Υπάρχουν, πια, πολλές ταινίες με πολυσύμπαντα. Υπάρχει η μειοψηφία, όπως το Everything Everywhere, All at Once, που χρησιμοποιούν την ιδέα του πολυσύμπαντος για να πουν, στην τελική, μια ιστορία οικογενειακής αποδοχής (ένα ζήτημα που προσελκύει όλο και περισσότερους millennial κυρίως δημιουργούς) και υπάρχει και η πλειοψηφία, η παραγωγή των μεγάλων studio (λέγε με Μarvel και, τώρα με το Flash, η DC) που χρησιμοποιούν το πολυσύμπαν ως μια απλή cash grab δικαιολογία να αφαιμάξουν την αγελάδα της νοσταλγίας του κοινού τους, εκμεταλευόμενοι διάφορες πτυχές της nerd κουλτούρας των 90s και των early 00s. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα για αυτό από τη βόλτα στο λούνα παρκ που είναι ουσιαστικά το Spider-Man: Νο Way Home.
Προφανώς η Sony δεν είναι κάποιο μικρό, indie στούντιο και, πολύ ειρωνικά, βασίζεται στα ίδια υλικά με τη Marvel. Άλλωστε δικές της είναι ουσιαστικά οι ταινίες που κανιβάλισε το NWH για να μας φέρει αυτή τη συναισθηματικά εκβιαστική σούπα. Και όμως, ξεκινώντας ουσιαστικά από την αρχή, με έναν νέο Spider-Man, με υλικά κυρίως από τη (σχετικά πρόσφατη, με ματιές στην κλασική) comics πορεία του ήρωα, κατάφερε το 2018 να μας δώσει την καλύτερη ταινία Spider-Man που είχαμε δει ποτέ. Τώρα, 5 χρόνια αργότερα, θα ήταν πολύ εύκολα να προσπαθήσουν να επανακεφαλοποιήσουν την προηγούμενη, οσκαρική τους επιτυχία, δίνοντάς μας άλλη μια διασυμπαντική σούπα όπως οι Live action συνάδελφοί τους. Αντί για αυτό, οι σκηνοθέτες του (Joaquim Dos Santos, Kemp Powers, Justin K. Thompson) και οι σχεδόν 1.000 animators που εργάστηκαν σε αυτή την ταινία για πάνω από 5 χρόνια, μας έδωσαν, ξεκάθαρα, το Empire Strikes Back των ταινιών Spider-Man και μια από τις καλύτερες υπερηρωικές ταινίες όλων των εποχών. Με γνήσια αγάπη τόσο για την τέχνη τους όσο και για τους χαρακτήρες τους, κατάφεραν να κάνουν το οσκαρικό πρώτο να φαίνεται ως μια απλή εισαγωγή σε ένα ευρύτερο (πόλυ) σύμπαν και, ταυτόχρονα, να δοκιμάσουν τα όρια τόσο του τραύματος και του τι σημαίνει να είσαι ήρωας, όσο και του ίδιου του animation ως Τέχνη.
Στο πρώτο κομμάτι, ο Miles Morales καλείται, με έναν τρόπο, βίαιο μέσα στην αμεσότητά του, όχι απλά να απογαλάκτιστεί από τα είδωλα που τον έτρεφαν τόσο καιρό, όσο και από τις συνθήκες που τον περιόριζαν. Μόνος, κυνηγημένος, θα κοιτάξει όχι μπροστά, αλλά πίσω του, στις βάσεις τόσο του ίδιου όσο και του ηρωικού του καθήκοντος και θα έρθει αντιμέτωπος με επιλογές που θα διαμορφώσουν συγχρόνως το ποιος είναι αλλά και το ποιος θα μπορούσε να ήταν, αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, αν ερχόνταν αντιμέτωπος με τη ζωή χωρίς τη βάση και τη στήριξη της οικογένειας του. Ο Morales, τουλάχιστον στο κινηματογραφικό χώρο, είναι μια μοναδική περίπτωση Spider-Man καθώς δεν προέρχεται από κάποια διαλυμένη ή μονογονεική οικογένεια, αλλά από μια κοινότητα με στενές σχέσεις μεταξύ των μελών της, που λειτουργεί ως ιστός ασφαλείας. Είναι τελικά αυτή η κοινότητα που έρχεται αντιμέτωπη με την υπερηρωική του ταυτότητα, τουλάχιστον σε επίπεδο στόχων και χρόνου. Και είναι αυτό το δίλημμα που πρέπει να κληθεί να λύσει για να δει τι είδους ήρωας θέλει να είναι.
Παράλληλα η ταινία κάνει μια meta-επισκόπηση στο canon του Spider-Man, τα γεγονότα που τον διαμόρφωσαν στα 60+ χρόνια της πορείας του και που τελικά, παρά τα δεκάδες reboot, παρέμειναν μαζί του. Ο Spider-Man πάντα θα χάνει τον θείο Μπεν με κάποιο μορφή, πάντα θα βλέπει την Gwen Stacy να πεθαίνει, πάντα θα αδυνατεί να προστατέψει τους πάντες, όσο και αν το θέλει. Όμως η ίδια η ταινία ρωτάει: είναι τελικά μόνο τα τραύματα που διαμορφώνουν έναν (σούπερ)ήρωα;
Θέτοντας αυτό σαν έναν από τους βασικούς αφηγηματικούς άξονες, η ταινία στρέφει τον animated φακό της στο ίδιο το (κουρασμένο, χιλιοταλαιπωρημένο και, πια, αφηγηματικά κουρελιασμένο) υπερηρωικό είδος, το οποίο χρησιμοποιούσε πάντα το δίπολο τραύμα- μάσκα για να πει τις ιστορίες του. Θέτοντας μια γνήσια πολυσυμπαντική ερμηνεία όπως το: «χρειάζεται όντως να γίνει έτσι;» και ταυτόχρονα, απαντώντας ένα θαρραλέο «όχι», το Spider-Man: Αcross the Spider-Verse καθίσταται μια από τις κομβικότερες ταινίες του είδους, ακόμα και αν η ιστορία του δε συνεχιστεί.
Στο οπτικό κομμάτι, η ταινία είναι μια πανδαισία χρωμάτων, σχεδίων, αλλοπρόσαλλων γραμμών που έχουν απίστευτη ψυχή και δύναμη. Είναι μία πραγματικά άχαστo, κινηματογραφικό παλίμψηστο, στο οποίο κάθε χρώμα είναι γεμάτο συναίσθημα, κάθε (πρωτοποριακό τεχνικά και πάντα ενδιαφέρον καλλιτεχνικά) καρέ είναι προσεκτικά τοποθετημένο, κάθε αστείο εξαιρετικά χρονολογημένο για να ελαφραίνει μια κατάσταση δύσκολη. Σε αντίθεση με τις teen σάχλες των live action Spider-Man της Marvel, τα αστεία εδώ δε βαραίνουν την ταινία και δεν είναι απλά pop culture αναφορές (το χιούμορ του σύγχρονου τεμπέλη). Αντίθετα, διασχίζουν και τα 60 χρόνια ζωής του χαρακτήρα στα κόμικς, τα video games, τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη και, τελικά, δημιουργούν ένα διακειμενικό πλαίσιο στο οποίο η ταινία στοχάζεται τόσο το παρελθόν αλλά και, περισσότερο, το μέλλον του ήρωα.
Όλα αυτά είναι συγκλονιστικά, γιατί δε θα έπρεπε να δουλεύουν. Δε θα έπρεπε τόσο ετερόκλητα στοιχεία, τόσοι πολλοί διαφορετικοί τρόποι να πεις, να σχεδιάσεις και να εικονογραφήσεις μια ιστορία, τρόποι που όχι μόνο δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, αλλά οι διαφορές τους τονίζονται ακόμα περισσότερο από τη γειτνίαση, να δένουν τόσο καλά μεταξύ τους. Αυτή η μαξιμαλιστική πολυφωνία μέσων είναι μια συγκεκριμένη και δύσκολη καλλιτεχνική επιλογή, που για να δημιουργηθεί χρειάστηκαν γενναία βήματα στην ίδια την Τέχνη του animation. Kαι απέδωσε άψογα.
Ερμηνευτικά, τόσο οι ηθοποιοί που είδαμε στην πρώτη ταινία όσο και οι (πολλοί) νέοι φέρνουν αβίαστα στη ζωή τους χαρακτήρες τους. Αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε κάποιους όμως, αυτοί θα ήταν η Hailee Steinfeld (Hawkeye, Bumblebee), η οποία απέδειξε ότι δεν είναι απλά ένα Gen Z bait και ότι έχει το ερμηνευτικό βάθος για πολλά περισσότερα από ότι οι σαχλές Disney channel like σειρές (σε αυτό βάζουμε το Hawkeye) αλλά και ο σαρωτικός Daniel Kaluuya (Get Out, Judas and the Black Messiah) ο οποίος ως Spider-Punk σπάσει τόσο το frame-rate όσο και τα στεγανά για το τι είναι ήρωας. Α, και τη σταθερότητα γενικά. Aλλά σε κάθε επίπεδο οι ερμηνείες στάθηκαν στο ύψος της ιστορίας
Προφανώς το έχετε δει ήδη, αλλά αν όχι, τι ακριβώς περιμένετε;