Είδατε το I am Thinking of Ending Things και δεν βγάλατε άκρη με το τι συνέβη τελικά στο τέλος; Τότε πρέπει σίγουρα να διαβάσετε το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία, το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Πατάκη. Όχι επειδή θα σας δώσει μία σίγουρη απάντηση για την ταινία, αφού ο Kaufman -χωρίς να το απορρίπτει- δεν φαίνεται να υιοθετεί το φινάλε του βιβλίου, αφήνοντας πολύ περισσότερα ενδεχόμενα ανοιχτά. Όμως θα σας δώσει μία ερμηνεία για το τι συνέβη στη μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία του Netflix, έτσι ώστε όταν την ξαναδείτε (γιατί σίγουρα θα μπείτε στον πειρασμό να την ξαναβάλετε να παίξει) να είστε περισσότερο υποψιασμένοι για το τι μπορεί τελικά να συνέβη σε αυτή την εντελώς mindfuck ταινία.
Σε κάθε περίπτωση όμως, είτε έχετε ψάξει στο internet όλες τις θεωρίες που κυκλοφόρησαν, είτε διαολοστείλατε τον Kaufman που μας άφησε με τόσα ερωτηματικά στο τέλος, σίγουρα θα πρέπει να πάρετε την απόφαση να διαβάσετε το βιβλίο του Ίαν Ριντ στο οποίο βασίστηκε η ταινία. Όχι επειδή το βιβλίο είναι «καλύτερο απ’ την ταινία» όπως λέγεται συχνά σε πολλές κινηματογραφικές μεταφορές (και ισχύει τις περισσότερες). Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με δύο προϊόντα θεάματος που έχει σημασία να κρίνουμε αξιολογικά ποιο υπερτερεί έναντι του άλλου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο διαφορετικές εμπειρίες, που αξίζει να τις βιώσει κανείς αυτόνομα τη μία από την άλλη. Τόσο το λογοτεχνικό δημιούργημα του Ριντ, όσο και το κινηματογραφικό του Kauffman έχουν το καθένα τις δικές του αρετές, οι οποίες πρέπει να βιωθούν αυτόνομα κι όχι με τη σκέψη της παραπληρωματικότητας μεταξύ τους. Σε καμία περίπτωση δηλαδή δεν αξίζει να ανοίξει κάποιος το βιβλίο του Ριντ μόνο και μόνο για να διαβάσει τις τελευταίες 20-30 σελίδες. Καλύτερα να διαβάσει το τέλος στη Wikipedia!
Το περί ου ο λόγος ομώνυμο βιβλίο του Καναδού Ίαν Ριντ πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα, ο οποίος πριν από αυτό είχε γράψει δύο αυτοβιογραφικά βιβλία. Πολύ ιδιαίτερο στοιχείο της πρώτης του μυθοπλαστικής απόπειρας ήταν ότι επιλέγει να υιοθετήσει τη φωνή μίας κοπέλας, η οποία είναι και η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια του έργου μέσα από τα μάτια και τις σκέψεις της οποίας εκτυλίσσεται η ιστορία. Αυτή ήταν προφανώς μία πρόκληση για τον συγγραφέα, ο οποίος με αυτό το τρικ επιδίωξε να διαφοροποιηθεί απ’ το στυλ γραφής που υιοθέτησε στα αυτοβιογραφικά του βιβλία αναζητώντας μία εντελώς διαφορετική συγγραφική εμπειρία στο πρώτο του μυθιστόρημα. «Όταν αποφασίζεις να γράψεις μία μυθοπλαστική ιστορία μπορείς να γράψεις για οτιδήποτε θέλεις και μπορείς να γράψεις για αυτό από οποιαδήποτε οπτική γωνία επιθυμείς» είχε πει σε συνέντευξή του.
Η πλοκή του βιβλίου προσεγγίζει τη λογοτεχνία τρόμου, όμως είναι δύσκολο να το κατατάξεις μόνο σε μία λογοτεχνική κατηγορία. Περιέχει έντονα στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ, επενδύοντας στη σκοτεινή ατμόσφαιρα, στα κλειστοφοβικά σκηνικά, στις άβολες στιγμές της ανθρώπινης επικοινωνίας και στο μυστήριο. Όμως ο τρόπος γραφής της ιστορίας με την εναλλαγή μεταξύ πρωτοπρόσωπης αφήγησης και διαλόγων με διάρκεια και βάθος, οδηγούν το βιβλίο σε άλλα μυθοπλαστικά -πιο στοχαστικά- μονοπάτια. Είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο, δύσκολα ταξινομήσιμο, όπως συμβαίνει εξάλλου και με την ταινία. Επομένως το στοιχείο του τρόμου υπάρχει μεν αλλά δεν κυριαρχεί και συνεπώς έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο που είναι κάτι περισσότερο και πιο ιδιαίτερο από μία ιστορία τρόμου.
Η ιστορία του Ριντ διαβάζεται και ως μία αλληγορία για τη ζωή του ανθρώπου, τις ανθρώπινες σχέσεις, την αγάπη, τη μοναξιά και για το φόβο του θανάτου. Θέτει ερωτήματα, καλλιεργεί τον προβληματισμό στους αναγνώστες όμως σε κανένα σημείο δεν μοιάζει διατεθειμένος να δώσει εύκολες ή κοινότοπες απαντήσεις. Οδεύοντας προς το πατρικό του Τζέικ το πρωταγωνιστικό ζευγάρι βυθίζεται σε τέτοιου είδους συζητήσεις, τις οποίες εμείς παρακολουθούμε μέσα από τις σκέψεις της -ανώνυμης- κοπέλας. Παρ’ όλο που φαίνεται ότι θαυμάζει τον Τζέικ και νιώθει καλά μαζί του, είναι έντονη η σκέψη της να τον χωρίσει, όμως δεν έχει καταφέρει ακόμα να το συζητήσει μαζί του. Δεν επιδιώκει τη μοναξιά. Αντιθέτως δηλώνει ότι θέλει να γνωριστεί με κάποιον, να βασιστεί σε εκείνον και το αντίστροφο, αφού αυτό πιστεύει ότι τελικά είναι μία σχέση αληθινή. Με τα δικά της λόγια: «Όταν κάποιος μέχρι πρότινος άγνωστος μας μαθαίνει με έναν τρόπο που ως τότε τον θεωρούσαμε ανέφικτο». Όμως η σχέση της με τον Τζέικ βλέπει ότι δεν οδηγείται εκεί και γι’ αυτό «σκέφτεται να βάλει ένα τέλος».
Πάντως δέχτηκε να γνωρίσει τους γονείς του. Περισσότερο από περιέργεια να μάθει πώς μεγάλωσε ο Τζέικ, να συναντήσει τους γονείς του και να του μιλήσουν για το παρελθόν του. Γι’ αυτό δέχτηκε να κάνει αυτό το νυχτερινό roadtrip στο χωριό του Τζέικ, ακόμα κι αν κυριαρχούσαν οι αμφιβολίες στη σκέψη της. Είναι πιο εύκολο να λες «ναι» παρά να λες «όχι» εξομολογήθηκε στην ταινία. Τελικά η επίσκεψή τους στο πατρικό του Τζέικ και το δείπνο με τους γονείς του κορυφώνουν το θρίλερ χαρακτήρα του βιβλίου. Το κομμάτι αυτό του βιβλίου αποτέλεσε έναν εξαίσιο καμβά, πάνω στον οποίο ο Kauffman μεγαλούργησε στην ταινία του εμπλουτίζοντας ακόμα περισσότερο το αρχικό υλικό του Ριντ. Στο βιβλίο η πρωταγωνίστρια μας περιγράφει και την παραμικρή λεπτομέρεια που παρατηρεί στο σπίτι, στους γονείς του Τζέικ και στη συμπεριφορά τους στο δείπνο. Τότε η ατμόσφαιρα αρχίζει να ηλεκτρίζεται καθώς ενώ όλα μοιάζουν φυσιολογικά υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που δημιουργούν ερωτήματα και εντείνουν το μυστήριο για το παρελθόν του Τζέικ και των γονιών του. Το κλίμα στο σπίτι του Τζέικ θυμίζει αμυδρά το Get Out, όπου οι μικρές λεπτομέρειες μαρτυρούν ότι κάτι πάει στραβά, ότι δεν είναι όλα τόσο φυσιολογικά όσο φαίνονται με μία πρώτη ματιά κι αυτές οι λεπτομέρειες με την ώρα όλο και πληθαίνουν. Από εκείνο το σημείο και μετά η αγωνία κορυφώνεται, ο ψυχολογικός τρόμος κυριαρχεί και το βιβλίο σε αναγκάζει να μην το αφήσεις απ’ τα χέρια σου μέχρι το τέλος, στο οποίο κρύβεται μία μεγάλη ανατροπή.
Ένα άλλο στοιχείο που αξίζει να συζητηθεί για το βιβλίο του Ριντ είναι ο τρόπος που ξεδιπλώνεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο έργο του. Υιοθετώντας τη φωνή της κοπέλας ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερο βάρος στις σκέψεις της παρά στα λόγια. Είναι έντονη η αντίθεση της συχνά λιτής της έκφρασης στους διαλόγους της ιστορίας και στον εκτενή τρόπο ανάπτυξης της δαιδαλώδους σκέψης της. Γι’ αυτό, παρ’ όλο που ως επί το πλείστον η πλοκή του έργου αναπτύσσεται με γραμμικό τρόπο, η αφήγηση των γεγονότων συχνά διακλαδώνεται με άλλες εγκιβωτισμένες ιστορίες τις οποίες αφηγείται συνδυαστικά με την εξέλιξη. Ο συγγραφέας επιχειρώντας να μας βυθίσει στις σκέψεις της, θέλει να μας την γνωρίσει πραγματικά, αφού για την πρωταγωνίστριά του και εκείνον «οι σκέψεις είναι που μετράνε». Μόνον γνωρίζοντας τι σκέφτεται ο άλλος μπορείς να τον μάθεις πραγματικά. Οι πράξεις αντιθέτως «μπορούν να είναι προσποιητές». Μέσα από τις σκέψεις της θα γνωρίσουμε την ίδια, τους φόβους και τις ανασφάλειές της και μαθαίνοντάς την θα δούμε πολλές φορές τον εαυτό μας να αντανακλάται εκεί, έχοντας ζήσει ανάλογες καταστάσεις και συμπεριφερθεί με παρόμοιο τρόπο. Μήπως είναι τελικά ο στόχος του συγγραφέα να μας γνωρίσει την πρωταγωνίστριά του, προκειμένου να στρέψουμε το βλέμμα μας στον εαυτό μας;
Κλείνοντας το βιβλίο θα ξέρετε ότι πλέον δεν υπάρχει επιστροφή. Πλέον θα έχετε μάθει την εξέλιξη της πλοκής. Πιθανόν να χρειαστείτε λίγο χρόνο για να συνέλθετε. Όμως θα αντιληφθείτε ότι ο Ριντ, παρά τον ευφυή τρόπο που χειρίζεται την πλοκή του βιβλίου του, δεν επενδύει στο σοκ του αναγνώστη. Παρ’ όλο που το βιβλίο μαγνητίζει μέχρι να φτάσεις στην τελευταία σελίδα, αυτό που μετράει σε αυτό το βιβλίο είναι ολόκληρο το αναγνωστικό ταξίδι, το οποίο προσωπικά θα το ξανάκανα, γνωρίζοντας ότι τη δεύτερη φορά θα είναι πολύ διαφορετικό.