Ο Σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι του David Blue Garcia είναι μία από τις πιο αναμενόμενες και ταυτόχρονα πιο κλόουν ταινίες που έχω δει. Και έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Συγκεκριμένα, δεν ξέρω από που να αρχίσω, αφού για αρχή αποτελεί -προς έκπληξη μου -τρανή απόδειξη ότι ακόμα και το slasher θέλει μαστοριά και αυτός είναι ίσως ο μόνος λόγος που θα ευχαριστήσω τον σκηνοθέτη. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, ίσως και για κάποιες ακραίες gore και splatter σκηνές, αλλά ακόμα και αυτό δεν στάθηκε αρκετό, ώστε να μην γίνω έξαλλη, εξαιτίας μιας σειράς ατοπημάτων που θα απαριθμήσω αναλυτικά. Διότι μου αρέσει να μιλώ με ντοκουμέντα!
Για αρχή, η αλήθεια είναι ότι ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία της ταινίας του Tobe Hooper είναι ο καυτός ήλιος του Τέξας, το δέρμα που λασπώνει από τον ιδρώτα, όταν αναμειγνύεται με το χώμα, και η αίσθηση ότι εκείνο σιγολιώνει, εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών και της σκληρής ζωής στο Νότο. Στην περίπτωση της ταινίας του D. B. Garcia τίποτα από όλα αυτά δεν αποτυπώνεται, έτσι ώστε να στοιχειοθετείται η southern ταυτότητα του κλασσικού αυτού franchise ταινιών τρόμου. Αντίθετα, όλα μοιάζουν μοστραρισμένα και καρικατουρίστικα, φτιαγμένα σαν διαφήμιση της Marlboro, που πήγε, ωστόσο, άκλαυτη παρά τη φήμη και το όνομα του brand της. Έτσι, το Texas Chainsaw Massacre χάνει την “αλητεία” του και μοιάζει περισσότερο με teen σειρά και όχι στο “βρώμικο” σλάσερ του 1974, απογοητεύοντας ακόμα και τους πιο καλοπροαίρετους θεατές, που περιμένουν τουλάχιστον να αισθανθούν λίγη από τη γεύση της ερήμου! Με άλλα λόγια, πάσχει από αυθεντικότητα και αυτό είναι κάτι πολύ ενοχλητικό.
Δεν φτάνει, όμως, μόνο αυτό, αφού η παρωδία συνεχίζεται. Μήπως, νόμιζες, άλλωστε, ότι το αφήγημα περί “ιδεολογική ηγεμονίας της αριστεράς” είναι μόνο ελληνικό προνόμιο; Πλανάσαι οικτρά. Στην μικρή πόλη του Harlow η σημαία του Νότου ανεμίζει αγέρωχα και οι κάθε λογής μειονότητες ή προοδευτικά στοιχεία δεν είναι παρά μια ομάδα από ελιτιστές χίπστερς, που τα πάνε καλά με τις τράπεζες και θέλουν να πλουτίσουν εις βάρος του παρηκμασμένου Νότου και των φτωχών , πλην τίμιων, ανθρώπων του. Αυτού του είδους η “αδικία” ενεργοποιεί και το μένος του Σχιζοφρενή δολοφόνου, που σαν Νότιος εκδικητής μάχεται τον “εκσυγχρονισμό”, που έφεραν στην πόλη του μαύροι, φεμινίστριες και….oh wait, από πότε είναι αυτή η εφημερίδα και πως γίνεται οι αναλογίες σε αυτή τη ταινία του 2022 να είναι χειρότερες από αυτές του 1974; Τι πήγε λάθος και προς τι όλη αυτή η νοσταλγία για εποχές που η ιστορία έχει καταδικάσει; Μήπως, ο δολοφόνος είναι πρώτος εξάδελφος με την Scarlet O’ Hara; Να την περιμένουμε για τσάι; Τόσα ερωτήματα γύρω από την πολιτική ταυτότητα της ταινίας, μα η απάντηση ίσως είναι «ότι να ‘ναι».
Δυστυχώς (ή ευτυχώς), ο σκηνοθέτης μάλλον νόμιζε ότι αυτός είναι απλά ο τρόπος να αναβιώσει την προαναφερθείσα και απολωλότα southern ατμόσφαιρα –γιατί, τέτοια πράγματα συμβαίνουν μόνο στο Νότο, hello?? -, αλλά παρά τις προσδοκίες του, το μόνο που τελικά καταφέρνει είναι να αναπαράγει κάποια αρρωστημένη φαντασίωση του D. Trump. Ειδικότερα, το πλαίσιο δράσης του κεντρικού ήρωα είναι τόσο λάθος, που ξαφνικά όλες οι σπλάτερ σκηνές τρόμου μοιάζουν με αναπαραστάσεις έμφυλης ή ρατσιστικής βίας, μετατρέποντας το αρχικό, κλασσικό, πλέον, κόνσεπτ της οικογένειας -δολοφόνων -στη μέση του πουθενά -σε πολιτικό σχόλιο (;) και αυτό είναι κάτι που σε αποτρέπει από το να απολαύσεις ακόμα και τις λιγοστές καλές στιγμές της ταινίας. Ας πάρει θέση o Rob Zombie, παρακαλώ πολύ!
Επιπλέον, οι αθεόφοβοι δεν διστάζουν να πάρουν θέση και ως προς το ζήτημα της οπλοκατοχής, που είναι ένα από τα πιο φλέγοντα στην Αμερική, με τον Νότο να υπερασπίζεται μέχρι και σήμερα σθεναρά το δικαίωμά του σε αυτήν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, λοιπόν, το θέμα αυτό κάνει trigger συνεχώς, όχι, όμως με τον αναμενόμενο τρόπο, αφού μοιάζει να παίρνει φανερή θέση υπέρ. Αυτό, ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξενίζει τον θεατή, αν το συνδέσει με όλα τα παραπάνω. Έτσι, δεν είναι; Το Texas Chainsaw Massacre δεν είναι, άλλωστε, παρά μία κακή, κακή, κάκιστη slasher ταινία (γρρρρ), αλλά γιατί μπαίνει σε χωράφια που δεν θα έπρεπε να την απασχολούν; Επιπλέον, όχι μόνο αποτελεί την ντροπή κάθε αναβίωσης κλασσικής ταινίας τρόμου, που έχεις δει, αλλά δε σέβεται ούτε καν τα κλισέ του είδους και προχωράει στην εκτέλεση της scream queen του. Πράγματι, στο σκηνοθέτη φαίνεται να μην αρκεί ο απλός βασανισμός της κεντρικής ηρωίδας -ιδέα που ήδη σήμερα σηκώνει αρκετή κριτική και συζήτηση -, μα πρέπει να τη σκοτώσει και να την νικήσει με κάθε τρόπο. “Κάνει την ανατροπή” θα έλεγε κανείς. Κάποιος πιο κακοπροαίρετος από εμένα, ωστόσο, θα πίστευε ότι η ταινία είναι τόσο κλόουν, που μάλλον θέλει να ξεπεράσει το Halloween (2018). “Τρομάρα της”, θα έλεγα εγώ. Έτσι, το Texas Chainsaw Massacre δεν σου δίνει ούτε καν την ελάχιστη ικανοποίηση, εκείνη που απορρέει από την μπαναλιτέ του καλού και του κακού στο είδος του τρόμου, αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά πόσο κακή ταινία είναι.
Πραγματικά το βαρέλι της μιζέριας αυτής της ταινίας δεν έχει πάτο, αφού εκτός από το αίμα, που ρέει άφθονο, όλα τα υπόλοιπα τα δίνει με το σταγονόμετρο. Το ίδιο συμβαίνει και με τον αλλόκοτο, μυστήριο χορό του πρωταγωνιστή με το πριόνι, που σκίζει τον αέρα στο πέρασμα του, κατά το τέλος της ταινίας, δίνοντας την αίσθηση του ημιτελούς, μα και της καλτ αισθητικής του τρόμου που πηγάζει από την αμηχανία. Στο Texas Chainsaw Massacre, ο δολοφόνος μας χορεύει μεν, αλλά λίγο, αφού κάπου πρέπει να χωρέσουν τα 10′ τίτλων τέλους με όλους όσους συντέλεσαν στην δημιουργία αυτής της “υπερπαραγωγής”. Δεν περιμέναμε, ωστόσο, τίποτα διαφορετικό, αφού μέχρι και στο τέλος γίνεται φανερό ότι για την πετυχημένη αναβίωση ενός τέτοιου έπους δεν αρκεί ούτε ένα τοπίο, φτιαγμένο από προκάτ μακέτα, ώστε να μοιάζει με western πόλη -φάντασμα, ούτε ο leatherface, με όλα τα mommy issues του κόσμου, επιβεβαιώνοντας τη φράση «καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς»!