Sorry Τo Βother Υou– Η αλλοτρίωση υπό το πρίσμα μιας indie αμερικανικής παραγωγής

Λεωνίδας Βέργος Από Λεωνίδας Βέργος 9 Λεπτά Ανάγνωσης

Πώς μοιάζει η καθημερινότητα ενός νεαρού που, ζώντας στην ανεργία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους όρους ζωής, καταφέρνει με νύχια και με δόντια να βρει μια (φθηνή) θέση εργασίας; Αρκετά απλό ερώτημα, αφού δυστυχώς πρόκειται για την καθημερινότητα πάρα πολλών από εμάς, ενός τεράστιου ποσοστού της νεολαίας παγκοσμίως. Το ερώτημα είναι (ή ήταν): μπορεί αυτή η κατάσταση να αποδοθεί στη μεγάλη οθόνη, ιδιαίτερα αυτή των ΗΠΑ, με τρόπο όχι απλά περιγραφικό/«δημοσιογραφικό», αλλά αναδεικνύοντας τους λόγους που αυτή είναι η κατάσταση που βιώνει η νεολαία σήμερα; Μήπως όλο αυτό το δυστοπικό μιξ γίνεται ακόμη πιο ζόρικο, όταν μπαίνει το συστατικό της αφροαμερικανικής ταυτότητας του εργαζόμενου στον οποίο κεντροβαρίζει η ταινία; Και με τις εργατικές αντιστάσεις απέναντι σε όλα αυτά τι γίνεται; Σε αυτά τα ερωτήματα και τη σχέση τους με την 7η τέχνη του 21ου αιώνα δε θα ήμασταν σίγουροι όσον αφορά στην απάντησή μας. Μέχρι που παρακολουθήσαμε το Sorry to bother you.

Η ταινία αυτή είναι μια πετυχημένη μίξη κοινωνικού δράματος και σάτιρας με σουρεαλισμό, αμερικανικής indie παραγωγής (μια ταινία επί της ουσίας κοινωνικά στρατευμένη με τους συγκεκριμένους μάλιστα όρους θα ήταν δύσκολο να είναι παραγωγή μεγάλου επιχειρηματικού κολοσσού) του 2018, με τον Boots Riley, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, να είναι το μυαλό πίσω από όλα (και τον ευχαριστούμε).

Η πλοκή ακολουθεί τον αφροαμερικανό άνεργο Cash Green (Lakeith Stanfield), ο οποίος ζει σε ένα πάρκινγκ, που κινδυνεύει να χάσει λόγω της οικονομικής του αδυναμίας να πληρώσει το νοίκι. Ξαφνικά βρίσκει δουλειά σε μια εταιρία τηλεπικοινωνιών, όπου η εργοδοσία έχει διαμορφώσει ένα άκρως ανταγωνιστικό κλίμα μεταξύ των σκληρά εκμεταλλευόμενων εργαζομένων (πολλοί και πολλές εκ των οποίων ανήκουν σε μειονότητες όντας αφροαμερικανοί-ες ή ασιάτες), αφενός για να τους πειθαρχήσει στην ιδέα ότι ο μισθός τους θα μείνει χαμηλός και μόνο αν είναι αρκετά αποδοτικοί κι ανταγωνιστικοί θα τα καταφέρουν, αφετέρου για να αποτρέψει κλίμα συναδελφικής και ταξικής αλληλεγγύης μεταξύ τους. Έτσι ο Cash καλείται να δουλέψει σε καθεστώς κάτεργου με την ελπίδα μια μέρα να γίνει ο top salesman της εταιρίας και να κερδίσει όχι μόνο έναν επιτέλους αξιοπρεπή μισθό, αλλά πλούτη. Η αφροαμερικανική ταυτότητα του Cash δημιουργεί μια κατάσταση όπου, για να παίξει καλά το παιχνίδι της εργοδοσίας, πρέπει όχι απλά να πειθαρχήσει, αλλά να απαρνηθεί τον ίδιο του τον εαυτό: προκειμένου να γίνει αρεστός στους πιθανούς πελάτες μέσω τηλεφώνου, διαμορφώνει μια “white voice”, για να νομίζουν ότι είναι λευκός!

Όμως το ζουμί της ταινίας ξεκινάει, όταν ο Cash, έχοντας αφομοιώσει το παιχνίδι της εργοδοσίας, γνωρίζει έναν συνδικαλιστή συνάδελφό του, ασιατικής καταγωγής, ο οποίος τον προσεγγίζει με σκοπό να τον πείσει για την πραγματοποίηση απεργίας στην εταιρία. Ο κεντρικός ρόλος που θα παίξει ο Cash στην απεργία και η δωροδοκία της εργοδοσίας απέναντί του θα φέρουν τριγμούς στις κοινωνικές του σχέσεις και κυρίως θα τον φέρουν στο σημείο κυριολεκτικά να επιλέξει μεταξύ δύο κόσμων: αυτού του μηνιάτικου κι αυτού του πλούτου…

To Sorry to bother you δε δείχνει επιφανειακά τα παραπάνω. Το ότι η ταινία εστιάζει στον εργασιακό κλάδο των τηλεπικοινωνιών τής επιτρέπει να διεισδύσει στην ουσία της εκμετάλλευσης στον 21ο αιώνα και της επίδρασης που αυτή έχει στο κοινωνικό υποκείμενο, τη σύγχρονη εργατική τάξη. Βλέπουμε δηλαδή τους άθλιους όρους ζωής, βλέπουμε και την ίσως λέξη-κλειδί της ταινίας: την αλλοτρίωση. Αλλοτρίωση καταρχάς και βασικά επειδή ο εργαζόμενος δουλεύει όχι για να είναι δημιουργικός και να αυτοπραγματώνεται ως προσωπικότητα, αλλά για να καταφέρει να ζήσει έστω και στοιχειωδώς, παράγοντας απλά πλούτο για το αφεντικό του. Αλλοτρίωση, επειδή η εναρμόνιση του πρωταγωνιστή με το παιχνίδι της εργοδοσίας και η πλήρης στροφή στον ατομικό δρόμο τον αποστασιοποιούν από τον κοινωνικό του περίγυρο και του ανοίγουν δρόμους που δε θα ήθελε να διαβεί, ανακαλύπτοντας το αυθεντικό πρόσωπο του μεγάλου κεφαλαίου.

Τέλος, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της ταινίας είναι ότι καταφέρνει να αναδείξει, με σατιρικό τρόπο βεβαίως, τη συνύπαρξη της ταξικής εκμετάλλευσης με τη φυλετική καταπίεση, κάτι που είναι γεγονός για τεράστιο κομμάτι του πληθυσμού των γκέτο στις σύγχρονες ΗΠΑ. Κι αυτό γίνεται μέσω της παρουσίασης της αλλοτρίωσης του Cash (που παίζει το παιχνίδι του συστήματος κι είναι απόλυτα υποταγμένος σε αυτό), της αποξένωσης από τον ίδιο του τον εαυτό, όταν προσποιείται τον λευκό, για να μη γίνει θύμα ρατσισμού και κοινωνικού αποκλεισμού. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο κι ο ίδιος ο Boots ήθελε να πει ακριβώς αυτό: στον σύγχρονο καπιταλισμό, για να καταφέρεις να κερδίσεις έστω και τον στοιχειώδη βιοπορισμό, πρέπει να απαρνηθείς τα πάντα, τις κοινωνικές σου σχέσεις, ακόμη και τον ίδιο σου τον εαυτό. Να είσαι ανταγωνιστικός με όλους, προβάλλοντας όμως ένα «εγώ» το οποίο εκ του αποτελέσματος δεν υπάρχει καν.

Η ταινία, έτσι, καταφέρνει άρτια να αναδείξει όλες τις αντιφάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού. Το αποτέλεσμα είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο. Πετυχημένη σάτιρα όλων των παραδοσιακών αξιών της αγοράς, του ατομισμού/της «ελευθερίας» του ατόμου, της ενσωμάτωσης στο σύστημα, της ταξικής συμφιλίωσης («Σε αυτόν τον χώρο εργασίας, δεν παραπονιόμαστε, γιατί αφεντικά κι εργαζόμενοι είμαστε όλοι μια ομάδα!»). Όμως η ταινία πάει παραπέρα και προβαίνει σε μια (εμφανώς σκόπιμα «τραβηγμένη») δαιμονοποίηση του συστήματος, αφού δείχνοντας ολιγάρχες που πλουτίζουν πάνω στην εργασία κυριολεκτικών σκλάβων (και που το παρουσιάζουν ως «θαύμα της αγοράς»), μας παρουσιάζει την αστική τάξη ως το απόλυτο κακό (πώς να μην το κάνει άλλωστε;). Η ταινία δείχνει ένα «παιδιάστικο» και παραδοσιακό μοτίβο του «κακού», όμως παρουσιάζει όλους τους λόγους που αυτό είναι πραγματικότητα!

Ταυτόχρονα, όλα αυτά η ταινία τα αναδεικνύει με μια υπέροχη κι έντονα εξπρεσιονιστική, σε συγκεκριμένα σημεία σουρεαλιστική, (ο Boots τη χαρακτηρίζει «μαγικά ρεαλιστική»!) new age και indie αισθητική. Ενδεικτικές είναι οι εκκεντρικές ερμηνείες κι ο ρουχισμός, το sci-fi στοιχείο και φυσικά τα έντονα χρώματα. Καταφέρνει να αποδώσει νοήματα που υπάρχουν εδώ και 2 αιώνες με μια εντελώς ρηξικέλευθη και προσαρμοσμένη στον 21ο αιώνα και στη δεκαετία μας μορφή.

Κι έτσι έχουμε την ίσως πιο άμεσα και to the point κοινωνικά στρατευμένη αμερικανική ταινία των τελευταίων πολλών χρόνων. Μια ταινία τόσο γνήσια και συνειδητά αντικαπιταλιστική, αλλά και που προβάλλει την αγωνιστική εργατική εναλλακτική, ταινία που δε θα μπορούσε παρά να έχει βγει μέσα στη δίνη της δομικής κρίσης του καπιταλισμού (συγκεκριμένα κυκλοφόρησε στη 10η επέτειο της συμβατικής έναρξής της). Μην ξεχνάμε επίσης ότι ο Boots Riley είναι στρατευμένος στην κομμουνιστική αριστερά από τα 15 του και είναι καλλιτέχνης στον χώρο του political hip hop.

Η καραντίνα, μέσα και πέρα από τις ατέλειωτες ώρες τηλεμαθημάτων και της τηλεργασίας μάς προσφέρει ορισμένο ελεύθερο χρόνο και το Sorry to bother you σίγουρα είναι μια ταινία στην οποία αξίζει να επενδύσουμε ένα μέρος αυτού. Η ταινία εκφράζει τις ριζοσπαστικές τάσεις των κοινωνικών στρωμάτων κι ομάδων που ασφυκτιούν στη χώρα με τις πιο οξείες ταξικές αντιθέσεις στον κόσμο. Αυτών που συνειδητά ή μη ασφυκτιούν στο ψευτοδίπολο «Δημοκρατικοί/Ρεπουμπλικανοί» και καλούνται όμως να καλύψουν το ηχηρό κενό ενός τρίτου, επαναστατικού κι εργατικού πόλου στην κοινωνικοπολιτική ζωή της μητρόπολης του καπιταλισμού. Αυτών που μέσα στο κοινωνικό χάος αναζητούν τις μεγάλες αφηγήσεις της απελευθέρωσης στην εποχή μας, ακριβώς όσες κι όσοι στη φετινή εξέγερση του Black Lives Matter έφτασαν ένα βήμα πιο κοντά στο να την προσεγγίσουν.

Μοιραστείτε το Άρθρο