Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το This is not a blog.
Η τηλεοπτική κυριαρχία των τελευταίων ετών σε συνδυασμό με την γενικότερη τάση για remakes παλιών επιτυχιών είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά στην τηλεόραση γνωστών και αγαπημένων ταινιών που έχουν δημιουργήσει μια ισχυρή βάση θαυμαστών. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι δίχως αμφιβολία το Fargo, όπου ο Noah Hawley κατάφερε να μεταφράσει ιδανικά τις ιδιοτροπίες των αδερφών Cohen στις τηλεοπτικές ανάγκες. Πλέον όμως, στη λίστα με τις πετυχημένες μεταφορές μπορεί να τοποθετηθεί και το τηλεοπτικό What We Do In The Shadows?, το οποίο βασίστηκε στην ομώνυμη ταινία του 2014(!), με τη σειρά να είναι η δεύτερη απόπειρα επιστροφής στο σύμπαν της ταινίας, αφού πέρυσι κυκλοφόρησε το Wellington Paranormal, βασισμένο στις περιπέτειες δύο αστυνομικών που εμφανίστηκαν στην ταινία.
Μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η ταινία του αγαπητού Taika Waititi (ο οποίος πρόσφατα ανακοινώθηκε πως ανέλαβε τη μεταφορά του Akira!) αναδείχθηκε σε καλτ φαινόμενο και όχι άδικα. Μπορεί το ψευτο-ντοκιμενταρίστικο στυλ που υιοθετούσε να μην αποτελούσε καινοτομία, αφού είχαν ήδη προηγηθεί αρκετές ταινίες και σειρές με παρόμοια αισθητική, αλλά ήταν απ’ τις λίγες φορές που αυτή η ψεύτικη αίσθηση ρεαλιστικότητας χρησιμοποιήθηκε για να μας εισάγει σε έναν φανταστικό (;) κόσμο, εκείνο των βρικολάκων, οπότε η αντίθεση του κόνσεπτ αποδείχτηκε άκρως πετυχημένη. Προσθέτοντας στην εξίσωση τις χαρισματικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών και το ιδιαίτερο χιούμορ, γίνεται εύκολα αντιληπτό το μυστικό της επιτυχίας.
Κρίνοντας απ’ το τελικό αποτέλεσμα, το τηλεοπτικό φορμά φαίνεται πως ταίριαξε ιδανικά στο ιδιαίτερο κόνσεπτ μιας ταινίας που εξ’ αρχής διέθετε επεισοδιακή δομή. Η σειρά διατηρεί ανέπαφα όλα τα στοιχεία που ξεχώρισαν την πρώτη ταινία -το εξαιρετικό χιούμορ, το σπουδαίο, αν και διαφορετικό, καστ, την ανάπτυξη του κόσμου- ενώ προσθέτει και κάποια νέα που συνολικά απογειώνουν το τελικό αποτέλεσμα.
Η πρώτη, άμεσα διακριτή αλλαγή είναι εκείνη στους βρικόλακες πρωταγωνιστές, αφού τη θέση των Viago Von Dorna Schmarten Scheden Heimburg (Taika Waititi), Vladislav the Poker (Jesmaine Clement) και Deacon Brucke (Jonathan Brugh) παίρνουν οι Nandor, the Relentless (Kayvan Novak), Lazlo (Matt Berry) και Nadja (Natasia Demetriou). Ο Nandor μπορεί να έχει το παρατσούκλι του ανελέητου και το παρελθόν του ως πολεμιστή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να μας προϊδεάζει για το σκληρό αφεντικό της παρέας, αλλά στην πραγματικότητα για ένα ιδιότροπο, αλλά κατά βάθος ευγενικό και χαμηλών τόνων βαμπίρ που με δυσκολία καταφέρνει να επιβληθεί στα υπόλοιπα μέλη της “συμμορίας” τους. Βασικός αντιρρησίας στις εντολές του είναι ο Lazlo, ένας πρώην άνθρωπος που μετατράπηκε σε βαμπίρ απ’ τη Nadja με την οποία είναι παντρεμένοι εδώ και μερικούς αιώνες. Και οι δυο τους είναι σεξουαλικά ακαταμάχητοι, άγριοι, ωμοί, έρμαια των ενστίκτων και των παθών του. Ο Lazlo, που έχει και τον δικό του κήπο από φυτά σε σχήμα των αγαπημένων του αιδοίων, είναι ο ατακαδόρος της παρέας, ρόλος τόσο ταιριαστός στον πάντα απολαυστικό Matt Barry (The IT Crowd), ενώ η Nadja της Natasia Demetriou ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στον κυνισμό και την ευαισθησία, την αθωότητα και τον ερωτισμό, διαθέτοντας και μια απολαυστική υποπλοκή, όπου συναντάει την μετενσάρκωση (;) ενός παλιού, αλλά αξέχαστου έρωτα της.
Βέβαια, όσο χαρισματικό κι αν είναι το πρωταγωνιστικό τρίο -και μην αμφιβάλλετε καθόλου γι’ αυτό!- οι κρυφοί άσσοι στο μανίκι της σειράς είναι ο Guillermo (Harvey Guillén) και το τέταρτο, παραμελημένο βαμπίρ, ο Colin (Mark Proksch). Ο πρώτος είναι ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του εδώ και δέκα χρόνια στην υπηρεσία του Nandor με την ελπίδα το αφεντικό του κάποια στιγμή να εκτιμήσει την προσφορά του και να του κάνει δώρο την μετατροπή του σε βρικόλακα. Το ενδιαφέρον λοιπόν με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα είναι ο τρόπος με τον οποίον βλέπουμε διαρκώς τα όνειρα του για μια βαμπυρική ζωή να καταρρέουν με κάθε ευκαιρία και την ίδια στιγμή η απελπισία να τον κατακλύζει όλο και περισσότερο. Η απόδοση αυτού του εφιάλτη απ’ τον Harvey Guillén είναι εξαιρετική και δικαιωματικά είναι ένας απ’ τους πιο αγαπητούς χαρακτήρες της σειράς, τον οποίον το σενάριο αξιοποιεί με εφυέστατο τρόπο, αφήνοντας υποσχέσεις για ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην επόμενη σεζόν.
Ο Colin τώρα, ναι μεν είναι βαμπίρ, αλλά δεν είναι από εκείνα που προκαλούν θαυμασμό, από εκείνα που ονειρεύεσαι να γίνεις όταν μεγαλώσεις, όπως έκανε για παράδειγμα ο μικρός Guillermo. Ο Colin είναι ένα “συναισθηματικό” βαμπίρ, το πιο συνηθισμένο είδος δηλαδή, το οποίο έχει τη δυνατότητα να ξεκινάει τις πιο ανούσιες συζητήσεις, ρουφώντας απ’ τους συνομιλητές του όλη τους την ενέργεια, σπιθαμή προς σπιθαμή. Με άλλα λόγια, όσους καφέδες και να έχεις πιει, δεν υπάρχει πιθανότητα να γλιτώσεις απ’ τον Colin, γιατί ο Colin είναι η προσωποποίηση της απόγνωσης, της βαρεμάρας, του άψυχου και ανυπόφορου γραφείου σου. Ο Colin είναι εκείνος ο συνάδελφος σου στη δουλειά που δεν αντέχεις να του μιλάς ούτε για μισό λεπτό. Το σπουδαίο λοιπόν είναι ότι ο Mark Proksch όντως καταφέρνει να σε πείσει πως είναι ο πιο βαρετός και μίζερος τύπος που έχεις συναντήσει ποτέ σου. Έχει μια αδιάφορη όψη, ώστε να μην ξεχωρίζει απ’ τα καταθλιπτικά διαχωριστικά του γραφείου του, η φωνή του είναι διαρκώς επίπεδη, τα ρούχα του είναι βουτηγμένα στην μετριότητα και το κορμί του είναι ελαφρώς κυρτό. Κάθε φορά που εμφανίζεται στην οθόνη, ρουφάει την ενέργεια όχι μόνο των θεατών, αλλά και της ίδιας της τηλεόρασης και ειλικρινά καταλήγει απολαυστικότατος. Μάλιστα, ποιός να το’ λεγε πως μια απ’ τις πιο ξεκαρδιστικές υποπλοκές της σειράς θα έχει εκείνον ως πρωταγωνιστή! Κι όμως!
Η σκηνοθεσία διατηρεί την υφολογική προσέγγιση της ταινίας, δίνει έμφαση στα πρακτικά εφέ, με το γενικότερο επίπεδο της παραγωγής να κινείται σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ δεν χάνεται η παραμικρή ευκαιρία για χιούμορ, είτε πρόκειται για ατάκα ή οπτικό gag.
Μέσα στα δέκα, ημίωρα επεισόδια της, η σειρά επεκτείνει τον κόσμο της ταινίας μέσα απ’ τις σχετικά απλές ιστορίες στις οποίες μπλέκουν οι πρωταγωνιστές. Μια από αυτές περιλαμβάνει την προσπάθεια κατάκτησης του Staten Island απ’ τα βαμπίρ μας, μια διαμάχη με λυκανθρώπους, την έκδοση κάρτας παραμονής στις ΗΠΑ, αποκαλύπτοντας τις κρυφές δυνάμεις ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος, και μια τρίτη τη διοργάνωση ενός βαμπιρικού οργίου, τιμώντας έτσι και άρρηκτη σχέση των βρικολάκων με τον ερωτισμό. Οι ιστορίες αυτές ισορροπούν ιδανικά ανάμεσα στο καθημερινό και το παράλογο και τις περισσότερες φορές έχουν ξεκαρδιστικά αποτελέσματα. Παράλληλα, η σειρά βρίσκει την ευκαιρία να κλείσει το μάτι σε ολόκληρο -ναι, ολόκληρο, το κινηματογραφικό είδος μ’ έναν πανέξυπνο τρόπο!
Διατηρώντας την χαριτωμενιά και την ευφυΐα της ταινίας, το τηλεοπτικό What We Do In The Shadows όχι μόνο τιμά το αρχικό υλικό, αλλά πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα και βρίσκει νέους τρόπους να μας εκπλήσσει. Το ύφος έμεινε πιστό, αλλά οι νέες προσθήκες το βοήθησαν να αναδειχθεί ακόμα περισσότερο! Με άλλα λόγια, αν αγαπήσατε την ταινία, θα λατρέψετε τη σειρά!