Το The Huntsman: Winter’s War λειτουργεί ταυτόχρονα ως prequel αλλά και sequel στο συμπαθητικό Snow White and the Huntsman (2012), και εστιάζει πολύ περισσότερο στον κυνηγό, μια καταραμένη ιστορία αγάπης και έναν κίνδυνο από το παρελθόν. Μπορεί να ακούγεται ενδιαφέρον να εξερευνήσει κανείς τον κόσμο της Χιονάτης, την ιστορία και τους μύθους του, ωστόσο το The Huntsman: Winter’s War είναι ένα τυπικό παράδειγμα ταινίας που θα την δείξει κάποια στιγμή ένα ελληνικό κανάλι (πάντα σε πρώτη προβολή όσες φορές κι αν παίξει) και οι θεατές θα το αφήσουν να τρέχει, θα ασχολούνται με τα κινητά τους και θα μιλάνε ή θα κάνουν δουλειές, χωρίς να προσέχουν και ταυτόχρονα χωρίς να χάνουν κάτι από την ταινία.
Γιατί, χωρίς να το θέλει, το The Huntsman: Winter’s War καταφέρνει να γίνεται το τέλειο παράδειγμα μιας βιομηχανίας παραγωγής χωρίς όραμα, ιδέες ή ενδιαφέρον για αυτό που παράγει. Η ταινία βλέπεται ευχάριστα, έχει καλοστημένα πλάνα, σε κάποια σημεία ακόμα και κάποιες έξυπνες λήψεις, ένα δυο όμορφα γκρο ή γενικά, αλλά το συνολικό της αποτέλεσμα αφήνει μια μεταλλική γεύση τυποποίησης. Δεν υπάρχει καμία σπίθα, κανένα ενδιαφέρον ούτε καν από τους πρωταγωνιστές για την πορεία της ταινίας που να προκαλεί κάποια συναισθηματική ανταπόκριση από το κοινό. Ταυτόχρονα, η ιστορία των σεναριογράφων Craig Mazin (Hangover) και Evan Spiliotopoulos (Ηercules) αντανακλά την μετριότητα και την κλισεδιά προηγούμενων δουλειών τους, και μοιάζει περισσότερο με διαγωνισμό για το πόσα κλισέ μπορεί να χωρέσουν σε ένα δύωρο (114 λεπτά για την ακρίβεια) παρά για ιστορία που θέλει κάτι να πει ή να μεταφέρει κάποια διάθεση στον θεατή.
Ο σκηνοθέτης του πετυχημένου Snow White and the Huntsman, Rupert Sanders (Ghost in the Shell ) δεν επέστρεψε για την συνέχεια, και έτσι τα ηνία πήρε ο τεχνικός Cedric Nicolas-Troyan, ο οποίος έχει κάνει μόλις μια short film πριν από αυτή. Εστιασμένος στο οπτικό κομμάτι, που, όπως αναφέραμε, είναι αρκετά καλό, χάνει οποιοδήποτε έλεγχο πάνω στην δομή και τον ρυθμό του φιλμ, αδυνατώντας να ελέγξει ή να κατευθύνει την ιστορία προς κάποια ουσιαστική λήξη. Τρέχοντας σε σημεία, ασθμαίνοντας σε άλλα, είναι σαν να προκαλεί τον θεατή να αδιαφορήσει για ένα τόσο προχειροφτιαγμένο αποτέλεσμα. Και είναι πραγματικά κρίμα κάτι τέτοιο, γιατί αυτή η ταινία θα μπορούσε να είναι πολλά παραπάνω…
Από θέμα casting δεν μπορούν να ειπωθούν πάρα πολλά, όλοι έκαναν όσο το δυνατόν λιγότερα, προφανώς αποφασισμένοι να κρατήσουν ενέργεια για άλλες υποχρεώσεις μέσα στην χρονιά. Η συμπαθητική Jessica Chastain (The Martian , The Help) καταφέρνει να κάνει κάπως ανθρώπινο το κινούμενο στερεότυπο που της δόθηκε για ρόλο, ενώ ο δικός μας Chris Hemsworth (Thor, Rush) έχει μια ακόμα πιο εύκολη δουλειά, συνεχίζοντας την καθαρά φυσική μανιέρα που είχε ο ρόλος του από την προηγούμενη ταινία, απλά την επέκτεινε χρονικά. Το αγαπημένο δίδυμο Emily Blunt (Sicario, Looper) και Charlize Theron (Mad Max, Monster) στον ρόλο των κακών φαίνεται οριακά πως βαριούνται και απλά αρκούνται στο να προφέρουν τις (cheesy) ατάκες τους όσο πιο μεγαλόπρεπα μπορούν, γιατί ξέρουν πως αυτή την στιγμή θα παρακολουθούσαμε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον διαφημίσεις για κολόνιες που έχουν κάνει, παρά αυτήν την ταινία.Επομένως, αν είστε φαν του σινεμά, πηγαίνετε κάπου αλλού. Αν δεν είστε και φανατικοί, ε, την άλλη βδομάδα έχουμε εμφύλιο…