Η σειρά του Μαύρου Πύργου, είναι περίπου 1,3 εκατομύρια λέξεις και αγγίζει δεκάδες κόσμους, πολλούς καλοστημένους χαρακτήρες με λεπτομερείς ιστορίες και μια σωρεία προβλημάτων του δικού μας κόσμου. Η ταινία του Τhe Dark Tower δεν έχει τίποτα από αυτά. Και καλά κάνει. Θα ήταν ανθρωπίνως αδύνατον να χωρέσει όλη αυτή η χαοτική ιστορία σε μια ταινία 90 λεπτών και, αν το προσπαθούσαν, οι συντελεστές θα εξαφάνιζαν κάθε πλεονέκτημα που μπορεί να είχαν.
Τι είναι λοιπόν το Τhe Dark Tower; Μια τίμια, true to its roots ταινία low fantasy, η οποία αγγίζει όσο λίγες άλλες το αίσθημα παρόμοιων ταινιών των 90s, χωρίς καν να προσπαθεί να αντλήσει από αυτή την δεξαμενή νοσταλγίας. Η ταινία του Nikolaj Arcel (Το κορίτσι με το τατουάζ,En kongelig affære) δεν ρισκάρει. Θα ήταν πολύ εύκολο να κυνηγήσουν ένα επικό ταξίδι ανάμεσα στους παράλληλους κόσμους, ή να μπλέξουν το backstory κάποιου άλλου βασικού χαρακτήρα, και θα ήταν εξίσου εύκολο το όλο project να εκτροχιαστεί σε ένα άτσαλο χάος. Τότε, όσοι σήμερα γκρινιάζουν πως “δεν μοιάζει καθόλου με το βιβλίο”, θα έλεγαν ” δεν προσπάθησε να κάνει τίποτα δικό του”.
Αντί για αυτό, έχουμε μια πολύ προσγειωμένη, γήινη ταινία φαντασίας, η οποία, όποιον πειρασμό και αν αντιμετωπίζει, πατά τα πόδια της στην γη και θέτει το βλέμμα της σε οικεία πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις: η επική μάχη του Πιστολέρο με τον Μαυροντυμένο Αντρα παραμερίζει για να κάνει χώρο για τα σοκάκια της Νέας Υόρκης, τα προβληματα ενός παιδιού που έχασε τον πατέρα του και άλλες ιστορίες, πιο προσεγγίσιμες από μια αρχετυπική μάχη του Καλού με το Κακό. Ωστόσο, η μάχη αυτή δεν χάνεται. Είναι το κεντρικό όχημα της ταινίας. Απλά, δέχεται πρόθυμα άλλους συνοδηγούς. Γνωρίζοντας το πνεύμα του King, ο οποίο συνηθίζει να βλέπει το κακό στα πιο κοντινά και οικεία μέρη, μπορούμε να φανταστούμε πως αυτό το αποτέλεσμα δεν θα ήταν τόσο καταδικαστικό για τον ίδιον.
Τα μεγάλα χαρτιά της ταινίας είναι χωρίς αμφιβολία το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Idris Elba (Τhor, Beast of no Nation,The Jungle Book) και Matthew McConaughey (Interstellar,Dallas Buyers Club), δυο σημαντικοί ηθοποιοί, οσκαρικού βεληνεκούς. Ο Εlba καταφέρνει σχεδόν χωρίς κόπο, με το φυσικό gravitas του physic του να χτίσει έναν χαρακτήρα δέους και ανθρώπινου πόνου, ωστόσο ο περιορισμένος χρόνος της ταινίας δεν του αφήνει περιθώρια να καλλιεργήσει κανένα από τα δύο. Από την άλλη, ο McConaughey, αλλοιώνοντας μόνο ελαφρά την μανιέρα του, δίνει τελικά ένα καρτουνίστικο και campy κακό, ο οποίος δεν καταφέρνει να βγάλει απειλή, είναι όμως ευχάριστο να τον βλέπεις. Από το υπόλοιπο cast ξεχωρίζει μόνο η δική μας Katheryn Winnick (Vikings, Killers) η οποία απέδειξε ότι μπορεί να σταθεί απέναντι σε μεγάλους ηθοποιούς χωρίς σπαθί και ασπίδα.
Πέρα από αυτά όμως, η ταινία χτίζει τον δικό της (χαμηλό) πύργο με πολλά κενά και ελλείψεις. Η απόφαση να μην παρθούν ρίσκα καταλήγει στο να αποδίδεται το φανταστικό κομμάτι της ιστορίας άνευρα και άχρωμα, ενώ ακόμα και τα θέματα των χαρακτήρων, όπως λόγου χάρη η απώλεια των πατρικων φιγούρων, να παρουσιάζονται επιδερμικά. Ταυτόχρονα, ο κατά βάση συγγραφέας Nikolaj Arcel , ο οποίος καθόταν στην καρέκλα του σκηνοθέτη,δεν κατάφερε, στο εικονογραφικό κομμάτι, να δημιουργήσει αίσθηση, μένοντας σε στερεοτυπικά στρωτές λήψεις.
Επιπλέον, μεγάλη απώλεια (και για όσους τον ξέρουν, αλλά και γενικά) ήταν ο παροπλισμός του τρομερού Jackie Earle Haley (Preacher, Watchmen) στον οποίον δεν δόθηκε κανένα πάτημα να δείξει τις ικανότητες του. Πέρα από αυτόν, και το υπόλοιπο cast δεν κατάφερε να ξεχωρίσει, με κανέναν τρόπο, με κύριο εκπρόσωπο αυτής της αδιαφορίας τον νεαρό Tom Taylor, (Dr. Foster) ο οποίος ενώ δεν κάνει κάτι τρομερά λάθος, δεν κάνει και κάτι ξεχωριστό ή αξιομνημόνευτο.
Τελικά, τι θα μείνει από τον Μαύρο Πύργο; Μετά από πολύ γκρίνια, φωνές και δογματισμούς, θα μείνει μια ταινία που θα την βλέπουν μετά από χρόνια τα παιδιά στην τηλεόραση αργά και θα την θυμούνται για τον στρωτό, απλοικό της τόνο, όπως κάναμε και εμείς για άλλες, που έδειχναν κόσμους φανταστικούς και παράξενα γοητευτικές μορφές. Σίγουρα δεν δημιουργήθηκε για αυτό, είναι όμως το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει. Και μεταξύ μας, δεν είναι και λίγο.