1917 – Η πολεμική βαρβαρότητα σε μονοπλάνο

Λεωνίδας Βέργος Από Λεωνίδας Βέργος 7 Λεπτά Ανάγνωσης

Στις 9 του Φλεβάρη θα διεξαχθεί η 92η απονομή βραβείων Όσκαρ. Συνδέοντας το εκάστοτε καλλιτεχνικό δημιούργημα με την κοινωνικοπολιτική συγκυρία εντός της οποίας αυτό γεννιέται, μια πρόταση για το βραβείο καλύτερης ταινίας ξεχωρίζει… και ακούει στον παραπλανητικό τίτλο 1917.

Όχι, ο τίτλος δεν είναι μια έμμεση αναφορά στον Κόκκινο Οκτώβρη, ομολογουμένως προς στιγμιαία απογοήτευση πολλών. Το νέο δημιούργημα όμως του Sam Mendes (American Beauty, Jarhead, Skyfall) αφορά σε μία θεματική αντίστοιχου ενδιαφέροντος: προσφέρει μια σύγχρονη κινηματογραφική ματιά στη φρίκη του ιμπεριαλιστικού πολέμου γενικά, ειδικά δε του Α’ «Μεγάλου» Ιμπεριαλιστικού Παγκοσμίου Πολέμου, στο βίωμα των προλετάριων φαντάρων που έχουν σταλεί να θυσιάσουν τις ζωές τους στα χαρακώματα για τα κέρδη των πλουτοκρατών καταπιεστών τους. Η θεματική αυτή πρέπει, φυσικά, να τονιστεί ότι μας προσφέρεται με την πειραματική τεχνική του μονοπλάνου, κάτι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο για μια πολεμική ταινία – και που επιφέρει, όμως, θεαματικά αποτελέσματα από κάθε άποψη.

Η πλοκή εξελίσσεται γύρω από δύο νεαρούς στρατιώτες του Βρετανικού Στρατού, που έχουν αφήσει τις οικογένειές τους, για να πολεμήσουν έναντι του Γερμανικού Στρατού σε γαλλικό έδαφος μεσούντως του Α’ Παγκοσμίου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου. Όταν η ηγεσία του τάγματός τους τους διατάξει να διασχίσουν χαράκωμα το χαράκωμα μία μακρινή χερσαία απόσταση, για να μεταφέρουν μία απόρρητη, σημαντική πληροφορία σε ένα έτερο τάγμα (στο οποίο βρίσκεται και ο αδελφός του ενός εκ των δύο πρωταγωνιστών) και να το σώσουν από παγίδα του αντιπάλου ώς την αυγή, οι πρωταγωνιστές θα ξεκινήσουν μία τιτάνια μάχη με γερμανούς στρατιώτες, κυρίως βέβαια με τον χρόνο, αλλά και με τις ίδιες τις ψυχικές και σωματικές τους αντοχές, για να φέρουν εις πέρας την αποστολή που τους ανατέθηκε από τους ανωτέρους τους.

Ας τονιστεί ότι μιλάμε για μια ταινία καλλιτεχνικά τολμηρή και απολαυστική, πρωτίστως όμως και ταυτόχρονα για μια ταινία που είναι ουσιώδης βάσει της κοινωνικοπολιτικής συγκυρίας εντός της οποίας κυκλοφορεί. Φυσικά, κανένα έργο τέχνης δε δύναται να είναι ξέχωρο της ιστορικής του συγκυρίας. Ε λοιπόν, μία επί της ουσίας αντιπολεμική ταινία για τη φρίκη του πολέμου που κυκλοφορεί σε μια συγκυρία πρωτοφανούς όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών παγκοσμίως είναι, ίσως άθελά της, αφενός και τουλάχιστον ουσιώδης, αφετέρου πολιτικά χρήσιμη.

Γιατί χρήσιμη; Λαμβάνοντας υπόψη τις γεωστρατηγικές – οικονομικοπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και την έντονη «όσο δεν πάει» ανάμιξη και του ελληνικού κράτους (της «δικής μας» αστικής τάξης) σε αυτές (πλάνο ελληνικής πλουτοκρατίας μαζί με ΕΕ – ΝΑΤΟ για αποστολή στρατιωτικών εξοπλισμών σε Περσικό Κόλπο και Σαουδική Αραβία, δηλώσεις για ενδεχόμενη πολεμική σύρραξη με Λιβύη, απειλές για αυθαίρετη επέκταση των θαλάσσιων ζωνών στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο), μια ταινία σαν το 1917 σήμερα είναι χρήσιμη, γιατί καλεί το κοινό –ξανά, ίσως χωρίς να το θέλει– να σκεφτεί τα ίδια αυτά πολιτικά γεγονότα και τις βαρύτατες για την κοινωνική πλειοψηφία συνέπειές τους. Επίδικο για τη διαμόρφωση αντιπολεμικού κλίματος και εντέλει κινήματος.

Και αυτή η κομβική λειτουργία της ταινίας βελτιστοποιείται με την τεχνική αυτής – τη μορφή με την οποία παρουσιάζεται το περιεχόμενο. Ειλικρινά, το ίδιο το έργο είναι συναρπαστικό, σου κόβει την ανάσα, σε κάποιες στιγμές νιώθεις πως χάνεσαι μέσα του. Αυτό επιτυγχάνεται καταρχάς με την επιτυχημένη όσο και ριψοκίνδυνη (και καινοτόμα) χρήση του μονοπλάνου σε μια (αντι)πολεμική ταινία. Υπό αυτή την οπτική βλέπουμε όλη τη διαδρομή των δύο πρωταγωνιστών στρατιωτών, κυνηγητό σε μία φλεγόμενη πόλη, τα χαρακώματα γενικά/χαρακώματα να εκρήγνυνται, ένα πολεμικό αεροπλάνο να πέφτει, τη μάχη μεταξύ δύο αντίπαλων πολεμικών ταγμάτων… όλα αυτά σε ένα (φαινομενικά) πλάνο. Ο σκηνοθέτης παίζει το στοίχημα και κερδίζει. Η τεχνική αυτή συνδυάζεται με τη δραματική μουσική της ταινίας και τις πολύ καλές ερμηνείες σε ένα άρτιο συναισθηματικό μιξ που μας οδηγεί το λιγότερο στο απλό συμπέρασμα «ο πόλεμος είναι φρικτός» και στην καλύτερη στο πολιτικό συμπέρασμα «δεν πεθαίνω για τις πολυεθνικές τους».

Ας τα εξετάσουμε: Η γνωριμία του βρετανού στρατιώτη με τη φτωχή γαλλίδα μάνα, που λόγω του πολέμου είναι εγκλωβισμένη κάτω από το έδαφος μαζί με το μωρό της, το οποίο δεν έχει να ταΐσει. Η σκηνή που ο πρωταγωνιστής, προκειμένου να βγει από το ποτάμι που τον παρέσυρε, πρέπει να χρησιμοποιήσει ως στήριγμα τη στοίβα πτωμάτων των αδικοχαμένων στρατιωτών. Το αποκορύφωμα είναι ίσως η στιγμή που το βρετανικό τάγμα επιτίθεται στο αντίπαλο γερμανικό – βλέπουμε στην πράξη τις ορδές των προλεταρίων να επιτίθενται και να αλληλοσφάζονται με τα ταξικά τους, αλλοεθνή, αδέλφια. Αυτά είναι μερικά από τα στιγμιότυπα που δυνάμει καλλιεργούν ένα αντιπολεμικό αίσθημα στον θεατή.

Για να μη μπερδευόμαστε ή εξιδανικεύουμε πράγματα: το 1917 σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα κοινωνικοπολιτικά στρατευμένο έργο, πόσο μάλλον μαρξιστικό. Το απόλυτα αναγκαίο σήμερα αντιπολεμικό μήνυμα που εμπεριέχει, το εμπεριέχει ίσως άθελά του. Ο Sam Mendes δεν είναι κομμουνιστής – με άλλα λόγια, είναι ένα αυθόρμητο και όχι συνειδητό έργο. Το χάνει ακριβώς επειδή δεν αναδεικνύει το γεγονός ότι οι στρατιώτες του ενός έθνους έχουν περισσότερο κοινά συμφέροντα με τους στρατιώτες του αντίπαλου έθνους, παρά με τον ομοεθνή αξιωματικό τους. Η ταινία δεν προσφέρει ταξική ανάλυση.

Παρόλα αυτά, το 1917, με ή χωρίς ταξική ματιά από τον θεατή, προσφέρει πολλά. Με τα προαναφερθέντα και όχι μόνο στιγμιότυπα, από κοινού με τη σύνδεση που μπορεί ο θεατής να κάνει με την πολεμική απειλή στο σήμερα, μας υπενθυμίζει ότι οι φτωχοί δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε από τους πολέμους για τα κέρδη των πλουσίων, πόσο μάλλον να σκοτωθούμε σε αυτούς. Μας καλεί να φωνάξουμε από τα βάθη της ψυχής μας, με όλη την οργή, το πείσμα, αλλά και την ελπίδα, που είναι αναγκαία,

«Στον διάολο οι ΑΟΖ και τα πετρέλαιά τους, εμείς δεν πολεμάμε για τα συμφέροντά τους».

Καλλιτεχνικά, κοινωνικοπολιτικά, ίσως εντέλει και να αξίζει το βραβείο καλύτερης ταινίας!

TAGGED:
Μοιραστείτε το Άρθρο
Μέλος εκείνης της γενιάς που κάποιοι φρόντισαν να μείνει πάντα στην ανεργία. Έτσι καταφεύγει πολύ στα κόμιξ, το Star Wars, την '80s κινηματογραφική καλτίλα και τη λογοτεχνία και την προοπτική αυτή η γενιά να μην αποδειχθεί τόσο χαμένη, όσο λένε.