Το Netflix είχε πιστέψεις πως το 2019 θα ήταν η οσκαρική του χρόνιά και έτσι, μετά τον Irishman και το Marriage Story, έριξε στον αγώνα και το The Two Popes του Fernando Meirelles (City of Men , City of God), το οποίο στηρίζεται σε μια υπέροχη, ερμηνευτική μονομαχία μεταξύ δύο κορυφαίων ηθοποιών, του Anthony Hopkins (Westworld, Thor: Ragnarok) και του Jonathan Pryce (Taboo, Brazil) . Όμως, σε αντίθεση με το απλό, καθημερινό και προσιτό δράμα του Marriage Story, το The Two Popes δεν καταφέρνει να αγγίξει τον θεατή στον ίδιο βαθμό και τελικά η μαγεία του τελειώνει όταν τελειώνει και το φιλμ.
Η υπόθεση της ταινίας βασίζεται σε μια διαδραμάτιση πραγματικών γεγονότων, αλλά παραμένει πάντα στον πυρήνα της ένα έργο μυθοπλασίας. Το 2005, συγκρούστηκαν δύο τάσεις μέσα στη σκληρή Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Από τη μία η (ευρωπαϊκή) σκληρή γραμμή, πιστή στην παράδοση (ακόμα και όταν αυτή απογοητεύει και αδυνατεί να ανταποκριθεί στα σύγχρονα ερωτήματα των πιστών) και από την άλλη μια πιο ελαστική, λατινοαμερικανική, γραμμή, η οποία αναγνωρίζει πως οι εποχές άλλαξαν και η Εκκλησία πρέπει να αλλάξει και αυτή.
Τελικά υπερίσχυσε η πρώτη. Έτσι λοιπόν, τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Α’ διαδέχθηκε ο γερμανός Γιόζεφ Αλοϊς Ράτσινγκερ, ο οποίος πήρε το όνομα Βενέδικτος ο 16ος ( ο οποίος ήταν και είναι γνωστός ως το Πιτ Μπου» του Βατικανού).
Όταν όμως πέντε χρόνια αργότερα, η εξουσία του Βενέδικτου διαταράσσεται από μια σειρά σκανδάλων, ο Πάπας καλεί τον δεύτερο υποψήφιο, τον αργεντινό καρδινάλιο Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο προκειμένου να τον πείσει να αναλάβει αυτός τα ηνία, όταν ακόμα και αυτός ήταν έτοιμος να παραιτηθεί από Καρδινάλιος για να ζήσει μια πιο απλή ζωή ως ιερέας. Βέβαια αργότερα ο ίδιος θα γινόταν ο σημερινός Πάπας Φραγκίσκος.
Εκεί ξεκινά και μία συζήτηση μεταξύ δύο διαφορετικών ανθρώπων και, παρά την πίστη τους, δύο διαφορετικών κόσμων. Σε μεγάλο βαθμό αποτελεί τη συζήτηση μεταξύ κέντρου και περιφέρεια, όπου η δεύτερη καλείται να λύσει τα προβλήματα και τις ασυνέπειες που δημιούργησε η απληστία και η υπεροψία της πρώτης. Αυτή την προσέγγιση ακολουθεί και ο βραζιλιάνος σκηνοθέτης Meirelles ο οποίος είχε προσελκύσει πάνω του την προσοχή του παγκόσμιου κοινού με το The City of God αλλά και ο σεναριογράφος Anthony McCarten (Τheory of Everything). Ωστόσο, η ταινία ποτέ δε φτάνει στο ύψος ενός «κατηγορώ». Αντίθετα, όλοι οι συνδαιτημόνες προσπαθούν να επιτύχουν μια συναίνεση στο πλαίσιο της πίστης, στο πλαίσιο της κατανόησης και τελικά, σε αυτό της εκκλησίας.
Η κίνηση της κάμερας και του ίδιου του μοντάζ αποδίδουν αυτή την αίσθηση, του διαλόγου και της αργής, αλλά αναπόφευκτης κατανόησης, ακόμα και όταν εστιάζει στη μεγαλοπρέπεια και το δέος που προκαλούν οι πομπώδεις αίθουσες του Βατικανού, βαρυφορτωμένες με αιώνες ιστορίας, έργα τέχνης αλλά και συνωμοτικούς ψιθύρους. Την ίδια στιγμή όμως, η εξόφθαλμη αντίθεση των χωμάτινων δρόμων του Μπουένος Άιρες, που πηγαίνουν και τον ίδιο τον σκηνοθέτη στις ρίζες του, επαναφέρει αυτή την υπόγεια, ταξική σχεδόν, διαμάχη η οποία όμως ποτέ δεν αρθρώνεται.
Ωστόσο, όπως δηλώνει εξ αρχής και ο τίτλος, όλη η ουσία βρίσκεται στην αλληλεπίδραση των δύο κεντρικών χαρακτήρων. Από τη μία ο Βενέδικτος του Hopkins μια μορφή ιστορικά μισητή (ποτέ άλλωστε δεν εξαφανίστηκαν οι φήμες ότι ανήκε στο ναζιστικό κόμμα) καταφέρνει με τη δύναμη της προσωπικότητας του ηθοποιού, το στιβαρό του φιζίκ και την υποβλητική του προφορά, να παρουσιάζεται όχι συμπαθής αλλά τουλάχιστον ανθρώπινος, εγκλωβισμένος σε μια πίστη που νοιάζεται για τη φόρμα αλλά όχι για το περιεχόμενο, για τους τύπους και τη δύναμη και όχι την ουσία.
Από τη άλλη, η πράα, σεμνή και καλόβολη φιγούρα του Pryce καταφέρνει και συμπληρώνει τα κενά με το καλόκαρδο βλέμμα, το χιούμορ και την πραγματικά θρησκευτική προσήλωση του στην Εκκλησία και το πνεύμα της. Όμως ούτε αυτός είναι άγιος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Ο Meirelles σκιαγραφεί έναν άνθρωπο σάρκινο και όχι κάποιον Μεσσία.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η Καθολική Εκκλησία, ειδικά στην κορυφή της είναι ένα δύσκολο θέμα που δεν μπορεί να προσεγγιστεί από τον καθένα. Σε σύγκριση λόγου χάρη με το «The New Pope» , οι Δύο Πάπες δεν καταφέρνουν να αποδώσουν το ολόπλευρο σκοτάδι του Βατικανού, τη σκληρή, άκαμπτη λογική του και τη σιδερένια σχεδόν πειθαρχία της σιωπής για τον πόνο που έχει προκαλέσει. Έτσι, όσο και οι δύο κεντρικοί ηθοποιοί παρουσιάζουν ένα πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνείας, η ταινία αυτή δύσκολα θα μείνει στη μνήμη του θεατή περισσότερο από όσο κρατά το ρολάρισμα του φιλμ στην αίθουσα ή το play στο σπίτι.