Γράφει η Νατάσα Κεφαλήνου από το toperiodiko.gr
Το 1998, όταν ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος βραβευόταν με το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια ημέρα», ο δημοσιογράφος Νάσος Αθανασίου καλούσε στην Εκπομπή του Μέγκα τον επιστήθιο φίλο του, Βασίλη Ραφαηλίδη και τη Μαλβίνα Κάραλη για να μιλήσουν για το μεγάλο δημιουργό.
«Είστε εθνικά υπερήφανοι για αυτήν την επιτυχία;» ρωτούσε ο δημοσιογράφος, «είναι Έλληνας ο Αγγελόπουλος;» συμπλήρωνε. Το ερώτημα προκάλεσε την αντίδραση του Ραφαηλίδη, ο οποίος έκανε λόγο για απύθμενη υποκρισία: «Παρουσιάζονται εθνικά υπερήφανοι ακόμη και αυτοί που δεν είχαν καμία επαφή με το έργο του Αγγελόπουλου ή τον κυνηγούσαν ή τον δίωκαν. Όλοι ξαφνικά είναι εθνικά υπερήφανοι. Ακόμη και ο Έβερτ, ο οποίος χαρακτήρισε αντεθνική την ταινία του, Κυνηγοί, προκαλώντας προσκόμματα στην παραγωγή και την κυκλοφορία της, έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα. Επιπλέον και ο Στεφανόπουλος που είναι άμοιρος παντελώς του σινεμά, και της τέχνης εν γένει, υπερήφανος και αυτός!».
Αντεθνικό το έργο του Αγγελόπουλου!!! Η ατάκα αυτή με έσπρωξε να ψάξω ποια ήταν η υποδοχή του έργου του κατά τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του. Ανακαλύπτοντας μια εποχή που οι ταινίες του δεν ήταν «εθνικό εξαγώγιμο προϊόν», που δεν υπερείχε η εθνική υπερηφάνεια για τις βραβεύσεις του, αντίθετα οι ταινίες του δεν έπαιρναν έγκριση για να εκπροσωπήσουν τη χώρα σε διεθνή φεστιβάλ. Τότε που δεν φώναζαν όλοι απενοχοποιημένα ζε σουι Αγγελόπουλος, καρφιτσώνοντας μια φωτογραφία, ένα κείμενο, ένα απόσπασμα ταινίας στο χρονολόγιό τους, που το έργο του και ο ίδιος θεωρούταν κόκκινο πανί για τη συντηρητική παράταξη, γεμίζοντας ωστόσο ασφυκτικά τις κινηματογραφικές αίθουσες.
Δημιουργώντας μέσα στα στενά πλαίσια της «ελαφράς λογοκρισίας»
Ο Αγγελόπουλος ξεκίνησε το δημιουργικό του ταξίδι στα χρόνια της δικτατορίας. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, η Αναπαράσταση, προκάλεσε «θύελλα χειροκροτημάτων και θεωρήθηκε φαβορί για τα βραβεία» στο 11ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη (1970). Όπως πληροφορούμαστε από το ψηφιακό αρχείο του φεστιβάλ: «Την γνώμη αυτή δεν συμμερίστηκε ο γάλλος εμπορικός σκηνοθέτης Ανρύ Βερνέιγ, προσκεκλημένος του Φεστιβάλ, ο οποίος δήλωσε σε μια ιδιωτική συζήτηση που διέρρευσε, ότι η ταινία του Αγγελόπουλου αν βραβευθεί, θα κάνει κακό στον ελληνικό κινηματογράφο».
Ο μεγάλος σκηνοθέτης βρέθηκε από πολύ νωρίς αντιμέτωπος με το καθεστώς λογοκρισίας της δικτατορίας. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του πραξικοπηματία Στυλιανού Πατακού επρόκειτο για «ελαφρά λογοκρισία». Στην πραγματικότητα οι λογοκριτές της χούντας φρόντιζαν συχνά πυκνά να πιάσουν το ψαλίδι και να κόψουν κάθε τι που προσέβαλλε, κατά τη γνώμη τους, τα χρηστά ήθη των Ελλήνων. Κατατοπιστικό είναι το ντοκιμαντέρμεγάλου μήκους, Στοργή στο λαό, σε σκηνοθεσία Βασίλη Δούβλη. Ενδεικτική είναι η λίστα των απαγορευμένων ή λογοκριμένων ταινιών: Πρόσωπο με Πρόσωπο του Ρ. Μανθούλη, Ευδοκία του Α. Δαμιανού, Στεφανία του Γ. Δαλιανίδη, Θωρηκτό Ποτέμκιν. Μέχρι και σκηνή από Το κανόνι και τ’ αηδόνι των αδελφών Καμπανέλλη κόπηκε, γιατί θεωρήθηκε προσβλητική για τους Γερμανούς αξιωματικούς της Κατοχής, ενώ Ο τρελός Πιερό, του Ζαν Λικ Γκοντάρ, θεωρήθηκε «κορύφωμα ασυναρτησίας πέραν των ακαταλλήλων σκηνών που περιέχει».
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο Θ. Αγγελόπουλος αποφάσισε να γυρίσει τις Μέρες του ’36. Η επιλογή του ήταν τολμηρή, καθώς η ταινία μιλούσε για την πρόγευση της δικτατορίας του Μεταξά. Οι συνειρμοί και οι παραλληλισμοί με το σύγχρονο του ανελεύθερο καθεστώς ήταν πρόδηλοι. «Δεν μπορούσα να μιλήσω ανοιχτά. Αν είχα εκφραστεί ελεύθερα, θα μου είχαν σίγουρα επιβάλει λογοκρισία Έπρεπε να εφεύρω έναν άλλο τρόπο» αναφέρει σε συνέντευξη του. «Καθετί σημαντικό σ’ αυτήν την ταινία, προσπάθησα να το βάλω πίσω από κλειστές πόρτες, ή να λέγεται στο τηλέφωνο, ή να μη λέγεται καθόλου, ή να ψιθυρίζεται. Η δικτατορία είναι καταγραμμένη στη δομή της ίδιας της ταινίας. Έτσι τη γύρισα με τέτοιο τρόπο, ώστε ο θεατής να καταλάβει πως ήταν θέμα λογοκρισίας». Παρά τα τεχνάσματά του, κάποιοι αντιλήφθηκαν το στόχο του και κλήθηκε από τον προπαγανδιστή της χούντας, Γεώργιο Γεωργαλά, ο οποίος του δήλωσε: «Κοιτάξτε κύριε Αγγελόπουλε είμαστε πάρα πολύ δυνατοί. Δεν φοβόμαστε τίποτα, κάντε ότι θέλετε».
Η ταινία τελικά προβλήθηκε στο 13ο φεστιβάλ Κινηματογράφου (1972). Μάλιστα, πριν την έναρξη της, πραγματοποιήθηκαν επεισόδια εξαιτίας της έλλειψης εισιτηρίων, που έληξαν μόνο μετά την παρέμβαση του σκηνοθέτη. Οι Μέρες του ’36 χειροκροτήθηκαν θερμά και θεωρήθηκαν φαβορί για το πρώτο βραβείο, αλλά τελικά απέσπασαν μόνο τα βραβεία σκηνοθεσίας και φωτογραφίας. Το 13ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου θεωρείται σταθμός για τον ελληνικό κινηματογράφο. Νέοι δημιουργοί (Βούλγαρης, Αγγελόπουλος, Τάσιος), εκτοπίζουν τους εκπροσώπους του αποθνήσκοντος «εμπορικού» ελληνικού κινηματογράφου. Η βασιλεία του Τζαίημς Πάρις και των αντίστοιχων πομπωδών παραγωγών, που είχαν την αμέριστη βοήθεια των αρχών της επταετίας, τελειώνει άδοξα: το κοινό γιουχάρει την ταινία του, ενώ ο Πάρις με τους συνεργάτες του φυγαδεύονται από τα παρασκήνια.
Η κινηματογραφική εκδίκηση των ηττημένων
Η δεύτερη ταινία της τριλογίας του Αγγελόπουλου, Θίασος, συνέχιζε να μιλά για ακανθώδη ζητήματα, για μια μνήμη που έχει αυτολογοκριθεί μετά την ήττα της Αριστεράς στον εμφύλιο. Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952, καταγράφοντας όλη την πολιτική ιστορία της Ελλάδας: τελευταίες μέρες της δικτατορίας του Μεταξά, έναρξη του πολέμου, ιταλική εισβολή, γερμανική κατοχή, Απελευθέρωση, άφιξη των συμμάχων (Άγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), διώξεις των κομμουνιστών αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και εμφύλιος πόλεμος, ήττα της Αριστεράς, μέχρι τις εκλογές του 1952, όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις της Δεξιάς.
Ο Θίασος γυρίστηκε σχεδόν ολόκληρος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (τα γυρίσματα άρχισαν στις 2 Φεβρουαρίου του 1974, σταμάτησαν για το καλοκαίρι, ακολούθησε η πτώση της δικτατορίας και ολοκληρώθηκαν τον Νοέμβριο). Για να «ξεγελάσει» την επιτροπή λογοκρισίας, ο σκηνοθέτης είχε καταθέσει ένα σενάριο που δεν είχε καμία σχέση με όσα διαπραγματεύονταν η ταινία. Ούτε οι ηθοποιοί δεν είχαν το ενιαίο σενάριο στα χέρια τους. «Ο παραγωγός μου είπε: Κοίτα εγώ δεν σε ξέρω, απλώς θα σου φέρω τα χρήματα. Κάναμε μια ταινία στην οποία ο μόνος που ήξερε για πιο πράγμα μιλάμε ήμουν εγώ» έλεγε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σε συνέντευξη του. Γνωρίζοντας την αποκοτιά τους, ο σκηνοθέτης κι ο παραγωγός του δεν είχαν αμφιβολία πως, αν η χούντα δεν είχε πέσει, ίσως να μην τελείωνε η επεξεργασία της ταινίας, κι ήταν σίγουροι πως δεν θα προβαλλόταν ποτέ στην Ελλάδα.
Ωστόσο τελικά τα τανκς έφυγαν, αλλά η διάδοχη κυβέρνηση Καραμανλή δεν χαρίστηκε στον Αγγελόπουλο. Η ταινία δεν πήρε την επίσημη κρατική έγκριση για την εκπροσώπηση της Ελλάδας στο Φεστιβάλ των Καννών το 1975 γιατί «προσέβαλλε τον στρατάρχη Παπάγο». Έτσι αρκέστηκε στο Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci). Παρά το μποϊκοτάζ της κυβέρνησης Καραμανλή, η ταινία προβλήθηκε σε δεκάδες χώρες του εξωτερικού, αποσπώντας εγκωμιαστικά σχόλια και βραβεία. Παράλληλα αποτέλεσε την κορωνίδα του 16ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1975), ενός άκρως πολιτικοποιημένου φεστιβάλ. Στο Φεστιβάλ, πριν την προβολή του Θιάσου, μπροστά στα ταμεία του Κρατικού παρουσιάσθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός θεατών σε όλη την ιστορία του Φεστιβάλ. Πολλοί ήταν αυτοί που ξενύχτησαν μπροστά στις σκάλες το βράδυ της Παρασκευής, ενώ όσοι δεν κατάφεραν να βρουν εισιτήριο σκαρφίστηκαν ό,τι τους περνούσε από το μυαλό για να μπουν στη «ζούλα». Η αίθουσα ήταν τελικά ασφυκτικά γεμάτη με πολυάριθμους όρθιους θεατές που είδαν υπομονετικά επί ένα 4ωρο την ταινία για να αποθεώσουν στο τέλος τον Αγγελόπουλο.
Ο Θίασος αποτελούσε ανοιχτή πρόκληση για τους νικητές του εμφυλίου που κυβερνούσαν. Ο ίδιος ο Αγγελόπουλος έκανε λόγο για ενορχηστρωμένο σχέδιο της κυβέρνησης Καραμανλή εναντίον του Θιάσου, αρχής γενομένης με την επίσημη απαγόρευση να εκπροσωπήσει η ταινία την Ελλάδα στο εξωτερικό. Ακόμη και η ΥΕΝΕΔ αποσιώπησε την αναγγελία βράβευσης του από το 16ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε η απαγόρευση της μουσικής της ταινίας που επρόκειτο να κυκλοφορήσει σε δίσκο, γιατί περιλάμβανε αντάρτικα και κείμενα της ταινίας με πολιτικό περιεχόμενο.
Οι επιθέσεις στο πρόσωπο του κλιμακώθηκαν από μερίδα του τύπου της Δεξιάς. Ενδεικτικό είναι ότι οι εφημερίδες Ελεύθερος Κόσμος και Βραδινή, δημοσίευσαν ανυπόγραφο κείμενο που υποστήριζε ότι οι Μέρες του ’36 είχαν αγοραστεί από τον στρατό και προβλήθηκαν σε μονάδες της αεροπορίας με σχόλια από αξιωματικό: «σε αυτά τα χάλια ήταν η πολιτική πάντα για αυτό και επιβαλλόταν η επανάσταση της 21ης Απριλίου». Ο ίδιος διέψευσε κατηγορηματικά ότι η ταινία πωλήθηκε στον στρατό και έκανε λόγο για δημοσιεύματα πολιτικής σκοπιμότητας με στόχο να χτυπηθεί η ταινία του, η οποία προκαλεί αντιδράσεις επειδή «δεν ερμηνεύει τον εμφύλιο με τον τρόπο της νικήτριας πλευράς». Μάλιστα κατέθεσε μήνυση εναντίον των δύο εφημερίδων για συκοφαντική δυσφήμιση. (Ριζοσπάστης 1/10/1975). Ριζοσπάστης
Γιατί προκάλεσε όμως τέτοια λυσσαλέα αντίδραση ο Θίασος; Μετά την ήττα της Αριστεράς στον εμφύλιο, το αυταρχικό καθεστώς που επιβλήθηκε από τους νικητές (1950-1974) είχε ως βασικό στόχο την «αποεαμοποίηση» του ελληνικού πληθυσμού, το ξερίζωμα δηλαδή της εμπειρίας της κατοχής, της αντίστασης, του εμφυλίου. Οι συστηματικές διώξεις των κομμουνιστών αλλά και η μεθοδική εθνικιστική προπαγάνδα δεν άφηναν άλλα περιθώρια πέρα από την (αυτό-) λογοκρισία της μνήμης. Αυτή η διαδικασία εγγράφηκε και στον ελληνικό κινηματογράφο «ο οποίος από το 1945 και μετά αναζήτησε στην πρόσφατη ιστορία την θεματολογία του αλλά όσον αφορά τον Εμφύλιο η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Η μνήμη του Εμφυλίου και η επίδρασή της στο συλλογικό υποσυνείδητο θα λάβει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή ενός τραύματος που θα εξοριστεί ως το 1974». Το απόστημα αυτό θα σπάσει πρώτος ο Αγγελόπουλος με το Θίασο, ο οποίος θα διαπραγματευτεί αυτήν την επώδυνη μνήμη και μάλιστα από τη σκοπιά των ηττημένων, ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με την αφήγηση των νικητών. Έτσι θα ανοίξει τον κύκλο της «κινηματογραφικής εκδίκησης των ηττημένων», στην οποία βασικοί στόχοι των νέων ταινιών είναι «η αποκατάσταση της ιστορίας από το φακό, η απελευθέρωση της καταπιεσμένης μνήμης. Οι ίδιες ταινίες αναλαμβάνουν να αντιστρέψουν την παγιωμένη αντίληψη για την ιστορία και να την κοινοποιήσουν στις νέες γενιές θεατών». (Λάμπρος Φλιτούρης, 2008) Τα παιδιά του Εμφυλίου, και ο Αγγελόπουλος είναι ένα από αυτά (τον Δεκέμβρη του 1944, εννιά χρονών τότε, έψαχνε μαζί με την μητέρα του στην Αθήνα το σώμα του νεκρού πατέρα του), θα θελήσουν να αποκαταστήσουν τους γονείς του. Αυτήν ακριβώς τη δυναμική φαίνεται να διέβλεπαν οι πρώτες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις για αυτό χτύπησαν τον Θίασο.
Μεταπολίτευση: ο κινηματογράφος αρνείται να κάνει δήλωση μετανοίας
Το 1977, ο Αγγελόπουλος έβγαλε στις αίθουσες τους Κυνηγούς. Η ταινία ήταν το τρίτο μέρος της τριλογίας του. Σε αυτήν, μια ομάδα κυνηγών, όλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, πολιτικής και οικονομικής, βρίσκει το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Είναι πρωτοχρονιά του 1977 και ένα μεγάλο δικαστήριο της Ιστορίας στήνεται, αποδίδοντας ευθύνες στους υπαίτιους. Πρόκειται για την ταινία που ο Έβερτ αποκάλεσε αντεθνική και διάφορες εφημερίδες (Μακεδονία και Θεσσαλονίκη) αρνήθηκαν να βάλλουν ακόμα και διαφήμισή της (Ριζοσπάστης 13/10/1977).
Είναι η χρονιά που ο διεθνούς φήμης πλέον Αγγελόπουλος θα μπει για έναν ακόμη λόγο στη… μύτη της κυβέρνησης, καθώς μαζί με την πλειοψηφία των κινηματογραφιστών θα έρθει σε σύγκρουση με το υπουργείο Βιομηχανίας για την αυθαίρετη τροποποίηση του κανονισμού του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που είχε συνταχθεί το 1975 με τη συμμετοχή των κινηματογραφικών σωματείων. Στις 20 Ιουλίου 1977, δηλαδή δυο μήνες πριν το Φεστιβάλ, δημοσιεύεται στις εφημερίδες η αιφνιδιαστική είδηση ότι το υπουργείο Βιομηχανίας συνέταξε νέο κανονισμό: η ΔΕΘ ορίζει την οργανωτική επιτροπή του Φεστιβάλ, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη γνώμη των σωματείων και τα χρηματικά βραβεία περιορίζονται. Ταυτόχρονα ανακοινώθηκε η σύνθεση του νέου ΔΣ του ΕΚΚ, που δεν περιλάμβανε κανέναν κινηματογραφιστή ή κριτικό κινηματογράφου, πράγμα που όξυνε ακόμα περισσότερο τα πράγματα.
Ο Αγγελόπουλος κάνει σκληρές δηλώσεις: «Η κυβέρνηση οδηγεί τον κινηματογράφο στον αφανισμό. Επειδή ο κινηματογράφος δεν κάνει δήλωση μετανοίας πρέπει να πεθάνει». (Ριζοσπάστης 28/8/1977) Οι κινηματογραφιστές έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με το υπουργείο και διοργανώνουν δικό τους «Αντι-Φεστιβάλ». Έτσι όλο το 18ο Φεστιβάλ (1977) είναι δισυπόστατο, αφού διοργανώθηκαν δυο εκδηλώσεις, μια από τους επίσημους φορείς, που σημείωσε παταγώδη αποτυχία και μια από τα σωματεία, που συγκέντρωσε το σύνολο των αξιόλογων ταινιών, αλλά και τη μαζική συμμετοχή του κοινού. Μάλιστα το Αντι-Φεστιβάλ ξεκίνησε, προβάλλοντας εκτός συναγωνισμού τους Κυνηγούς του Θ. Αγγελόπουλου. Η συμμετοχή του κοινού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο σκηνοθέτης αναγκάσθηκε να υποσχεθεί ότι θα κάνει άλλη μια προβολή για να απομακρύνει όσους δεν είχαν καταφέρει να βρουν εισιτήρια.
Θα είναι πάντα κόκκινο πανί
Παρά το γεγονός ότι από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα, και ιδιαίτερα μετά το 1998, η κριτική στο πρόσωπο του Αγγελόπουλου απουσιάζει, δεν λείπουν ορισμένες ακραίες επιθέσεις εναντίον του από εθνικιστές, φασίστες και εγχώριους χριστιανο-ταλιμπάν, αποδεικνύοντας ότι για τα αντίστοιχα ακροατήρια το έργο και η στάση του θα είναι πάντα κόκκινο πανί. Θα αναφερθούμε σε τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
Πρώτον, το 1990 κατά τα γυρίσματα του Μετέωρου Βήματος του Πελαργού στη Φλώρινα, ο μητροπολίτης της περιοχής Αυγουστίνος Καντιώτης θεωρεί την ταινία αντεθνική και αντιθρησκευτική. Στις «προσβλητικές» σκηνές περιλαμβάνεται η εικόνα ενός ιερέα να μεταβαίνει σε ένα γάμο με ποδήλατο. Ο Καντιώτης αφορίζει τον Αγγελόπουλο και τον πρωταγωνιστή της ταινίας Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι. Μεταξύ άλλων χτυπάει τις καμπάνες και γεμίζει την πόλη με υβριστικά πλακάτ για να μην μπορεί να γυριστεί η ταινία.
Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννη δίπλα στα πλακάτ με τα οποία ο Καντιώτης γέμισε την πόλη της Φλώρινας
Δεύτερον, χαρακτηριστικό της αντιμετώπισης που είχε από του φασίστες είναι το δημοσίευμα του Στόχου (19/12/11), αναφορικά με την τελευταία του ταινία, σε αυτό αφού τον χλευάζει αναφέροντας ότι «για να δεις ταινία πρέπει να έχεις πάρει άδεια από την δουλειά σου για να σου φτάσει ο χρόνος», υποστηρίζει ότι το θέμα της είναι «το αγαπημένο της θολοκουλτούρας», δηλαδή η διακίνηση μεταναστών, ενώ δεν παραλείπει να αναφέρει ότι ο παραγωγός της ταινίας είναι Τούρκος.
Τρίτο, ο βουλευτής του ΛΑΟΣ, Ηλίας Πολατίδης, κατά τη διάρκεια συλλυπητηρίων για τον χαμό του σκηνοθέτη που απεύθυνε όλος ο πολιτικός κόσμος στη Βουλή, βρήκε την ευκαιρία να αποκηρύξει ιδεολογικά το έργο του λέγοντας, η οπτική του «δεν ήταν οπτική της Ελλάδας», αλλά οπτική «ενός συγκεκριμένου ακραίου τμήματος της διεθνιστικής και κοσμοπολίτικης αριστεράς, ειδικά μετά το 1990».