«Αν εσύ το έχεις ξεχάσει, αξιότιμε κύριε, να σου το θυμίσω εγώ: είμαι η γυναίκα σου».
Με αυτήν τη φράση ανοίγει η Βάντα το πρώτο από τα γράμματά της προς τον σύζυγό της, Άλντο, τον άντρα με τον οποίο μοιραζόταν τη ζωή της επί 12 χρόνια και πατέρα των παιδιών της, Σάντρο και Άννα. Έναν άντρα, όμως, που επέλεξε να την εγκαταλείψει, εκείνη και τα παιδιά τους, για να ζήσει με μια άλλη γυναίκα, κατά πολύ νεότερή του. Επί 4 χρόνια, μέσα από μια σειρά γραμμάτων, άλλοτε δακρύβρεχτων και σπαρακτικών, άλλοτε φλεγόμενων από οργή και δυσθυμία, η Βάντα εξαπολύει την μήνιν της απέναντι σε έναν άντρα που, υπό το πρόσχημα της σεξουαλικής ελευθερίας και της απόρριψης των κοινωνικών συμβάσεων και οικογενειακών θεσμών, αφήνει τη σύζυγο και τα παιδιά του να βουλιάξουν στη δυστυχία.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, μεταφερόμαστε περίπου 40 χρόνια αργότερα: ο Άλντο έχει ήδη εδώ και δεκαετίες επιστρέψει στη συζυγική εστία, εκείνος και η Βάντα είναι πλέον 52 χρόνια μαζί, τα παιδιά τους έχουν μεγαλώσει και τους έχουν χαρίσει εγγόνια, εκείνοι διανύουν τη δεκαετία των 60 χρόνων τους και ετοιμάζονται για τις καλοκαιρινές παραθαλάσσιες διακοπές τους. Φαινομενικά έχουν διαγράψει από τη συλλογική τους μνήμη τα γεγονότα αυτής της τετραετίας, μόνο κάποια θραύσματα ανασύρονται που και που στην επιφάνεια, ένα συμβάν εσφαλμένα εγχαραγμένο στη μνήμη, το πρόσωπο της Βάντα σε μια ανάμνηση όπου θα έπρεπε να βρίσκεται ένα άλλο. Μέχρι που όταν επιστρέφουν από τις διακοπές τους, θα βρουν το σπίτι τους λεηλατημένο από κλέφτες, έπιπλα σπασμένα, γυαλιά στο πάτωμα, ράφια ξεχαρβαλωμένα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον απόλυτου χάους και αναταραχής, ο Άλντο θα ξεθάψει τα παλιά γράμματα της γυναίκας του και έτσι το παρελθόν, και ο πόνος που αυτό φέρει, θα αναδυθεί από τα έγκατα της μνήμης όπου ήταν συνειδητά καταχωνιασμένο.
Ο Ντομένικο Σταρνόνε, εκτός από τρανταχτό όνομα των ιταλικών γραμμάτων και βραβευμένος με το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Ιταλίας, Strega, είναι και ο σύζυγος της μεταφράστριας Ανίτα Ράτζα, της γυναίκας που λέγεται πως κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο της Έλενα Φερράντε· έχει φημολογηθεί επίσης ότι ο ίδιος βρίσκεται πίσω από την ταυτότητα της παγκοσμίου φήμης Ιταλίδας συγγραφέα. Σε αυτήν τη σύντομη νουβέλα, η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Σταύρου Παπασταύρου και αν πιστέψει κανείς τις φήμες λέγεται πως αποτελεί το έτερον ήμισυ των «Μερών εγκατάλειψης» της Φερράντε, ο Σταρνόνε επιχειρεί να εξερευνήσει ακροποδητί τα συντρίμμια ενός γάμου υπό διάλυση, όχι όμως μονόπλευρα: αρχικά μέσα από τα γράμματα της Βάντα παρακολουθούμε τη δική της οπτική της ιστορίας, αυτή μιας πληγωμένης, κατακερματισμένης γυναίκας, που δεν αισθάνεται πια επαρκής για τον σύζυγό της, που νιώθει ότι έχει απωλέσει τη νιότη, την προσωπικότητά της, τον ίδιο της τον εαυτό, έχοντας πλέον ενδυθεί αποκλειστικά τον ρόλο της συζύγου και μητέρας. Τα γράμματά της είναι ένα δριμύ κατηγορώ απέναντι στην προσχηματική επίκληση από τον σύζυγό της των ελευθεριακών του αντιλήψεων και της προοδευτικής θεώρησης του γάμου, της οικογένειας και της μονογαμίας ως καταπιεστικές κοινωνικές συμβάσεις, προκειμένου να απεκδυθεί πλήρως των ευθυνών του ως σύζυγος και πατέρας και να αφήσει πίσω τη γυναίκα και τα παιδιά του όχι μόνο ως άτομα, αλλά και ως ό,τι αυτοί σηματοδοτούν για τον ίδιο και την ύπαρξή του, μια επιλογή πλήρως εγωιστική, ανεύθυνη και ατομικιστική – κατά τη Βάντα πάντοτε, γιατί σε αυτήν την πολυπρισματική νουβέλα, καμία αλήθεια δεν είναι αντικειμενική, κανένα γεγονός δεδομένο, όλα υπόκεινται στη ματιά και τα συναισθήματα του υποκειμένου που τα βιώνει.
Στο δεύτερο μέρος, βλέπουμε την οπτική του Άλντο, ενός άντρα σε μια διαρκή αναζήτηση της αυτοπραγμάτωσής του, που μέσα από τη δουλειά, τα κείμενα και τα σενάριά του προσπαθεί να αφήσει το αποτύπωμά του στον κόσμο, να κερδίσει την υστεροφημία του. Ένας άντρας που πριν καλά-καλά γνωρίσει και κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό, παντρεύεται μια γυναίκα – την γνώρισε όμως ποτέ πραγματικά ή αυτό με το οποίο αποφάσισε να δεσμευθεί ήταν οι προσδοκίες που είχε από αυτήν, το ιδεώδες οργάνωσης και μεθοδικότητας που αυτή εκπροσωπούσε και αυτός χρειαζόταν στη δική του άναρχη ζωή; Εν τέλει, όμως, μέσα από την αφήγηση της μικρότερης κόρης, Άννα, μέσα από τα μάτια των παιδιών, θα διαφανεί το πραγματικό αποτύπωμα όλων αυτών των ετών, το κληροδότημα πόνου, μίσους, οργής και δυστυχίας που αυτός ο γάμος άφησε.
Την δεκαετία του ’60 – μια εποχή όπου οι έννοιες της μονογαμίας, των οικογενειακών θεσμών και της πατριαρχικής δομής της οικογένειας, του σκληρά εργαζόμενου πατέρα και της αφοσιωμένης στα παιδιά και το νοικοκυριό μητέρας, ήταν έννοιες σύμφυτες με την ίδια την ύπαρξη, ο μοναδικός αποδεκτός κοινωνικά τρόπος να ζεις και να συμβιώνεις – διαδέχθηκε η δεκαετία του ‘70 , μια δεκαετία κοινωνικής αναταραχής, μια εποχή όπου πλέον η προσκόλληση στις κοινωνικές και οικογενειακές δομές του παρελθόντος θεωρούνταν αναχρονιστική και όπου όσοι ήθελαν να ανήκουν στο ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας όφειλαν να αποκηρύξουν τους απαρχαιωμένους αυτούς θεσμούς και ρόλους. Τι γίνεται όμως όταν ο έρωτας έχει τελειώσει για τον έναν αλλά όχι για τον άλλον, όταν η ευτυχία, η ζωτικότητα και η ελευθερία του ενός θα σημάνει τη δυστυχία, τον πόνο και τη μιζέρια του άλλου; Ο Σταρνόνε μας αναγκάζει να κοιτάξουμε κατάματα τη δύσπεπτη, αλλά οικουμενική, αλήθεια ότι ο έρωτας είναι μια συνθήκη βαθιά και ουσιωδώς εγωιστική, που στον διάβα της, μαζί με την ευφορία και την πληρότητα που επιφέρει σε αυτόν που τη βιώνει, ενδέχεται να ποδοπατήσει τα συναισθήματα κάποιου άλλου, να συνθλίψει προσδοκίες και όνειρα ενός κοινού μέλλοντος.
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί το πορτραίτο ενός γάμου υπό κατάρρευση και δύο ανθρώπων σε διαρκή συγκρουσιακή κατάσταση, μιας γυναίκας αβάσταχτα πληγωμένης, διαψευσμένης και συναισθηματικά κατακρεουργημένης, που καταφεύγει στην επιθετικότητα και την καταπιεστική, εξουσιαστική συμπεριφορά για να κρύψει τον πόνο της, και ενός άντρα εγωιστή, που μασκαρεύει τα τραύματα της δικής του παιδικής ηλικίας πίσω από την αναλγησία και την αποστασιοποίηση, δύο χαρακτήρων τρωτών και σφαλερών, αλλά απόλυτα ανθρώπινων και αληθινών, που παίρνουν σάρκα και οστά από την πένα του Σταρνόνε. Μόνο στρεβλό χαρακτηριστικό στην ανάπτυξη της αφήγησης, η ανδρική ματιά, καθώς η θεώρηση του συζύγου ως ενός θύματος παγιδευμένου και βασανισμένου από μια στερεοτυπικά σαδιστική, μέγαιρα γυναίκα φαντάζει κάπως μεροληπτική και σχηματική.
Ο χαρακτήρας του Άλντο, παρότι νιώθει να έλκεται από το φρέσκο, το νέο και το διαφορετικό, διστάζει να διαρρήξει διά παντός τους δεσμούς του με την οικογένεια και συνάμα με τον πρότερο εαυτό του, να κόψει τα αόρατα κορδόνια που τον δένουν με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Όμως, ποια η υφή και η φύση αυτών των κορδονιών: πρόκειται για δεσμούς αγάπης και αφοσίωσης ή κοινωνικά ανειλημμένων καθηκόντων και ευθυνών; Η ανάμνηση του πατέρα που μαθαίνει στον γιό του να δένει τα κορδόνια του είναι αυθεντική ή απλά η επίπλαστη, ενδότερη άμυνα ενός φοβισμένου παιδιού απέναντι σε αυτό που βιώνει ως απόρριψη και εγκατάλειψη, ή μήπως, ακόμα χειρότερα, η ύστατη μέθοδος χειραγώγησης και συναισθηματικής εκβίασης ενός πατέρα πίσω στους κόλπους μιας δυστυχισμένης οικογένειας;
Ένα βιβλίο κυνικό και απαισιόδοξο μα τόσο ανθρώπινο, με σελίδες που σφύζουν από ζωή, χαρακτήρες καλογραμμένους και συναισθήματα ανείπωτα, ένα βιβλίο για τη μνήμη και τη δυνατότητά της να επαναχαράσσει το παρελθόν αλλά και το παρόν, ένα βιβλίο για αυτό που μένει όταν η αγάπη φεύγει, όταν μένουμε εγκλωβισμένοι σε «δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλον». Ένας μικρός, διακριτικός αλλά καθ’ όλα αισθητός, συγγραφικός θρίαμβος.