Η βικτωριανή Αγγλία γενικά αποτελεί μια περίοδος που εμπνέει πολλούς καλλιτέχνες, κυρίως Βρετανούς, να την επισκεφτούν και να αφηγηθούν τις ιστορίες της. Ακόμα και η ζωή της στρυφνής και ακραία συντηρητικής βασίλισσας Βικτώρια, μιας από τις πιο σκληρές ηγεμονικές φιγούρες στην παγκόσμια ιστορία έχει κινήσει το ενδιαφέρον σε πολλούς σκηνοθέτες οι οποίοι προσπάθησαν να βρουν τον άνθρωπο πίσω από το σύμβολο, την γυναίκα πίσω από την καταπίεση ενός δισεκατομμυρίου υπηκόων.
Το Victoria & Abdul εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, χρησιμοποιώντας ως κύριο όπλο της την τρομερή φιγούρα της Judi Dench (Skyfall,Philomena) στην δεύτερη μάλιστα φορά που υποδύεται την Βικτώρια, με την πρώτη να είναι το 20ετές πια Mrs Brown. Η Dench, παίζοντας ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο με τότε, δεδομένης και της απόστασης του χρόνου, αναλαμβάνει να φέρει στην ζωή την εκκεντρική υπεραιωνόβια βασίλισσα σε μια ιστορία με πολλά αληθινά (ή έστω αληθοφανή) στοιχεία για τα τελευταία χρόνια της. Ωστόσο, ήδη από την αρχή της, η ταινία του Stephen Frears (Quenn, Philomena) έχει ήδη αποφασίσει πως η ιστορία παραείναι καλή για να είναι αληθινή και έτσι αισθάνεται ελεύθερη να αλλοιώσει ή να εκμοντερνίσει όποιες πλευρές της κρίνει.
Χωρίς αυτό να είναι per se κακό (ο κινηματογράφος δεν είναι ιστορικός για να τον ενδιαφέρουν τα γεγονότα) η ταινία χάνει το μέτρο και καταλήγει γρήγορα μια γλυκανάλατη μετριότητα, που ούτε η Judi Dench, με το απαράμιλλο gravitas της δεν μπορεί να σώσει. Όσα λεπτομερή πλάνα με βικτωριανά σκηνικά και αν δείξει ο Frears -και πράγματι είναι πάρα πολλά, στα όρια του victorian porn– oι στερεοτυπικοί και χάρτινοι χαρακτήρες του βουλιάζουν κάτω από την ασύμμετρη ποσότητα ζάχαρης που τους ποτίζει ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος Lee Hall (‘Billy Elliot’), χωρίς ωστόσο να καταφέρνουν να γίνονται συμπαθητικοί. Μπορεί η κεντρική ιδέα να ήταν πως η (ημιροομαντικική) φιλία μπορεί να υπερβαίνει τάξεις και φυλές, ωστόσο αυτό πουθενά δεν επιτυγχάνεται. Ο ταξικός διαχωρισμός και οι σχέσεις εξουσίας που υπάρχουν από την πρώτη στιγμή διατηρούνται αδιασάλευτες, όσο και η ταινία προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο. Και όχι μόνο διατηρούνται, αλλά συχνά πυκνά εντείνονται, όταν η κρατική εξουσία, με την μορφή χαριτωμένων, αλλά έντονων, παρατηρήσεων, προχωρά σε θέματα προσωπικής ζωής, ιδιωτικότητας ακόμα και υγείας. Περισσότερο από την θρησκεία, περισσότερο από την χώρα, τους δύο χαρακτήρες χωρίζει η τάξη, και αυτό δεν γίνεται να μείνει στην άκρη όσο και αν το γήρας κάνει την άλλοτε σκληρή μονάρχη να φέρεται κατ’έπιφαση πιο ανθρώπινα.
Σε θέματα ερμηνειών μονάχα ουσιαστικά η Judi Dench έχει λίγο χώρο να αναπτύξει κάτι που ομοιάζει προσωπικότητα, ενώ ακόμα και ο συνοδηγός της στην ταινία, ο Ali Fazal (Furious 7) ενώ μεταχειρίζεται πολύ καλά το physic του, δεν καταφέρνει ποτέ να ανδρωθεί στο ρόλο του, υιοθετώντας μια παιδιάστικη και σε σημεία εκνευριστική περσόνα. Μεγάλες απώλειες ήταν η κακοδιαχείριση του ίδιου του Dumbledore, κατά κόσμον Michael Gambon, αλλά και της μοναδικής Olivia Williams (Postman, An Education). Γενικότερα το Victoria & Abdul δεν πείθει, ούτε σε αυτό που προσπαθεί, ούτε σαν στήσιμο…