Της Βάσως Δεσινιώτη
Η Ειρήνη Κίτσιου, γνωστή στο αναγνωστικό κοινό από τα βιβλία της «Εκπαιδευτής Γρύλων» και «Πλάι στο Ποτάμι» εκδίδει το τρίτο της βιβλίο με τίτλο «Το Φίδι του Πλίνιου» από τις εκδόσεις Αντίποδες. Το βιβλίο, αν και ολιγοσέλιδο, μπορεί να σε μεταφέρει από μια κληματαριά σε ένα φορείο νοσοκομείου, και από τον κάμπο της Ηπείρου σε έναν παλιό πέτρινο φάρο.
Σημείο αναφοράς, πάντα, η τέχνη της μνήμης. Σε κάθε αυτοτελές διήγημα του βιβλίου, εντύπωση προκαλεί η λυρική και τόσο λεπτομερής περιγραφή του περιβάλλοντα χώρου που εκτυλίσσεται η εκάστοτε ιστορία. Η πρώτη ιστορία, που δίνει και τον τίτλο σε όλο το βιβλίο, «Το Φίδι του Πλινίου» , πραγματεύεται μια φαινομενικά απλή, αλλά γεμάτη αλληγορικούς συμβολισμούς, περιήγηση στην κληματαριά ενός φιλικού προσώπου της συγγραφέως. Η ιστορία με τίτλο «Ο Άγιος Βαρθολομαίος», από την απεικόνιση του Αγίου στη Δευτέρα Παρουσία της Καπέλα Σιστίνα, ξεκινά από μια απλή βόλτα στα χωράφια του κάμπου της Ηπείρου, παράλληλα με το ρου του ποταμού Αώου και καταλήγει σε ενδόμυχους στοχασμούς του αφηγητή. Στην ιστορία «Ένα κοπάδι πουλιών κατεβαίνει στον πενταγωνικό κήπο», η Κίτσιου συνδυάζει με έναν μοναδικό τρόπο το φυσικό τοπίο της Ηπείρου (γενέτειρα της συγγραφέως) με τη μουσική, αναφερόμενη στον Χατζηδάκι, τον Τακεμίτσου κ.α. Η «Αρκουδοφωλιά» μιλάει για την απώλεια, και συγκεκριμένα, για τις σκέψεις και τα συναισθήματα όταν το τέλος πλησιάζει. Η επόμενη ιστορία, «Ο καθηγητής Τουλπ» , χωρίζεται σε δύο κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο παρακολουθούμε τις σκέψεις ενός ατόμου πάνω σε ένα φορείο λίγο πριν μπει στο χειρουργείο ενώ στο δεύτερο κεφάλαιο διαβάζουμε το μετά και παράλληλα αντιλαμβανόμαστε πως σε μια δύσκολη στιγμή, όπως είναι αυτή σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, αναπολούμε όσα ζήσαμε και όσα θα μπορούσαμε να έχουμε ζήσει αλλά τελικά δειλιάσαμε. Η τελευταία ιστορία, «Η τέχνη της μνήμης», εκτυλίσσεται δίπλα σε ένα παλιό πέτρινο φάρο, ο οποίος γίνεται η αφορμή για μια εκ βαθέων συζήτηση για τη μνήμη και τη λήθη.
Συνοπτικά, το βιβλίο χαρακτηρίζεται από καθηλωτικές περιγραφές του φυσικού τοπίου. Η συγγραφέας πλάθει εικόνες που σε ταξιδεύουν σε μέρη της Ηπείρου πλασμένα μέσα από αναμνήσεις και όνειρα, τοπία που ζηλεύεις ειδικά αν διαβάζεις το βιβλίο μία βροχερή ημέρα στην πόλη. Προκαλεί, επίσης, έντονα συναισθήματα, είτε πρόκειται για μια συγκινητική στιγμή, όπως ο θάνατος, είτε για μια ευχάριστη ξενάγηση σε μια κληματαριά. Τέλος, παρά την πυκνή γραφή, στη γλώσσα εμπλέκεται το λυρικό και το ποιητικό στοιχείο που τη ζωντανεύει και την καθιστά παιγνιώδη.