«Προσποιούμαστε πως θέλουμε πράγματα που δεν θέλουμε, ώστε να μη δει κανείς ότι δεν παίρνουμε αυτά που έχουμε ανάγκη».
Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Λίσα Ταντέο διέσχισε έξι φορές οδικώς τις ΗΠΑ, για να συλλέξει μαρτυρίες και εμπειρίες που αποτυπώνουν την ερωτική επιθυμία. Έναυσμα αποτέλεσε μια ιστορία της μητέρας της: όταν ήταν νέα, επέτρεπε επί χρόνια σε έναν άντρα να την ακολουθεί από το σπίτι στη δουλειά και πίσω, όσο εκείνος αυνανίζεται. Η μητέρα της Ταντέο τον έβλεπε, αντιλαμβανόταν την παρουσία του, όμως δεν αντιδρούσε, σε μια αρχετυπική ιστορία γυναικείας υποταγής απέναντι στη βίαιη και παραβιαστική αντρική σεξουαλική ανάγκη.
Αρχικά, η Ταντέο νόμιζε ότι η έρευνά της θα αφορούσε την αντρική επιθυμία, η οποία κυριαρχεί εντός της πατριαρχίας, διαβρώνει, παρασέρνει και επιβάλλει, όμως, όσο προχωρούσε το εγχείρημά της, κατάλαβε ότι η ιστορία που ήθελε να αφηγηθεί ήταν για τη γυναικεία επιθυμία. Άλλοτε ήπια και υποχωρητική, άλλοτε εμμονική και παθιασμένη, η γυναικεία επιθυμία είναι, δυστυχώς σχεδόν πάντοτε, κοινωνικά προγραμματισμένη να προσανατολίζεται γύρω από την αντρική: οι γυναίκες έχουν γαλουχηθεί να αποδέχονται όσα ο σύντροφός τους επιθυμεί, να μην αφήνουν ποτέ τη δική τους επιθυμία να εξωτερικευθεί, με το αυστηρό, παντεποπτικό μάτι της πατριαρχίας έτοιμο να τις κατασπαράξει. Η Λίσα Ταντέο, σε ένα βιβλίο που έγινε παγκόσμιο best-seller και πλέον κυκλοφορεί και στη χώρα μας σε μετάφραση Κλαίρης Παπαμιχαήλ από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, αποφασίζει να ερευνήσει, να διερωτηθεί και να στοχαστεί πάνω στη φύση, τα όρια και τη βαθύτερη υφή αυτής της επιθυμίας, μέσα από τις ιστορίες των τριών γυναικών της.
Η πρώτη από αυτές είναι η Μάγκι, μια γυναίκα στη δεκαετία των 20 της, που ως μαθήτρια λυκείου, παιδί αλκοολικών γονιών και ήδη στιγματισμένη στο κοινωνικό και σχολικό της περιβάλλον λόγω μιας σεξουαλικής σχέσης με έναν πολύ μεγαλύτερό της άντρα, είχε συνάψει σχέση με τον 30χρονο, παντρεμένο και πατέρα δύο παιδιών καθηγητή της, τον Άαρον. Μια σχέση χειριστική και κακοποιητική, η οποία, έξι χρόνια μετά το τέλος της, θα καταλήξει στις αίθουσες του δικαστηρίου.
Η Λίνα, μια 35άρα καθολική, εγκλωβισμένη σε έναν γάμο χωρίς έρωτα, με έναν άντρα που αρνείται να τη φιλήσει, πόσω μάλλον να κάνει σεξ μαζί της, βασανιζόμενη καθημερινά από κρίσεις πανικού, ψυχοσωματικούς πόνους και κατάθλιψη, θα επιστρέψει στον εφηβικό και μοναδικό αληθινό έρωτα της ζωής της, τον Άινταν, με ένα πάθος τόσο εμμονικό, όσο και καταστροφικό για την ίδια και τον ψυχισμό της, ένα πάθος όμως που της ξαναδίνει ζωή.
Τέλος, η 40αρα Σλόαν, γόνος ευκατάστατης, μεγαλοαστικής οικογένειας, εστιάτορας η ίδια, όμορφη, πετυχημένη και, φαινομενικά, λαμπερή, παλεύει ολόκληρη τη ζωή της με μια διατροφική διαταραχή που την τρώει από το μεδούλι και κάνει σεξ με άλλους άντρες μπροστά η εν τη γνώσει του συζύγου της, αποκλειστικά για να ικανοποιήσει τις δικές του φαντασιώσεις και επιθυμίες.
Η Ταντέο ξεδιπλώνει και στήνει τις τρεις ιστορίες της πάνω στους αφηγηματικούς άξονες των κοινών στοιχείων μεταξύ των τριών γυναικών: πρώτα απ’ όλα, και οι τρεις τους έχουν βιώσει σεξουαλική κακοποίηση σε πολύ νεαρή ηλικία. Αποπλάνηση ανηλίκου στην ιστορία της Μάγκι, ομαδικός βιασμός σε αυτήν της Λίνα, ενδοοικογενειακή σεξουαλική παρενόχληση σε αυτήν της Σλόαν. Όμως, η Ταντέο δεν παρουσιάζει τα γεγονότα από εγκληματολογική σκοπιά, με το ηδονοβλεπτικό ενδιαφέρον ενός true crime story, αλλά αντίθετα προσεγγίζει τις ιστορίες της ανθρωποκεντρικά, με αφήγηση μυθιστορηματική, που βρίθει αμεσότητας, ρεαλισμού και γλαφυρών, παραστατικών περιγραφών, σεξουαλικών και μη. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι η αλήθεια του βιώματος των γυναικών της, όλες οι αντιφάσεις και αγκυλώσεις τους, και όχι η στείρα καταγραφή του δράματός τους.
Οι γυναίκες αυτές προέρχονται από διαφορετικά ταξικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά υπόβαθρα, και η Ταντέο αναδεικνύει τους τρόπους που η καταγωγή τους επηρεάζει τις ίδιες και τις επιλογές τους, το πώς επιθυμούν και το πώς εκφράζουν την επιθυμία τους, πώς η οικογένεια διαμορφώνει όλο τον μελλοντικό τους εαυτό και τα πράγματα που επιζητούν, τόσο σε επίπεδο σχέσης όσο και σεξ. Και πάλι όμως, δεν υποπίπτει στο λάθος να προσπαθήσει να ενσωματώσει το παρελθόν των ηρωίδων της σε μια αιτιώδη αφήγηση, να τις στήσει στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι και απλουστευτικά να καταστήσει τους γονείς, τη φτώχεια ή την καθολική θρησκεία υπαίτιους για κάθε τους λανθασμένη επιλογή. Απλώς παρατηρεί, αφομοιώνει και παραθέτει τα γεγονότα για τον αναγνώστη και την προσωπική του, κριτική ματιά, αποτυγχάνοντας όμως έτσι και να ενσωματώσει το υλικό της σε μια αφήγηση περισσότερο εμβριθή και πολιτική.
Κοινός παρονομαστής στις ιστορίες τους είναι, επίσης, το πόσο συχνά η γυναικεία ηδονή και απόλαυση περιστρέφεται γύρω από την αντρική, πόσο συχνά μια γυναίκα διστάζει να απαιτήσει αυτά που θέλει και προτιμά να εστιάζει στην ικανοποίηση του συντρόφου της, θεωρώντας πως αυτός είναι ο προκαθορισμένος σεξουαλικός της ρόλος. Από τη Λίνα και τη Μάγκι, που φοβούνται να αλλάξουν ακόμα και ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα ή μια κίνηση για να μη δυσαρεστήσουν τον ερωτικό τους παρτενέρ, μέχρι τη φαινομενικά πιο ανεξάρτητη και δυναμική Σλόαν, που όμως βουτά στον κόσμο της πολυγαμίας και των τρίο για να ευχαριστήσει τον σύζυγό της, αλλά και ενδόμυχα για να επανέλθει η ερωτική της επιθυμία για αυτόν.
Η Ταντέο αναδεικνύει την προέλευση της ανάγκης να αισθάνεσαι επιθυμητή από την αντρική ματιά, γυρίζοντάς μας όλες πίσω στην άγουρη εφηβική ηλικία, μια εποχή όπου αισθάνεσαι πως αν είσαι όμορφη θα είσαι και αρκετή, πως το μόνο που έχει σημασία είναι το αγόρι που θες να σε θέλει και αυτό, πως αν είσαι σέξυ και επιθυμητή, όλη η υπόλοιπη ζωή θα είναι ανεκτή, όλες οι υπόλοιπες προκλήσεις και τροχοπέδες θα μπορούν να αντιμετωπιστούν, σε μια εξαιρετική απεικόνιση των μηχανισμών με τους οποίους τα κοινωνικά πρότυπα ομορφιάς καταπιέζουν και κάνουν δυστυχισμένα τα κορίτσια: «… γιατί όταν είσαι σέξυ έχεις την ελευθερία και την ευχέρεια να συγκεντρωθείς στην υπόλοιπη ζωή σου. Είσαι σέξυ, οπότε δεν χρειάζεται να κάτσεις μία ώρα στον καθρέφτη για να φαίνεσαι ευπαρουσίαστη. Είσαι σέξυ, οπότε δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις να κάνεις κάποιον να σε αγαπήσει».
Όμως, η πιο σημαντική, και τραγικά επίκαιρη, θεματική που αναλύει η Ταντέο είναι αυτή της κουλτούρας του βιασμού, της κυρίαρχης ιδεολογίας σύμφωνα με την οποία τα θύματα φέρουν το μεγαλύτερο μέρος ή την ολότητα της ευθύνης για ό,τι τους συνέβη, οι κοπέλες που έχουν βιαστεί, κακοποιηθεί, ή απλώς οι κοπέλες που απολαμβάνουν το σεξ, είναι μιασμένες, παρίες, στιγματισμένες, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια σεξουαλική επίθεση δεν τον διαδραματίζει ο θύτης, αλλά οι ενδυματολογικές και συμπεριφορικές επιλογές του θύματος. Η δικαστική έκβαση της ιστορίας της Μάγκι καταλήγει στην οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι άτομα που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, φιγούρες που χαίρουν εκτίμησης από τον επαγγελματικό και κοινωνικό τους περίγυρο, πάντα θα βρίσκονται στο απυρόβλητο, πάντα θα τους χαρίζεται το περιθώριο της αμφιβολίας, πάντα οι δικές τους αφηγήσεις θα είναι αυτές που γίνονται πιστευτές. Και αυτήν ακριβώς τη δύναμη και εξουσία θα μπορούν πάντα να καταχραστούν.
Πολύ συχνά μάλιστα οι τρεις αυτές γυναίκες δεν είχαν απέναντί τους και εναντίον τους μόνο άντρες, αλλά και γυναίκες, γεμάτες με μίσος και εσωτερικευμένο μισογυνισμό, που δεν διστάζουν να κάνουν slut-shaming, να διαδώσουν φήμες, να στήσουν στο εδώλιο της κατηγορουμένης και να λιθοβολήσουν μια άλλη γυναίκα, εξαλείφοντας έτσι όχι μόνο την αυτοεκτίμησή της, αλλά και κάθε εναπομείναν αίσθημα γυναικείας αλληλεγγύης. Αυτή η αποσάθρωση της γυναικείας αδελφικότητας και ενσυναίσθησης είναι ίσως το σημαντικότερο πλήγμα που έχει καταφέρει η πατριαρχία, και η Ταντέο το καθιστά σαφές αυτό.
Φυσικά, το βιβλίο της δεν είναι απολύτως άνευ ψόγων και μομφών, τόσο από αφηγηματική όσο και από πολιτική σκοπιά: η αφήγηση είναι ενίοτε αποσπασματική, ενίοτε επαναλαμβανόμενη, και, ίσως ηθελημένα, δεν καταλήγει σε συμπεράσματα, ούτε αρθρώνει λόγο ιδιαίτερα φεμινιστικό ή ενδυναμωτικό, αν και αναμφισβήτητα η ίδια η επιλογή της αφήγησης αυτών των ιστοριών έχει αρκούντως φεμινιστικό πρόσημο. Το κυριότερο ίσως πρόβλημα είναι όμως η παντελής απουσία ποικιλομορφίας και η προσήλωση αποκλειστικά στη λευκή, cis, ετεροφυλόφιλη γυναικεία επιθυμία, επιλογή που σίγουρα μπορεί να κατηγορηθεί ως πρόκριση της ετεροκανονικότητας. Δεν γίνεται, εν έτει 2019, οπότε και γράφτηκε το βιβλίο, να εξαγγέλλεις ότι γράφεις για την οικουμενική γυναικεία σεξουαλικότητα και να μην έχεις συμπεριλάβει καμία μαύρη φωνή, καμία λεσβιακή φωνή, καμία τρανς ή μη δυαδική φωνή.
Παρά τις εύλογες ενστάσεις, όμως, η Λίσα Ταντέο έγραψε ένα αρκετά σημαντικό βιβλίο για τον γυναικείο πόθο, ένα απολαυστικό page-turner που διαβάζεται μονορούφι, σίγουρα όχι ένα φεμινιστικό αριστούργημα εφάμιλλο π.χ. μιας Μπερναρντίν Εβαρίστο, αλλά ένα βιβλίο που κατάφερε να απενοχοποιήσει τη γυναικεία σεξουαλικότητα απευθυνόμενο σε ένα ευρύ κοινό, ένα βιβλίο που, αν είσαι γυναίκα, μπορεί να μην αισθανθείς ότι σε εκπροσωπεί πλήρως, αλλά που μέσα στις σελίδες του σίγουρα θα βρεις ψήγματα του εαυτού σου.