στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης
Γ.- Φτάνοντας στο τέλος μιας πολύ γεμάτης -από πλευράς εξελίξεων- χρονιάς, όντας ένας άνθρωπος που έχεις παρακολουθήσει και σκιτσάρει την επικαιρότητα, ποιο ήταν το περιστατικό που σε έκανε να γελάσεις και ποιο να στενοχωρηθείς περισσότερο;
Κ.- Στενάχωρα ακούς κάθε μέρα τόσα πολλά. Εκείνο όμως που με στενοχώρησε περισσότερο και το ένιωσα όταν το σκιτσάρισα, ήταν οι φωτιές (και) του φετινού καλοκαιριού. Για μένα ήταν η πιο άσχημη στιγμή της φετινής χρονιάς, με την έννοια ότι κατάλαβα πως κανείς δεν νοιάζεται και δεν ασχολείται μέχρι να γίνει το κακό. Είμαστε δηλαδή από τη μια τόσο μικροί μπροστά στη φύση και από την άλλη της κάνουμε τόσο μεγάλη ζημιά. Με έπιασε η ψυχή μου βλέποντάς το και ο μόνος τρόπος για να το εκφράσω ήταν τα σκιτσάκια, τα οποία από την μια βγάζουν ειρωνεία αλλά από την άλλη βγάζουν ελπίζω και όλη την τραγικότητα της κατάστασης.
Αντίθετα, αυτό που μου έδωσε περισσότερο υλικό για χιούμορ ήταν αν μη τι άλλο η εκλογική περίοδος στην διάρκεια της οποίας ειπώθηκαν πολλά “μαργαριτάρια”. Έβαλα λοιπόν τους πολιτικούς στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης! Ο μικρόκοσμος τον εκλογών με έκανε να ευθυμήσω περισσότερο.
Γ.- Η κατάσταση σηκώνει χιούμορ γενικά;
Κ.- Όπως λέει και ο πρύτανης, ο Κώστας Μητρόπουλος, αν δεν μπορείς να δεις την αστεία πλευρά των πραγμάτων, δεν έχεις καταλάβει τίποτα! Και έχει απόλυτο δίκιο, διότι όσο στραβά και αν πηγαίνουν τα πράγματα, πάντα θα βρίσκεις μια αχτίδα φωτός να σε κάνεις να τα δεις αλλιώς, να αναθαρρήσεις και να γελάσεις ώστε να ανατρέψεις την καθημερινότητά . Αυτή είναι και η δουλειά του σκιτσογράφου.
Γ.- Τι κόμικς διάβαζες στα 10, 15, 20, 24, 30, 35 φτου και βγαίνεις;
Κ.– Στα 10: Μίκυ Μαόυς, Μπλεκ και ΚΟΜΙΞ
Στα 15: Λούκυ Λουκ, Αστερίξ, ΤενΤεν, 9
Στα 20: Μανάρα, Πρατ, Βαβέλ, Παρά πέντε
Στα 25: διάβασα πράγματα που δεν είχα διαβάσει πριν, όπως ο Μπάτμαν του Μίλερ, και επειδή τότε ταξίδευα πολύ, άρχισα να αγοράζω κόμικς στα ιταλικά – που δεν ήξερα – και επηρεάστηκα πολύ από τις εικόνες: Toppi, Micheluzzi, Crepax, Pazienza. Στα 25 ανακάλυψα και την ελληνική σκηνή, γνώρισα και πολλούς με τους οποίους είμαστε φίλοι αλλά και την δουλειά τους
Στα 30: δεν διάβαζα πολύ κόμικς και το γύρισα στη λογοτεχνία που είχα καιρό να διαβάσω και αυτό πρέπει να βγήκε στις δουλειές μου εκείνης της περιόδου
Στα 35: διαβάζω πολύ επιλεκτικά κόμικς, κυρίως πράγματα που θέλω πολύ. Τελευταίο κόμικς που διάβασα ήταν το καινούργιο Κόρτο “Η μέρα της Ταροβεάν” και μου άρεσε πολύ!