Mετά από καιρό, θεωρούμε ότι επιτέλους μπορούμε να εκφραστούμε πιο ελεύθερα για την ταινία, μακριά από τον φόβο των spoilers. Η αράχνη των Sony/Marvel έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή του box office και είναι η μόνη ταινία φέτος που θα ξεπεράσει σε κέρδη το ένα δισεκατομμύριο. Ο Spider-man κατάφερε και έφερε τον κόσμο πίσω στις αίθουσες (πριν αυτές ξανακλείσουν; ) παρά τον φόβο και τον δισταγμό. Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι μια νίκη που σίγουρα του ανήκει.
Στο NWH αξίζει επίσης και ένα μπράβο για το ότι ήταν η πιο γεμάτη, οπαδική εμπειρία του τι σημαίνει Spider-man στον κινηματογράφο. Διότι μπορεί το Spider-man: Ιnto the Spiderverse να παραμένει παρασάγγας η καλύτερη ταινία Spider-man που έγινε ποτέ, το NWH όμως είχε στο οπλοστάσιο του 20 χρόνια νοσταλγίας, είχε σύμβολα, κακούς και ηθοποιούς με τους οποίους το μεγαλύτερο μέρος του (κινηματογραφικού) fan base του μεγάλωσε μαζί τους και η θέαση τους ξανά ήταν μια πολυπόθητη, αν και εύκολα χειραγωγήσιμη, στιγμή επιστροφής σε απλούστερες εποχές.
Ταυτόχρονα βέβαια, αυτό ήταν και το μεγάλο του μειονέκτημα. Γιατί τελικά, όσο και να θέλαμε να δούμε τους παλιούς κακούς και ήρωες, όσο και αν ο Jon Watts (Spider-Man: Homecoming, Spider-Man: Far from Home, The Onion News Network) γνωρίζει τον χαρακτήρα του (στην εκδοχή του Holland), το NWH, καθαρά κινηματογραφικά, αποτυγχάνει στο να τα συνδέσει όλα αυτά σε έναν καθαρό φιλμικό χώρο ο οποίος να μην έχει ως ενοποιητικό του τη νοσταλγία και το, οριακά βίαιο, suspension of disbelief. Φαίνεται δηλαδή πολύ έντονα πως ο μοναδικός στόχος της ταινίας δεν είναι να πει μια ιστορία, αφού τα πρόσωπά της είναι περισσότερο ατραξιόν και λιγότερο χαρακτήρες με πορεία, επιλογές που έχουν συνέπειες και, τελικά, εξέλιξη.
Ο Watts είναι ένας ευφής μεν άνθρωπος και σκηνοθέτης, με τρομερό μάτι για CGI δράση. Όμως φαίνεται να συμπεριφέρεται περισσότερο σαν ταχυδακτυλουργός που κάνει τα κόλπα του μπροστά σε ένα κοινό που είναι ήδη έτοιμο, πεισμένο και τόσο ανυπόμονο να δει τα σύμβολα της νιότης του ξανά, που αδιαφορεί για τις ετοιματζίδικες, αδόκιμες και τελικά, βεβιασμένες λύσεις με τις οποίες αυτά φτάνουν στα μάτια του. Ούτε το στοιχείο του multiverse ούτε η επίτηδες έωλα ορισμένη δυναμική της μαγείας στο MCU είναι ικανά να αντισταθμίσουν ένα γεμάτο τρύπες και, στον πυρήνα του, αφελές σενάριο.
Ωστόσο αυτό δεν επηρεάζει τον θεατή μέσα στην αίθουσα για τον πολύ απλό λόγο ότι, μέσω hyping, προσεκτικού marketing και «διαρροών» το κοινό ήταν ήδη συνένοχο σε αυτό το γεμάτο ασάφεια αποτέλεσμα. Και τελικά πήρε αυτό που ήθελε: ένα featured length video clip με όλες τις μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες του χαρακτήρα τα τελευταία 20 χρόνια που αυτός υπάρχει στη μεγάλη οθόνη (δε βάζουμε τις υπέροχες ιαπωνικές τηλεοπτικές μεταφορές του στη λίστα, αν και κακώς). Έξι κακούς, τρεις ήρωες, πιεσμένο δράμα που ξέμεινε από παλιές ταινίες, πολλούς ιστούς, cultural reference αστεία και κάποια εντυπωσιακά cameos (της τελευταίας στιγμής). Μια εξαιρετικά διασκεδαστική μεν, σούπα δε, από fanservice.
Είναι πολύ διαφορετικό αυτό το αποτέλεσμα από, λόγου χάρη το Endgame, το οποίο αν και είχε στην κορύφωση του τον ίδιο πυρήνα Marvel-ικού fanservice, η εξέλιξη και η εκτόνωση του ήταν πολύ πιο φυσική και, επίσης, καθαρά κινηματογραφική. Ήταν το αποτέλεσμα 10 χρόνων ταινιών, υποσχέσεων και, κοινής πορείας των χαρακτήρων. Το NWH προσπάθησε να κάνει το ίδιο, με μόνη κόλλα τη νοσταλγία χαρακτήρων, υποθέσεων και ιστοριών που τελικά δεν του ανήκαν. Δεν άνηκε στη Marvel ούτε ο πόνος του Tobey, ούτε η τραγωδία της απώλειας της Gwen Stacy, ούτε το σαρδόνιο γέλιο του Green Goblin. Αυτά ανήκαν και ανήκουν σε εμάς και είναι κρίμα να τα χαρίζουμε για μια βόλτα στο λούνα παρκ.
Σε επίπεδο ερμηνειών, ο Tom Holland (The Devil All the Time, Cherry) παρά τις δραματικές αλλαγές που καλείται να αντιμετωπίσει, φαίνεται πως δεν είναι ακόμα στο επίπεδο του να κρατήσει μια τέτοια έκρηξη δράσης στους ώμους του. Νιώθοντας πολύ πιο άνετα στο επίπεδο του sidekick και στη σχολική κωμωδία, όταν μπαίνουν μπροστά τα stakes του multiverse, αλλά και της βίαιης ωρίμανσης του ήρωα για να περάσει σε μια πιο ενήλικη και σκοτεινή περίοδο, φαίνεται πως δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Ειδικά όταν πρέπει να συγκριθεί τόσο με τους προκατόχους του. Από αυτούς ο μεν Andrew Garfield ( tick, tick…BOOM!, Silence) φαίνεται πως διασκεδάζει άπειρα και αναπληρώνει για την τρίτη ταινία που ποτέ δεν είχε ενώ ο Tobey Maguire (Pawn Sacrifice, The Great Gatsby) είναι απλά εκεί. Σε κάθε περίπτωση, τους πάντες ξεπερνά, με ευκολία, ο σπουδαίος Willem Dafoe (Τhe Lighthouse, Death Note), o oποίος παραμένει, με κλειστά μάτια, ένα επίπεδο πάνω από όλους. Παράλληλα η Zendaya (Dune, Euphoria, The OA ) παραμένει το απόλυτο Gen Z bait και μια μεγάλη απορία για το γιατί για όλους τους υπόλοιπους.
Επιλογικά ναι, το Spider-man: Νο Way Home ήταν μια κινηματογραφική εμπειρία, η οποία όμως είχε πολύ λίγη σχέση με το σινεμά. Θύμιζε, μεταφορικά (και δυστυχώς σε πολλές αίθουσες, κυριολεκτικά) γήπεδο, όπου η νέα ομάδα βάζει γκολ από πέναλτι, πανηγυρίζετε με αγνώστους και μετά πάει ο καθένας σπίτι του. Το πέναλτι όμως ήταν πέτσινο και, βαθιά μέσα μας, όλοι το ξέρουμε.