Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το This is not a Blog.
Δεν σας κρύβω πως η παρακολούθηση της σειράς The Great ξεκίνησε με την προοπτική πως αυτό που θα ακολουθήσει δεν θα είναι τίποτα παραπάνω από την τηλεοπτική εκδοχή της Ευνοούμενης. Ο κοινός σεναριογράφος, Tony McNamara, η παρόμοια τοποθεσία της ιστορίας (βασιλικό παλάτι), οι ομοιότητες στις πρωταγωνίστριες (μη μου πείτε πως η ξανθιά, γλυκύτατη, αλλά και πονηρή Elle Fanning δεν φέρνει έστω και λίγο στην Emma Stone!) και ο συνδυασμός εκκεντρικού χιούμορ και συχνότατων σεξουαλικών αναφορών είναι οι διόλου διακριτικές ομοιότητες των δύο παραγωγών. Ωστόσο, ο υποχρεωτικά αυξημένος τηλεοπτικός χρόνος και η έλλειψη της κινηματογραφικής υπογραφής ενός σκηνοθέτη σαν του Λάνθιμου εύλογα δημιουργεί φοβίες για ένα ξεχειλωμένο αποτέλεσμα.
Να, λοιπόν, που μερικές φορές τα πράγματα εξελίσσονται αναπάντεχα θετικά!
Η σειρά, που εξ’ αρχής μας δηλώνει την πρόθεση της να μην μείνει πιστή στην επίσημη ιστορία, ακολουθεί την Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, εστιάζοντας στον πρώτο καιρό που έφτασε στο ρωσικό παλάτι, προκειμένου να παντρευτεί τον Πέτρο τον Γ’ και να του προσφέρει τον πολυπόθητο διάδοχο. Ωστόσο, η εικόνα που αντικρύζει εκεί, με τον ανώριμο Πέτρο να ενδιαφέρεται μονάχα για την ικανοποίηση των σεξουαλικών του ορμών και την αποδοχή του από τους ευγενείς, οδηγούν την νεαρή Αικατερίνη στην απόφαση να οργανώσει την ανατροπή του συζύγου της από το θρόνο. Αν και το σχέδιο είναι εξαιρετικά φιλόδοξο, ειδικά για μια γυναίκα εκείνης της εποχής, η Αικατερίνη δεν διστάζει να το βάλει άμεσα μπρος, αφού σε μεγάλο βαθμό της προσφέρει έναν ικανοποιητικό λόγο για να συνεχίσει να υποκρίνεται πως απολαμβάνει τον εγκλεισμό της στο παλάτι και τη συναναστροφή της με τους υπόλοιπους ευγενείς. Βέβαια, εκτός από το σχέδιο ανατροπής του Πέτρου, η διαβίωση στο παλάτι βελτιώνεται χάρη στον ερωτικό σύντροφο που της έφερε ο Πέτρος, τον Leo (Sebastian De Souza), με τον οποίον αρχίζουν να αναπτύσσουν πραγματικά συναισθήματα, αλλά και με τη βοήθεια της Marial (Phoebe Fox), η οποία μπορεί να βρέθηκε απότομα και άδικα από τα σαλόνια στα αλώνια, αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα σημαντικό στήριγμα για τη Αικατερίνη, η οποία δυσκολεύεται στην αρχή να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις και τις συνήθειες της νέας της ζωής.
Όπως υποψιαζόμασταν, το σενάριο του McNamara δεν απομακρύνεται ιδιαίτερα από τα μοτίβα που βρίσκει κανείς και στην Ευνοούμενη. Ωστόσο, ο επιπλέον χρόνος του επιτρέπει να εμβαθύνει σε χαρακτήρες, αποτυπώντας με περισσότερες λεπτομέρειες τη ζωή στο παλάτι, τουλάχιστον με βάση τη δικιά του εκδοχή των γεγονότων. Έτσι, οι πολιτικές δολοπλοκίες της Αικατερίνης, οι άδικες εκτελέσεις και οι ερωτικές περιπτύξεις που διαγράφουν τα όρια ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή, συνοδεύονται από χαρακτήρες που ασφυκτιούν -ο καθένας για τους δικούς του λόγους- από τη γεμάτη ηδονή και δίχως έγνοιες ζωή. Για παράδειγμα, ο κολλητός του Πέτρου, Grigor (Gwilym Lee), δυσανασχαιτεί κάθε φορά που ο βασιλιάς του “κλέβει” τη σύζυγο για ερωτικούς μαραθώνιους, αλλά προσπαθεί να κρύψει τον εκνευρισμό του με κάθε τρόπο για να μην τον προσβάλλει. Ο ευγενικός, ανοιχτός σε νέες ιδέες και ολίγον τι δειλός Orlov (Sacha Dhawan), προσπαθεί να επιβιώσει στο αναίτια βίαιο περιβάλλον του παλατιού χρησιμοποιώντας τις διπλωματικές του ικανότητες, ενώ η εκκεντρική φιγούρα του Αρχιεπισκόπου (Adam Godley) από τη μια προσπαθεί να επιβάλλει την αυστηρή χριστιανική ηθική, διατηρώντας την ρωσική αυτοκρατορία μακριά από την αμαρτωλή πρόοδο που ευαγγελίζεται η Αικατερίνη, ωστόσο απολαμβάνει στα κρυφά την ηδονή που προσφέρει ο πόνος.
Αν και γεμάτη με απολαυστικούς δεύτερους χαρακτήρες, η σειρά ποτέ δεν ανοίγεται τόσο ώστε να ξεχάσει πως αφηγείται την ιστορία της Αικατερίνης και του Πέτρου. Η Elle Fanning αποδεικνύεται ιδανική για το ρόλο, με το βλέμμα της να υιοθετεί πληθώρα διαφορετικών εκφράσεων κάθε φορά που κρίνεται απαραίτητο. Σταδιακά, την βλέπουμε να μεταλάσσεται από το σαστισμένο κορίτσι που αναζητά τα πατήματα της στο νέο περιβάλλον και στέκεται τρομαγμένο και αηδιασμένο απέναντι στις πράξεις βίας του συζύγου της, σε παθιασμένη ερωμένη και αποφασισμένη ηγέτιδα που δεν θα διστάσει να θυσιάσει ακόμα και την προσωπική της ευτυχία για να πετύχει τους πολιτικούς της στόχους. Η Fenning δεν δυσκολεύεται να μας πείσει πως η Αικατερίνη μπορεί να εκματαλλευτεί με την ίδια ευχαίρια τη σεξουαλικότητα και τη σπιρτάδα της για να ελιχθεί ανάμεσα στις υποχρεώσεις της νέας της ζωής, να επιβιώσει από τις διάφορες απειλές και εν τέλει να παίξει το βασιλικό παιχνίδι με τους δικούς της όρους.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη έκπληξη είναι ο Πέτρος του Nicholas Hoult, που αποτελεί ακόμη έναν συνδετικό κρίκο με την ταινία του Λάνθιμου. Εδώ, όμως, όχι απλά έχει ουσιαστικότερο ρόλο, αλλά ερμηνεύει τον χαρακτήρα του με εντυπωσιακή ενέργεια, η οποία σχεδόν κλέβει την παράσταση. Πλάθει έναν χαρακτήρα που ενώ φαινομενικά είναι εξαιρετικά ρηχός, δείχνοντας ενδιαφέρον μονάχα για τη σεξουαλική του ικανοποίηση και προσεγγίζοντας με τρομακτική αφέλεια τις πολιτικές υποχρεώσεις του, μέσα από μικρές σκηνές αποδεικνύεται πως είναι ένα άτομο που αναζητά την ειλικρινή αγάπη και προσπαθεί να ξεφύγει από τη σκιά του πατέρα του, του Πέτρου του Μέγα. Με την αξιέπαινα ισορροπημένη ερμηνεία του και με τη βοήθεια του καλογραμμένου σεναρίου, ο Hoult κλέβει τις εντυπώσεις με έναν χαρακτήρα που μπορεί να μην έχει βιώσει υλικές ελλείψεις, αλλά συναισθηματικές, κερδίζοντας έτσι μέρος της συμπάθειας του κοινού.
Σκηνοθετικά, μπορεί η σειρά να μην διαθέτει τους αισθητικούς ακροβατισμούς του Λάνθιμου με τη χρήση αργής κίνησης και ευρυγώνιων φακών, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως η σκηνοθεσία δεν διαθέτει παιχνιδιάρικο ύφος, ξεφεύγοντας από μια κλασικότροπη προσέγγιση που έτσι και αλλιώς θα έμοιαζε παράταιρη με το παλαβό σενάριο του McNamara. Η υπερβολή, λοιπόν, είναι διάχυτη σχεδόν σε κάθε σκηνή. Τα κωμικά στοιχεία, η καρικατουρίστικη βία, οι σεξουαλικές σκηνές που απεικονίζονται σαν μια οποιαδήποτε άλλη πράξη της καθημερινότητας, η αγωνία – όλα συνυπάρχουν αρμονικά, αναδεικνύοντας τον παραλογισμό της εξουσίας που είναι αποκομμένη απ’ την πραγματική ζωή.
Δίνοντας έμφαση στην πολιτική πλεκτάνη (χωρίς να προσπαθεί να αγγίξει βέβαια την περιπλοκότητα σειρών, όπως το House of Cards), εμβαθύνoντας στις συνθήκες διαβίωσης στο παλάτι και διατηρώντας αναλλοίωτα όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ξεχώρισαν στην Ευνοούμενη, η σειρά καταφέρνει να ξεφύγει από τη σκιά της δημοφιλούς ταινίας, αποτελώντας μια αυτόνομη και αξιοπρεπέστατη τηλεοπτική πρόταση. Με το πλάνο του McNamara να θέλει τέσσερις ακόμα σεζόν, εμείς δηλώνουμε τυφλή εμπιστοσύνη και αναμένουμε τη συνέχεια με τεράστια προσμονή (ειδικά, μετά από το τόσο σαδιστικό cliffhanger).
HUZZAH!