
Το Τελευταίος Μονόκερως του Peter S. Beagle (που επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Anubis, με την ίδια μετάφραση του Αυγουστίνου Τσιριμώκου) είναι ένα από τα κλασικά fantasy έργα του περασμένου πια αιώνα. Ήδη από τη στιγμή της κυκλοφορίας του, το 1968 απέκτησε φανατικό κοινό και αργότερα, επηρέασε γενιές συγγραφέων, αναδεικύοντας μια διαφορετική παράδοση του fantasy η οποία δείχνει ότι ένα έργο φαντασίας δε χρειάζεται (πάντα) να έχει στοιχεία επικά ή world-building τόσο βαθύ.
Σε μια εποχή που ο δρόμος που χάραξε ο Tolkien έτεινε να γίνει μονόδρομος για τους συγγραφείς του φανταστικού – και αργότερα, όταν αυτές οι αφηγήσεις ξεκίνησαν να μεταπηδούν σε άλλα μέσα, όπως ταινίες, σειρές, παιχνίδια, έγιναν τελικά- ο Beagle πρότεινε για ένα διαφορετικό τρόπο γραφής στο fantasy – λιγότερο επικό, περισσότερο λυρικό και φιλοσοφικό.
Η υπόθεση είναι φαινομενικά απλή: μια μονόκερος, ζώντας απομονωμένος σε ένα αθάνατο δάσος, ανακαλύπτει ότι μπορεί να είναι το τελευταίο πλάσμα του είδους του. Η είδηση αυτή την ωθεί να εγκαταλείψει την ασφάλεια της αθανασίας και να αναζητήσει τους χαμένους συντρόφους της. Στην πορεία συναντά τον Schmendrick, έναν μάγο που αποτυγχάνει να δαμάσει τη δύναμή του, και τη Molly Grue, μια γυναίκα που συνειδητοποίησε αργά ότι τα όνειρα της νεότητας χάθηκαν ανεπιστρεπτί. Οι τρεις ξεκινούν ένα ταξίδι που τους οδηγεί στο βασίλειο του Haggard, ενός ηγεμόνα που φυλακίζει τους μονόκερους με τη βοήθεια του Κόκκινου Ταύρου. Η κορύφωση της ιστορίας δεν είναι μια θεαματική μάχη αλλά μια υπαρξιακή αναμέτρηση με την απώλεια και την ανθρώπινη αδυναμία να κρατήσει ζωντανό το ίδιο το στοιχείο του Θαυμαστού, αυτή τη ζωντανή ονειροπόληση και την αίσθηση θαύματος που όταν είμαστε μικρότεροι βλέπουμε παντού γύρω μας, όμως όσο περνούν τα χρόνια χάνουμε.

Βασισμένος, όπως και ο Tolkien σε στοιχεία της βορειοευρωπαικής μυθολογίας, ακόμα και ονόματα (o βασιλιάς Haggard είναι ένας από τους πιο διάσημους Σκανδιναβούς ηγεμόνες της ιστορίας), ο Beagle καταφέρνει και συνθέτει ουσιαστικά ένα παραμύθι για ενηλίκους, προσπαθώντας να ανακινήσει μέσα τους την αίσθηση της «επαναμάγευσης». Ήδη, τη δεκαετία του 1960, οι κοινωνικές εντάσεις είχαν οξυνθεί, ο καπιταλισμός με το «ανθρώπινο πρόσωπο» των δεκαετιών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε φτάσει στα όριά του και, τελικά, το κουφάρι που απλά περίμενε να δώσει τη θέση του στον αντικοινωνικό και βαθιά μισανθρωπικό νεοφιλελευθερισμό. Η αίσθηση ότι η ζωή είχε φθηνύνει και ασχημύνει, όλα συμπτώματα της βιομηχάνισης και της επαυξημένης επιταγής για «παραγωγικότητα», είχε ήδη ριζώσει στους ανθρώπους. Ο Beagle τα αντιλαμβάνεται και επιλέγει να μιλήσει για όλα αυτά μέσα από ποιητικούς συμβολισμούς.

Η δύναμη του Beagle βρίσκεται πρωτίστως στη γλώσσα. Η αφήγηση είναι γεμάτη μουσικότητα, με προτάσεις που θυμίζουν ποίηση και διάλογους που ισορροπούν ανάμεσα στον σαρκασμό και τη μεταφυσική αναζήτηση. Πολλές φορές ο αφηγητής μοιάζει να συνομιλεί απευθείας με τον αναγνώστη, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για μύθο σε έναν κόσμο που έχει ήδη ξεχάσει τους μύθους του. Αυτή η μετα-λογοτεχνική διάσταση αποτελεί και τον πυρήνα του βιβλίου, φέροντας την πλοκή και την εξέλιξή της σε ρόλο δευτεραγωνιστή.

Οι χαρακτήρες αποτελούν άλλο ένα ισχυρό σημείο αλλά και πηγή ανισορροπιών. Ο μονόκερος ξεκινά ως μια σχεδόν απόκοσμη φιγούρα, μακρινή και αθάνατη. Μέσα από το ταξίδι της αποκτά συναισθήματα που δεν είχε γνωρίσει ποτέ: φόβο, αγάπη, θλίψη, ακόμη και την εμπειρία της θνητότητας. Αυτή η μεταμόρφωση είναι συγκινητική και δίνει στο βιβλίο υπαρξιακό βάθος. Η Molly Grue, ίσως η πιο ρεαλιστική φιγούρα της ιστορίας, ενσαρκώνει τη χαμένη ελπίδα της ενηλικίωσης . Ο Schmendrick προσφέρει ταυτόχρονα κωμικά στοιχεία αλλά και, πιο ουσιαστικά, μια διαρκή αναζήτηση ταυτότητας, που καταλήγει σε πραγματική μαγεία μόνο όταν αποδεχθεί την ίδια του τη φύση. Στον αντίποδα, ο βασιλιάς Haggard παραμένει περισσότερο σύμβολο παρά ολοκληρωμένος χαρακτήρας: αντιπροσωπεύει την εμμονή να κατέχεις και να φυλακίζεις την ομορφιά, χωρίς να αποκτά ψυχολογικό βάθος που θα έκανε τη σύγκρουση με τον μονόκερο πιο έντονη και δραματική.

Το θεματικό βάρος του μυθιστορήματος είναι αναμφισβήτητο. Ο Beagle μιλά για την εξαφάνιση της μαγείας από τον κόσμο, για τη λήθη που καλύπτει τα θαύματα και την ανθρώπινη αδυναμία να αναγνωρίσει το εξαιρετικό πριν χαθεί. Η ιστορία είναι βαθιά μελαγχολική: ακόμη και όταν οι μονόκεροι τελικά σώζονται, η αίσθηση απώλειας παραμένει. Το τέλος δεν είναι μια απλή αποκατάσταση της τάξης αλλά μια μεταμόρφωση που αφήνει σημάδια σε όλους τους ήρωες. Ο Beagle μοιάζει να υποστηρίζει ότι η μαγεία μπορεί να διασωθεί μόνο αν αποδεχθούμε τη θνητότητα και την αλλαγή, αν θυσιάσουμε την αθωότητα για χάρη της εμπειρίας.
Η επιρροή του έργου είναι σημαντική. Σε μια εποχή που η φαντασία οριζόταν κυρίως από την επική κληρονομιά του Tolkien, ο Beagle πρότεινε κάτι διαφορετικό: μια ιστορία χωρίς μεγάλες μάχες, χωρίς αχανείς κόσμους ή πολιτικές δολοπλοκίες, αλλά με εστίαση στο εσωτερικό ταξίδι των χαρακτήρων και στον υπαρξιακό στοχασμό. Η επιτυχία του, τόσο εμπορική όσο και κριτική, αλλά και η επιτυχημένη μεταφορά του σε ταινία κινουμένων σχεδίων το 1982, σφράγισαν τη θέση του ως κλασικό έργο της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Παρόλα αυτά, δεν είναι ένα βιβλίο που θα ικανοποιήσει κάθε αναγνώστη. Ο ρυθμός είναι άνισος και σε πολλά σημεία αργός, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται όσο θα έπρεπε και η τελική αντιπαράθεση με τον Κόκκινο Ταύρο και τον βασιλιά Haggard στερείται της δραματικής έντασης που υπόσχεται η πλοκή. Η ποιητική γλώσσα, όσο και αν είναι γοητευτική, λειτουργεί συχνά εις βάρος της καθαρής αφήγησης. Το βιβλίο περισσότερο υπαινίσσεται ιδέες και συναισθήματα παρά τα εκφράζει ξεκάθαρα, κάτι που μπορεί να απογοητεύσει όσους προτιμούν ιστορίες με πιο συγκεκριμένη δομή και δράση.
Κι όμως, αυτές οι αδυναμίες δεν αναιρούν τη σημασία και τη διαχρονική αξία του έργου. Το Τελευταίος Μονόκερως δεν είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται για την πλοκή του· είναι μια εμπειρία ανάγνωσης που προκαλεί τον αναγνώστη να αναμετρηθεί με την απώλεια, τη λήθη, την ανάγκη να πιστέψουμε ξανά στο θαυμαστό. Η μαγεία που περιγράφει ο Beagle δεν είναι φωτεινή και εύκολη· είναι εύθραυστη, απειλούμενη, και για να σωθεί απαιτεί θυσίες. Αυτό είναι το στοιχείο που κάνει το βιβλίο να παραμένει ζωντανό και συγκινητικό δεκαετίες μετά την έκδοσή του. Δεν προσφέρει την άνεση μιας παραμυθένιας λύσης αλλά τη σκληρή διαπίστωση ότι η μαγεία, όπως και η ζωή, κοστίζει – και ακριβώς γι’ αυτό αξίζει να τη διεκδικούμε.

ΥΓ: Ο τίτλος του βιβλίου είναι Τελευταίος Μονόκερως, ακολουθώντας την πιο σύγχρονη εκδοχή της λέξης. Στο κείμενο επιλέχθηκε το μονόκερος, μόνο και μόνο επειδή ο γράφων είναι millennial και δεν έχει καμία διάθεση να αλλάξει το πώς γράφει. Επίσης ό,τι και να ακούσετε, ξέρετε βαθιά μέσα σας ότι το σωστό είναι τραίνο και όχι τρένο, Σαίξπηρ και όχι Σέξπιρ.