Πέρασαν 26 χρόνια από την ολοκλήρωση της 2ης σεζόν του Twin Peaks, της θρυλικής σειράς των David Lynch και Mark Frost, και 25 χρόνια από τη μισοprequel, μισοsequel εκκεντρική ταινία Twin Peaks: Fire Walk With Me. Η σειρά μεσουρανούσε σε μία περίοδο που τα τηλεοπτικά δεδομένα απείχαν πάρα πολύ από τα σημερινά, που μπορούμε να πούμε ότι είναι μια χρυσή εποχή ανάπτυξης και επανακαθορισμού του μέσου. Προς γενική έκπληξη τότε, κατάφερε να είναι ταυτόχρονα αστυνομικό θρίλερ, δράμα, μυστηρίου, τρόμου με υπερφυσικά στοιχεία, κοινωνικού σχολιασμού και παρωδία της αμερικανικής σαπουνόπερας και όλα τα στοιχεία να λειτουργούν εντός της εσωτερικής λογικής της σειράς, ενώ ταυτόχρονα ήταν ελκυστικά σε ευρύ κοινό. Αυτό το επίπεδο genre-bending σε τηλεοπτική σειρά δεν είχε προηγούμενο – και πολύ λένε πως δεν είχε και συνέχεια. Η επιρροή της στο σύνολο των ειδών που αναφέρθηκαν, στην τηλεόραση ως μέσο εν γένει αλλά και σε ένα σωρό άλλα μέσα, από τον κινηματογράφο και τη μουσική μέχρι και βιντεοπαιχνίδια (οι δημιουργοί του Silent Hill αλλά και του… The Legend Of Zelda: Link’s Awakening, μεταξύ άλλων, έχουν δηλώσει ανοιχτά την επιρροή της σειράς στα θέματα και τον τόνο των παιχνιδιών) είναι ανυπολόγιστη. Η πολυαναμενόμενη επιστροφή της στις 21 Μαΐου, σε ένα εντελώς διαφορετικό τηλεοπτικό τοπίο, είναι μια καλή ευκαιρία για την εκ νέου παρουσίασή της σε ένα νέο κοινό και την επανεκτίμησή της. Εδώ θα προσπαθήσουμε να καλύψουμε όσο το δυνατόν περισσότερα από τα στοιχεία που την έκαναν ξεχωριστή, αποφεύγοντας επίσης στο μέτρο του δυνατού τα spoilers (να προειδοποιήσουμε ωστόσο για όσους θέλουν να τη δουν τώρα ότι κάποια spoilers είναι ίσως εύκολο να συναχθούν από την παρουσίαση του Fire Walk With Me).
Το έργο του David Lynch, για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι μαζί του, έχει μια εσωτερική συνοχή ύφους και στησίματος και το Twin Peaks δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο σουρεαλισμός, η χρονική ασυνέχεια, ο παραλογισμός, η άβολη αίσθηση, ο ιμπρεσιονισμός σε εικόνες και χρώματα, η “ονειρική λογική” (dream logic) και το δέσιμό τους σε μια μη-κανονική κανονικότητα της small-town Americana, τα στοιχεία δηλαδή που έδωσαν στα πιο γνωστά έργα του Lynch, όπως το Mulholland Drive και το Blue Velvet, την αδιαμφισβήτητη αναγνωρισιμότητά τους, είναι κι εδώ παρόντα. Εντός του έργου του Lynch, μάλιστα, το Twin Peaks τοποθετείται σε κομβικό χρονικά σημείο, αμέσως μετά από τον πλήρη σουρεαλισμό του Eraserhead, την κριτική επιτυχία του Elephant Man και το neonoir δράμα του Blue Velvet, με το τελευταίο να είναι και το πιο συγγενικό στη σειρά, αλλά πριν την ευρεία επιτυχία του Mullholand Drive. Η συνεργασία με τον Mark Frost, όμως, είναι που έδωσε στη σειρά την πιο “γήινη” αισθητική της. Είναι εμφανές κατά το προχώρημά της ότι πέρα από τα βασικά σημεία του σεναρίου, οι δημιουργοί έχτιζαν την πλοκή της εν κινήσει. Άλλωστε, η εισαγωγή του καθαρά υπερφυσικού στοιχείου, στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω, ήταν σχεδόν τυχαία: προέκυψε από ένα λάθος πλάνο, το οποίο άρεσε στον David Lynch τόσο που όχι απλά το κράτησε, αλλά το έκανε και πολύ σημαντικό στοιχείο πλοκής.
Το κεντρικό σημείο πλοκής, από το οποίο και ξεκινά η σειρά, είναι η ανακάλυψη του πτώματος ενός πολύ αγαπητού και δημοφιλούς κοριτσιού της πόλης του Twin Peaks, της Laura Palmer, τυλιγμένου σε πλαστικό, καθώς και ενός άλλου, βαριά τραυματισμένου κοριτσιού σε κώμα, της Ronnete Pulaski. Για την εξιχνίασή του, ο τοπικός διευθυντής του FBI Cole (που τον ερμηνεύει ο ίδιος ο Lynch) στέλνει τον πράκτορα Dale Cooper, τον πρωταγωνιστή της σειράς, στο Twin Peaks. Ο τελευταίος ανακαλύπτει την ομοιότητα με προηγούμενο φόνο, κατά την έρευνα του οποίου εξαφανίστηκε ο πράκτορας του FBI που την είχε επιφορτιστεί. Η συνεργασία του, και στη συνέχεια και η φιλία του, με τις τοπικές αρχές και συγκεκριμένα το σερίφη Harry Truman και τους βοηθούς του για την εξιχνίαση του φόνου είναι η κεντρική τεχνική πλοκής, μέσα από την οποία παρουσιάζεται και εξερευνείται το πλούσιο καστ των υπόλοιπων χαρακτήρων. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά τoυς Leland και Sarah Palmer, γονείς της Laura· τη Donna Hayward, καλύτερή της φίλη· τον Bobby Briggs, το αγόρι της· τον James Huxley, με τον οποίο διατηρούσε κρυφή σχέση και μετά το θάνατό της γίνεται αγόρι της Donna· τη Maddy Ferguson, ξαδέρφη της με σημαντική ομοιότητα στα χαρακτηριστικά· τον Leo Johnson, τοπικό μικροεγκληματία και τη γυναίκα του Shelly· τον Ben Ηorne, πλούσιο επιχειρηματία και την κόρη του Audrey· την Josie Pickard, ιδιοκτήτρια τοπικού εργοστασίου ξυλείας· και την Cathrine Martell, κουνιάδα της προηγούμενης που σε συνεργασία με τον Ben Horne προσπαθούν να καταστρέψουν το εργοστάσιο.
Ιδιαίτερα κατά την πρώτη σεζόν, μάλιστα, o φόνος της Laura Palmer λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά ως framing device. Η σειρά επικεντρώνεται κυρίαρχα στην ανάπτυξη των χαρακτήρων διαμέσου αυτής. Μέσα από την σταδιακή αποκάλυψη της διπλής ζωής της Laura Palmer, που από κορίτσι-πρότυπο της κοινότητας όπως παρουσιάζεται, καταλήγει σε ένα βαθιά τραυματισμένο άτομο, εθισμένο στα ναρκωτικά και στο σεξ ως μέσο διαφυγής από την καθημερινότητα κακομεταχείρισης που ζει, αρχίζει να ξετυλίγεται ένα νήμα που αποδομεί το σύνολο της αρχικής παρουσίασης των χαρακτήρων και, κατά συνέπεια, και της εικόνας ειδυλλιακής ήσυχης μικρής πόλης του Twin Peaks. Μέσα από αυτό το υπόβαθρο, καθώς και την σκόπιμα ονειρικής χροιάς, ήρεμης και στα όρια του κιτς ερμηνείας των χαρακτήρων, τίθεται ο πυλώνας του αστυνομικού θρίλερ και της παρωδίας της σαπουνόπερας, η μία από τις δύο βασικές υφολογικές θεματικές της σειράς. Από μόνη της, ίσως θα αρκούσε έτσι κι αλλιώς για να μιλάμε για μια πολύ συμαντική δημιουργία. Ο δυϊσμός, όμως, είναι και στη μικροκλίμακα και στη μακροκλίμακα ένα από τα βασικά στοιχεία του έργου του Lynch επίσης. Η εναλλαγή ανάλαφρης και αστυνομικού χαρακτήρα αισθητικής είναι απότοκο και ταυτόχρονα κριτική της ως τότε κυρίαρχης αισθητικής της ποπ τηλεόρασης: έπρεπε να αντισταθμιστεί από ένα άλλο στοιχείο, εξίσου ονειρικό, αλλά από την πλευρά του εφιάλτη.
Ήδη από τα πρώτα επεισόδια της σειράς, φαίνεται ότι ο Dale Cooper απέχει από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ένας μέσος πράκτορας του FBI, με κυρίαρχη βάση δηλαδή τον κανονισμό, τη μεθοδικότητα, τον ωμό ρεαλισμό. Ο Cooper βασίζεται συχνά στο ένστικτο του, σε οράματα και όνειρα, στα οποία μεταφέρεται σε ένα υπερφυσικό μέρος (γνωστό ως Red Room), όπου μια πληθώρα παράξενων χαρακτήρων, μεταξύ των οποίων ένας γίγαντας, ένα νάνος και δύο δαιμονικές οντότητες, γνωστές ως BOB και MIKΕ, του δίνουν στοιχεία προς την επίλυση του φόνου. Κατά την πορεία της σειράς, και ιδιαίτερα στο αριστουργηματικό τέλος της, το υπερφυσικό στοιχείο καταλήγει να έχει κεντρικότητα τόσο στον ίδιο το φόνο όσο και ως γενική θεματική. Μέχρι και σήμερα, δεν έχει διασαφηνιστεί αν το Κόκκινο Δωμάτιο, οι κάτοικοι και οι πιθανοί προορισμοί του είναι πραγματικά πεδία ύπαρξης έξω από το χωροχρόνο, ή μεταφορά, προβολή του “Evil that Men do” όπως τίθεται από έναν από τους χαρακτήρες. Το σίγουρο είναι ότι μέσα από μια αντιστροφή των horror στερεοτύπων και μια σειρά σκηνοθετικών τεχνικών, όπως η χαρακτηριστικά ανατριχιαστική ομιλία των χαρακτήρων εντός του Κόκκινου Δωματίου (η οποία προέκυψε από τους ηθοποιούς να ερμηνεύουν ανάποδα τα λόγια τους και μετά να παίζονται από την ηχογράφηση αντίστροφα), αυτή η θεματική παρήγαγε κάποιες από τις πιο τρομακτικές στιγμές στην ιστορία του μέσου, που μένουν στο κεφάλι σου για πολύ καιρό αφού τις δεις.
Η σειρά, δυστυχώς, ίσως και σε αντιπαράθεση με τον τρόπο που παρουσιάστηκε ως τώρα, δεν είναι τέλεια. Οι Lynch και Frost, όπως και τόσοι άλλοι πριν και μετά από αυτούς, έπεσαν θύμα του χειρότερου εχθρού της σύγχρονης δημιουργίας: των επιχειρηματικών παρεμβολών στο έργο. Εξ’αρχής, σε μια προσπάθεια εκμετάλλευσης του ονόματος που είχε αρχίσει να χτίζει ο Lynch, το Twin Peaks προβαλλόταν την ίδια στιγμή απέναντι σε έργα μεγάλης δημοφιλίας, όπως το sitcom Cheers. Τα ενθουσιώδη αρχικά νούμερα τηλεθέασης άρχισαν να πέφτουν και οι παραγωγοί άρχισαν να αυξάνουν τις πιέσεις προς τους δημιουργούς. Για παράδειγμα, η αποκάλυψη του δολοφόνου που έγινε στις αρχές της δεύτερης σεζόν ήταν αποτέλεσμα αυτής της πίεσης, χωρίς την οποία θα γινόταν πολύ αργότερα (ίσως και ποτέ), ενώ η εισαγωγή του χαρακτήρα της Annie Blackburn πολύ αργά στην πλοκή ήταν επίσης ιδέα των παραγωγών. Έχοντας απωλέσει το βασικό κινητήρα της πλοκής, μεγάλο κομμάτι της δεύτερης σεζόν έκανε σημαντική ποιοτική κοιλιά και, παρά το γεγονός ότι προς το τέλος της η σεζόν έγινε υποδειγματική, τα νούμερα δεν ξαναεπέστρεψαν ποτέ σε υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα την οριστική διακοπή της μετά την ολοκλήρωση της σεζόν, η οποία και μας άφησε με ένα από τα μεγαλύτερα cliffhangers όλων των εποχών. Σε κάθε περίπτωση, η επαναστατική σκηνοθεσία της, οι αξιομνημόνευτες ερμηνείες και χαρακτήρες, η εξαιρετική μουσική επένδυση του Angelo Badalamenti με ambient και jazz ηχοχρώματα, τα οποία μάλιστα βραβεύτηκαν στην ταινία Fire Walk With Me και η πρώτη ίσως προσπάθεια τέτοιου μεγέθους για μια σειρά που βλέπεται όπως μια ταινία, αξίζουν όλη την αποθέωση και το cult following που έχει μέχρι και σήμερα.
Η σημαντική απήχηση της σειράς οδήγησε τον Lynch, ένα χρόνο μετά, να ξαναεπισκευτεί την πόλη του Twin Peaks στην ταινία Twin Peaks: Fire Walk With Me. Η ταινία ήταν επικεντρωμένη στο πρώτο μισό της στην έρευνα του προηγούμενου πράκτορα για τον προηγούμενο φόνο και στο δεύτερο μισό της στις τελευταίες μέρες ζωής της Laura Palmer. Δημιούργησε περισσότερα ερωτηματικά από όσα απάντησε, άνοιξε μια σειρά από επιμέρους πλοκές χωρίς να επιλύσει καμία (μία εξ αυτών το μυστηριώδες cameo του David Bowie), ο συμβολισμός, η ονειρική λογική, τα αντιπαραθετικά timelines και ο κεντρικός χαρακτήρας της, που μετακινήθηκε στην οικογενειακή τραγωδία που ζούσε η Laura Palmer, τραβήχτηκαν στα όριά τους, δημιουργώντας μια ταινία βαριά, ιδιαίτερα σκοτεινή και μελαγχολική.
Ο υπερφυσικός ρόλος στα κίνητρα κάποιων χαρακτήρων παρέμεινε μετέωρος ως προς την πραγματικότητά του. Όλα αυτά οδήγησαν την ταινία να πάρει πολύ κακές κριτικές κατά την αρχική προβολή της, με το κοινό των Καννών μάλιστα να γιουχάρει και να φεύγει εν μέσω της προβολής και τον Tarantino, από τους ανέκαθεν μεγάλους υποστηρικτές του Lynch, να δηλώνει:
“David Lynch had disappeared so far up his own ass that I have no desire to see another David Lynch movie until I hear something different. And you know, I loved him. I loved him.”.
Στα επόμενα χρόνια, όμως, η ταινία φάνηκε ότι αντιμετωπίστηκε έτσι κυρίως λόγω της σύνδεσής της με τη σειρά. Ως έργο του David Lynch, στην πραγματικότητα, είναι πολύ κοντά σε έργα όπως το Mulholland Drive σε όλες τις πλευρές του, και αργότερες οπτικές την επανεκτίμησαν ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του. Σημαντικο να αναφερθεί το γεγονός ότι ήδη από τις πρώτες προβολές, θύματα οικογενειακής κακοποίησης ευχαριστούσαν ανοιχτά τον Lynch για την απεικόνιση του δράματος της ενδοοικογενειακής βίας και των ψυχολογικών της χναριών.
Στο ενδιάμεσο των χρόνων που ακολούθησαν, το ενδιαφέρον για το σύμπαν του Twin Peaks διατηρήθηκε και μεγάλωσε, ειδικά όταν έγινε σαφής η επιρροή του στη σύγχρονη τηλεόραση. Tie-ins από διάφορα μέσα, όπως audio shows και βιβλία, συνέχισαν να έρχονται ανά διαστήματα, άλλοι δημιουργοί αναφέρονταν εμμέσως ή και ευθέως σε γεγονότα και χαρακτήρες της σειράς, ενώ σχεδόν σε κάθε συνέντευξη του Lynch υπήρχε η ερώτηση για το αν βλέπει κάποια συνέχεια για τη σειρά (με την απάντηση συνήθως να είναι ένα κατηγορηματικό όχι). Το 2014 ήρθε η επιβεβαίωση ότι η σειρά θα επιστρέψει για 7 επεισόδια, τα οποία στην πορεία γίναν 18. Μια σειρά από ηθοποιούς της ορίτζιναλ σειράς επιβεβαίωσαν ότι θα επιστρέψουν, ενώ έγινε γνωστό ότι η τρίτη σεζόν θα λάβει χώρα σε πραγματικό χρόνο 25 ετών μετά από το τέλος της δεύτερης και ότι αυτό θα ναι από τα βασικά σημεία της πλοκής. Σαν να το είχε προβλέψει η Laura Palmer, όταν σε ένα από τα οράματα του David Cooper του είπε:
Ασφαλώς, οι επανεκκινήσεις αγαπημένων συμπάντων από δημιουργούς, χρόνια μετά την εγκατάλειψή τους, συνηθίζεται να είναι το ανάλογο του μύθου του νεκροταφείου ελεφάντων, το μέρος δηλαδη όπου οι δημιουργοί πάνε για να πεθάνουν. Η σειρά φαίνεται να επανέρχεται εντός μιας γενικής τάσης αυτοπεριορισμού της ποπ κουλτούρας σε σημεία αναφοράς ενός ευρύτερου κοινού, αντί στην επένδυση σε νέα πεδία, τα οποία θα έπρεπε να δημιουργήσουν το κοινό τους από την αρχή. Σε κάθε περίπτωση, για όλους τους λόγους που αναλύθηκαν παραπάνω, το ενδιαφέρον και το hype γύρω από αυτή την επιστροφή είναι απόλυτα δικαιολογημένα. Ελπίζουμε η τρίτη σεζόν να ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας. Αν όχι, ελπίζουμε στη συνήθη πρακτική του David Lynch να τις καταστρέφει αναπάντεχα, φέρνοντας κάτι τελείως διαφορετικό, αλλά ποιοτικά αναβαθμισμένο.