Τα “Σκυλιά που κοιμούνται” είναι μία από τις πιο φρέσκες προτάσεις των εκδόσεων “Ελληνικά Γράμματα”, που από το 2017 έχουν κάνει ξανά την εμφάνιση τους στο εκδοτικό χώρο, καλύπτοντας εκείνη την αίσθηση του ανεκπλήρωτου που άφησαν πίσω τους το 2010, όταν ανακοινώθηκε η παύση της λειτουργίας τους. Σήμερα, επιβεβαιώνουν όχι μόνο το σκοπό της ύπαρξης τους, αλλά και τα λεγόμενα του ιδιοκτήτη τους, Παύλου Παπαχριστοφίλου ότι “τα ελληνικά γράμματα δεν έχουν πει την τελευταία τους λέξη”. Η νέα κυκλοφορία του Ισπανού συγγραφέα Juan Madrid είναι η ζωντανή απόδειξη.
Πρόκειται για μια ιστορία που εξελίσσεται τα σκοτεινά χρόνια του Ισπανικού Εμφυλίου, ενός ιστορικού γεγονότος που όχι μόνο αποτελεί σύμβολο του δημοκρατικού αγώνα ενάντια στον φασισμό σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και μιας κατάστασης που έχει αφήσει τα σημάδια της στην ισπανική κοινωνία μέχρι και σήμερα. Στο επίκεντρο της αφήγησης του Madrid είναι ο Ντίμας Πάδρο, επιθεωρητής της αστυνομίας και παλαιός φαλαγγίτης και η αλληλεπίδραση του με τους Χουάν Ντελφόρο και Χουάν Ντελφόρο Φαρέλ, πατέρα και γιο, στρατευμένους στο αντίπαλο δημοκρατικό στρατόπεδο και σοσιαλιστικό χώρο. Οι ήρωες, συναντιούνται σε πολλά χρονικά επίπεδα, ξεπερνώντας ακόμα και τον ίδιο τον θάνατο, μέσω της χρήσης του εγκιβωτισμού και της σπονδυλωτής αφήγησης, αλλά και του εμβληματικού και αινιγματικού χαρακτήρα της Κάρμεν Μουνιόθ, συζύγου και μητέρας των δύο τελευταίων και της μυστηριώδους σύνδεσης της με τον Πάδρο. Οι τέσσερις αυτοί κεντρικοί χαρακτήρες θα συναντηθούν με αφορμή την εξιχνίαση μιας κεκαλυμμένης δολοφονίας μιας νεαρής γυναίκας, το πτώμα της οποίας βρέθηκε κυριολεκτικά κομματιασμένο στα γενετήσια σημεία του, δίνοντας την εντύπωση ότι έχει φαγωθεί από λύκους.
Όλα τα παραπάνω γίνονται η αφορμή ώστε ο Madrid να κινητοποιήσει την συλλογική ιστορική μνήμη του τόπου του και να μας ταξιδέψει μέσα από την περιγραφικότητα της πένας του, άλλοτε με λαϊκότητα και άλλοτε με λυρική ευαισθησία στις πιο πονεμένες στιγμές του. Πράγματι, η γλαφυρότητα των βασανιστηρίων και των βασανισμών που περιγράφει, αλλά και η φτώχεια του ισπανικού λαού, ο συνεχής αγώνας του, η θερμότητα και η γλυκάδα του, όλα αποτυπώνονται με τρόπο, που τα “Σκυλιά που κοιμούνται” συνιστούν ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στον φασισμό και κάθε μορφή πτωματοφαγίας. Η χρήση, άλλωστε, του σκύλου ως αντικειμένου συνεχούς συστοιχίας χρησιμεύει στο συγγραφέα με πολλούς τρόπους.
Καταρχάς, μέσω αυτού δημιουργεί την τέλεια γέφυρα μεταξύ χρόνου και τόπου, αφού παραπέμπει σε αυτό που οι ιστορικοί αποκαλούν “γη του κανένα”. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τα δεκάδες εκείνα μέτρα που την περίοδο του Εμφυλίου χωρίζουν τους Δημοκρατικούς από τους Εθνικιστές κατά την άμυνα της Μαδρίτης. Σύμφωνα, μάλιστα, με περιγραφές τα σκυλιά αυτά τρέφονταν από τα πτώματα των δύο πλευρών, γκροτέσκα λεπτομέρεια που ο συγγραφέας επιλέγει να επαναφέρει μέσω του τρόπου που έγινε η δολοφονία της νεαρής Αφρικανής, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της πλοκής του μυθιστορήματος του.
Αλλά και ο ίδιος ο κεντρικός του ήρωας, ο Ντίμας Πάδρο περιγράφεται σαν σκύλος, όμοιος με εκείνον που ζει από τα πτώματα του πολέμου. Ο αφορισμός, μάλιστα, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο χτίζεται ο χαρακτήρας του, από τις δειλές πρωταρχές του μέχρι τη στερνή του ώρα, αποτελεί μια δήλωση του συγγραφέα σχετικά με εκείνα τα χαρακτηριστικά που θεωρεί προβληματικά και κατά τη γνώμη του οδηγούν στην κατασκευή όχι απλά υπηκόων, αλλά και φασιστικών στοιχείων μέσα στην κοινωνία, παραπέμποντας στις θεωρίες του Βίλχεμ Ράιχ για την ψυχολογία του φασισμού. Τέλος, το γεγονός ότι τα σκυλιά στο κόσμο του Madrid δεν έχουν πεθάνει, αλλά απλά κοιμούνται αποτελούν την κρούση του κώδωνος του κινδύνου, γιατί ο φασισμός αποτελεί μέχρι και σήμερα απειλή, ακόμα κι αν βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση.
Παράλληλα με το πολιτικό σκηνικό της χώρας του, ωστόσο, ο συγγραφέας καταφέρνει να αγγίξει και άλλα ζητήματα, δίνοντας ένα διαθεματικό χαρακτήρα στο έργο του. Συγκεκριμένα, ο Madrid ασχολείται με την ίδια την ανθρώπινη φύση, προσεγγίζοντας συναισθήματα όπως η ανδρική αντιζηλία, τον ερωτισμό, την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων και αγωνιστών αλλά και του υποκόσμου, μέσα από τη δημιουργία περίεργων, αμφιλεγόμενων και αντικρουόμενων χαρακτήρων, που προκαλούν το ενδιαφέρον και φαντάζουν πέρα για πέρα αληθινοί. Τέλος, τα “Σκυλιά που κοιμούνται” έχουν και ιστορική -λαογραφική αξία, αφού ο συγγραφέας παραθέτει πλήθος ιστοριών πλουτισμού και αισχροκέρδειας από την εποχή που περιγράφει.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που συνδυάζει τη noir ατμόσφαιρα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος με την πολυχρωμία και την αισθητική μιας ταινίας του Almodovar και μια θεματική -κόλαφο που θυμίζει τους “Ανθρωποφύλακες” του δικού μας Π. Κοροβέση. Σκληρός, γλαφυρός, γεμάτος ανατροπές, ο Juan Madrid κερδίζει τις εντυπώσεις αποτελώντας, σίγουρα, ένα ανάγνωσμα με αξία.