Ο προσφάτως αποθανών Jack Ketchum (1946-2018) ήταν σίγουρα ένας από τους πιο συμπαθείς συγγραφείς λογοτεχνίας τρόμου, έχοντας μία πλούσια βιβλιογραφία πίσω του. Πιο γνωστό του έργο αποτελεί κατά γενική ομολογία Το Κορίτσι της Διπλανής Πόρτας το οποίο κυκλοφόρησε το 1989. Στα ελληνικά το μετέφεραν πρώτη φορά οι εκδόσεις Οξύ το 1998, και μετά από μία άνοδο στις Τρικαλινές εκδόσεις Λογείον το 2011, επιστρέφει στις εκδόσεις Οξύ είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία, σε μετάφραση του Θάνου Καραγιαννόπουλου αυτή τη φορά.
Το εν λόγω βιβλίο βασίζεται στην αληθινή ιστορία του βασανισμού της Sylvia Likens το 1965 στην Ινδιανάπολη των ΗΠΑ, και αποτελεί ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας τρόμου, αν και όπως μαντεύετε, δεν υπάρχουν ούτε υπερφυσικά όντα, ούτε παραφυσικές δραστηριότητες εδώ. Ο τρόμος έρχεται από αλλού. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Βρισκόμαστε στην αμερικάνικη επαρχία την περίοδο των 50s, όπου ο έφηβος Ντέιβιντ, θα γνωρίσει την Μεγκ ένα καλοκαιρινό απόγευμα. Η Μεγκ και η ανάπηρη αδερφή της, Σούζαν, έχουν ορφανέψει προσφάτως και πλέον ζουν στο σπίτι της χωρισμένης και αλκοολικής θείας τους Ρουθ, μαζί με τους τρεις γιους της. Ο Ντέιβιντ σκέφτεται συνέχεια την Μεγκ αλλά όσο περνάν οι μέρες την βλέπει όλο και λιγότερο, αποφασίζοντας να πάει στο σπίτι τους. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπος με τον εφιάλτη που ζει η Μεγκ. Κλεισμένη στο υπόγειο ζει ένα απόλυτα πραγματικό εφιάλτη, παραδομένη στα βασανιστήρια, που με επικεφαλής τη θεία της, πραγματοποιούν τα ξαδέρφια της.
Στην αρχή ο Ντέιβιντ νιώθει άβολα και άσχημα, μη κάνοντας κάτι για να αντιστρέψει την κατάσταση. Στη συνέχεια όμως τα βασανιστήρια γίνονται κομμάτι της καθημερινότητας, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερα παιδιά από τη γειτονιά να παίρνουν μέρος σε αυτό το άρρωστο σκηνικό.
Ο Jack Ketchum ευφυώς γράφει την ιστορία αυτή σε πρώτο πρόσωπο καθώς, όπως είχε πει ο ίδιος, όταν ένα βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, η φωνή του αφηγητή γίνεται φωνή του αναγνώστη. Έτσι και εδώ ο αναγνώστης γίνεται κομμάτι της ιστορίας, νιώθοντας και ο ίδιος ένοχος που διαβάζει ό,τι διαβάζει, και μπαίνοντας σε μια διαδικασία να αναρωτηθεί ποια μπορεί να είναι τα κίνητρα για τα συμβάντα αυτά. Και εδώ εντοπίζεται το τρομακτικότερο σημείο αυτού του βιβλίου. Τα κίνητρα αυτά δεν αποσαφηνίζονται, αλλά βλέπουμε νέα παιδιά να βασανίζουν ένα εξίσου νέο παιδί χωρίς ουσιαστικό λόγο, απλά και μόνο επειδή τα οδήγησε εκεί μια ενήλικη γυναίκα και έγινε καθημερινότητα και must δραστηριότητα.
Το Κορίτσι της Διπλανής Πόρτας είναι ένα βιβλίο που ο αναγνώστης απορεί γιατί συνεχίζει να το διαβάζει, αλλά ταυτόχρονα δεν γίνεται να το αφήσει. Είναι ό,τι ακριβώς συμβαίνει με σειρές όπως η10η Εντολή και ο Κόκκινος Κύκλος. Δημιουργούν μια ασχολίαστη δυσφορία, αλλά συνεχίζεις να τις βλέπεις. Γιατί; Γιατί θες να ελπίζεις ότι αυτά γίνονται στη διπλανή πόρτα και όχι στη δική σου. Γιατί ενώ ξέρεις ότι υπάρχουν στο κόσμο τέτοιες διαστροφές, που δεν αποτυπώνονται μόνο στο χαρτί και στον τηλεοπτικό φακό, αλλά πάνω σε ανθρώπους, και πάλι αισθάνεσαι μια ανακούφιση. Γιατί δεν είσαι εσύ το θύμα. Ούτε καν ο θύτης. Και αυτό ανακούφιση είναι.