Η τριλογία Wool του Hugh Howey έχει χαρακτηρισθεί “ορόσημο του 21ου αιώνα”, η αλήθεια, όμως, είναι ότι διαβάζοντάς τα βιβλία της, καταλαβαίνει κανείς ότι ο συγγραφέας έχει το ένα του πόδι στο χθες, αφού οι συλλογισμοί του αποτελούν το απαύγασμα των συλλήψεων σπουδαίων φιλοσόφων του παρελθόντος, όπως ο Marx, ο Foucault, ο Hegel, ακόμα και ο Bentham! Έτσι, ο Howey, όπως και εκείνοι, παρατηρεί τον κόσμο γύρω του και καταφέρνει να αναδείξει την παθολογία του, μέσω της κατασκευής ενός θεωρητικού πειράματος, μιας “κιβωτού” που στόχο έχει να σώσει την ανθρωπότητα από την επικείμενη καταστροφή της και την έχει ονομάσει Σιλό. Για το σκοπό αυτό, δε, χρησιμοποιεί τα μέσα που προσφέρει το είδος που ονομάζεται post-apocalyoptic fiction, προκειμένου να δώσει απάντηση σε ένα ερώτημα. Ειδικότερα, λένε ότι οι άνθρωποι αρνούμαστε να ζούμε το παρόν, γι’ αυτό εφευρίσκουμε την ελπίδα. Τι γίνεται, όμως, σε έναν κόσμο χωρίς αυτή; Σε έναν κόσμο, που τα πάντα, φθείρονται και συνεχώς διαβρώνονται σε σημείο που το αύριο μοιάζει χειρότερο του χθες;
Την ανατομία και τον τρόπο λειτουργίας αυτού του “θαυμαστού, καινούριου κόσμου” του, ο συγγραφέας την παρουσιάζει λεπτομερώς στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας του, Σιλό, στο οποίο ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας ενός κόσμου που αρνείται να πεθάνει, αλλά και να εξελιχθεί, διαιωνίζοντας συνεχώς το χθες σε γερασμένους διαδρόμους, ετοιμόρροπες σκάλες και γερασμένες συμπεριφορές. Η παρακμή αυτού του κόσμου, δε, και η προσπάθεια για επιβίωση άνευ όρων φαίνεται να οδηγεί στην δημιουργία ενός αυταρχικού, τεχνικού, βιοπολιτικού οικοσυστήματος, όπου τα πάντα λειτουργούν ως προς αυτή την κατεύθυνση και τη διατήρηση ενός ασαφούς status quo, μέσω της δημιουργίας πολιτών, που λειτουργούν περισσότερο σαν κοινωνικά αυτόματα. Κάθε προσπάθειά τους, δε, να αντισταθούν στο γερασμένο μέλλον, που τους υπόσχονται, οδηγεί μοιραία στο θάνατο, ενώ την ίδια στιγμή το Σιλό προχωρά σε μια ακόμα πια αποτρόπαια πράξη, ήτοι τη στέρηση του ηθικού τους προσώπου, διαγράφοντας από την Ιστορία της Ανθρωπότητας όλους όσους ποτέ αντιστάθηκαν, προκειμένου να μην διαταραχθεί η συλλογική συνείδησή του.
Πράγματι, αν κάτι είναι συγκλονιστικό στο Σιλό είναι ο τρόπος με τον οποίο η ιστορία γράφεται έτσι ώστε να εξυπηρετεί την επιβίωση του είδους, ενώ παράλληλα προς το σκοπό αυτό διατίθενται η ίδια η ανθρώπινη ζωή, μα και ο θάνατος! Έτσι, η ανθρώπινη αναπαραγωγή αντιμετωπίζεται σαν ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού και περιορίζεται με κρατικά μέσα, ενώ παράλληλα ο θάνατος λαμβάνεται και αυτός υπόψιν χρησιμοθηρικά, αναδεικνύοντας ένα νέο είδος τελετουργίας και οδηγώντας εν τέλει σε ένα πτωματοφάγο πολιτισμό, όμοιο με όρνιο που θρέφεται από τους νεκρούς του. Αν, λοιπόν, όλη αυτή η ζοφερή πραγματικότητα, όχι εντελώς διαφορετική από αυτή που ζούμε σήμερα,μα σίγουρα μεγενθυμένη μέσα από το φακό της φαντασίας, αναδύεται μέσα από τις σελίδες του πρώτου βιβλίου της τριλογίας, το δεύτερο βιβλίο, η Βάρδια, επιλέγει να αναδείξει άλλες πτυχές της, συμπληρώνοντας το δυστοπικό σύμπαν του Howey.
Αυτή την φορά το Σιλό είναι ένα διαφορετικό κτίσμα, που λειτουργεί, ωστόσο, με πανομοιότυπα πρωτόκολλα, ενώ παράλληλα ο συγγραφέας, μέσω της χρονικά διαφοροποιημένης αφήγησής του, δίνει περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο και τον λόγο κατασκευής του, κάνοντας την ίδια στιγμή ένα πολιτικό σχόλιο γύρω από αυτό. Ειδικότερα, στη Βάρδια, το Σιλό δεν είναι παρά το αποτέλεσμα συντηρητικών επιλογών, που θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό τις alt -right πολιτικές του σήμερα, που καταλήγουν με μαθηματική ακρίβεια σε μια καταστροφή όμοια με εκείνη που οδήγησε στην απόφαση κατασκευής του. Πράγματι, στον κόσμο του Howey το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο ήδη από την αρχή και αποτελεί αποτέλεσμα της ίδιας τρομοκρατίας που ασκείται και μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του. Η συντήρηση, δε, του ίδιου status quo, που οδήγησε στην καταστροφή, αποτελεί αυτοσκοπό, μέσω της κατασκευής της ιστορίας από την μεριά των καταστροφέων του κόσμου, οι οποίοι παρουσιάζονται σαν σωτήρες του!
Αυτό, ωστόσο, που αποτελεί το πιο ενδιαφέρον σημείο της Βάρδιας, μα και του Wool εν γένει σαν σύλληψης, είναι ο τρόπος με τον οποίο η αρχιτεκτονική ενός μέρους, συνδέεται με την άσκηση πολιτικής και μαρτυρά το σκεπτικό της άσκησης εξουσίας. Πολύ περισσότερο, θυμίζοντας κάτι από το Πανοπτικό του Bentham, η αρχιτεκτονική του χώρου είναι δηλωτική όχι μόνο των κοινωνικών τάξεων που υπάρχουν μέσα στο Σιλό, αλλά και του τρόπου με τον οποίο οι κάτοικοί του επιτηρούνται και τελικά τιμωρούνται. Με αυτό το τρόπο, ο ψηλότερος όροφος αποτελεί όχι μόνο διαφορά τοποθεσίας, αλλά και ιεράρχησης, κάτι το οποίο έχει αποτυπωθεί με γλαφυρότητα στο The Platform (2019), και ως εκ τούτου ο “από πάνω σου” μπορεί να ελέγχει την κάθε σου κίνηση, σαν ένας μικρός δικτάτορας. Ως εκ τούτου, προκύπτει μια κοινωνία αυτοεπιτήρησης, στην οποία, ωστόσο, κανείς δεν γνωρίζει το λόγο και το σκοπό της. Την ίδια στιγμή, ο τρόπος τιμωρίας των “παρεκκλίνοντων” στοιχείων δεν θυμίζει σε τίποτα τα όσα έχουμε διδαχθεί περί συμμόρφωσης ή αναμόρφωσης του χαρακτήρα, παρά παραπέμπει σε ένα είδος δικαίου τιμωρητικού, που αντιμετωπίζει τον δράστη σαν εχθρό.
Πράγματι, οποιοσδήποτε διαταράσσει την τάξη μέσα στο Σιλό θεωρείται εχθρός του και η τιμωρία στη Βάρδια είναι ακόμα βαρύτερη από εκείνη στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας. Ειδικότερα,στην ιστορία αυτή το “κράτος” δεν μπορεί απλά να βάλει τέλος στη ζωή σου, αλλά μπορεί να στην κλέψει, αφαιρώντας ή προσθέτοντας τις αναμνήσεις ή ακόμα και την ίδια την ταυτότητά σου κατά το δοκούν, με τρόπο που κάθε “επαναφορά” σου από “βαθιά ψύξη” μπορεί να συνιστά μια νέα, πολλές φορές ψεύτικη, ζωή, θυμίζοντας έντονα το concept του Matrix. Κατά τον ίδιο τρόπο, άλλωστε, εγγράφεται και η ίδια η ανθρώπινη ιστορία, ενώ παράλληλα οι ζωτικές λειτουργίες του Σιλό ασκούνται σε βάρδιες από μια αυστηρά περιορισμένη ελίτ, η οποία επαναφέρεται συνεχώς ανά τους αιώνες, υπογραμμίζοντας γλαφυρά το γεγονός ότι στον κόσμο αυτό τίποτα δεν αλλάζει. Μολαταύτα, αξιοσημείωτο είναι, ότι στη Βάρδια, ακόμα και τα εκτελεστικά όργανα του Σιλό, δεν αποτελούν παρά γρανάζια ενός πολύπλοκου ιστού εξουσίας, κάτι το οποίο είναι εμφανές και από την επιλογή του τίτλου του βιβλίου.
Συγκεκριμένα, στον κόσμο αυτό, και δη, του Σιλό που εποπτεύει όλα τα υπόλοιπα, η επιτήρηση και οι διοικητικές/πολιτικές επιλογές γίνονται σε βάρδιες, οι οποίες διαρκούν μόλις λίγους μήνες, και τις οποίες ακολουθούν διαστήματα “απόσυρσης” ή “βαθιάς ψύξης”, προκειμένου τα όργανα να χρησιμοποιηθούν εκ νέου όταν το Σιλό τα χρειαστεί. Γίνεται φανερό, ως εκ τούτου, ότι η ανθρώπινη ζωή μπορεί να προστατεύεται μέσα στο Σιλό, με όρους ωστόσο υποτιμητικούς ως προς την αξιοπρέπειά της, αφού οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται για ακόμα μια φορά κατά τρόπο εργαλειακό και προς όφελος της κρατικής μηχανικής, η οποία ανυψώνεται σε ένα είδος Λεβιάθαν. Επιπλέον, τις περισσότερες φορές οι ενεργόντες τις βάρδιες δεν ξέρουν καν τι εξυπηρετούν, ενώ είναι πλήρως αποκομμένοι από τις συνέπειες των εργασιών τους, κάτι το οποίο οδηγεί εκφυλιστικά σε ένα είδος αλλοτρίωσης της ίδιας τους της ταυτότητας, όπως ακριβώς έχει προβλέψει ο Marx σε αυτές τις περιπτώσεις, φέρνοντας στο νου τους στίχους της Φάμπρικας του Λ. Χαλκιά (ναι, γελάτε!) και ενέχοντας μια έντονα υπαρξιακή χροιά γύρω από το αν αξίζει τελικά να ζει κανείς υπό τέτοιους όρους.
Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι η Βάρδια, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Anubis, σε μετάφραση Ορέστη Μανούσου, αποτελεί πράγματι την πετυχημένη συνέχεια του Σιλό, δίνοντας όλο και μεγαλύτερο περιεχόμενο στην τριλογία του Hugh Howey, επιχειρώντας την δημιουργία ενός σύγχρονου έπους γύρω από τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα μπορεί να εξολοθρεύει ανθρώπους. Η ανατριχιαστική αυτή, υπόγεια, σύλληψη σε συνδυασμό με το κλειστοφοβικό περιβάλλον που χτίζει ο συγγραφέας, αλλά και της post -apocalyptic αισθητικής του, είναι που κάνει, άλλωστε, πολλούς από εμάς να ανυπομονούμε για την επικείμενη μεταφορά του Wool στην μικρή οθόνη, όπως έχει ανακοινωθεί από την AMC και την Apple TV+.