Η Captain Marvel, η πρώτη ταινία με γυναίκα πρωταγωνίστρια στην υπερδεκαετή πορεία του MCU, βγαίνει σήμερα στις αίθουσες. Παρά την εντατική προώθηση, έχει αρκετά δύσκολο έργο μπροστά της. Καταρχάς είμαστε στην τελική ευθεία για το πολυαναμενόμενο Avengers: Endgame, ο κίνδυνος να περάσει στα ψιλά (όπως συνέβη στο Αnt Man & Τhe Wasp) είναι απολύτως ορατός. Συγχρόνως, η ταινία συγκεντρώσει τα πυρά των alt right trolls που θεωρούν ότι η ταινία αποτελεί την υπέρτατη απόδειξη ότι το Χόλυγουντ ελέγχεται από σατανικές φεμινίστριες που θέλουν να περάσουν την προπαγάνδα τους μέσα από τις αγαπημένες ταινίες μας. Τέλος, υπάρχει ένας ακόμη λόγος που καθιστά επίφοβη τη θέση της Captain Marvel: είναι origin story.
Ας ξεκινήσουμε από αυτό το τελευταίο. Το σενάριο εξελίσσεται το 1995 και ανοίγει με την πρωταγωνίστρια, τη Vers (Brie Larson– Room, Scot Pilgrim vs the World ) να βρίσκεται στη Hala, την πρωτεύουσα της γαλαξιακής αυτοκρατορίας των Kree. Η Vers είναι μέλος του στρατού των Kree ορκισμένη να προστατεύσει την αυτοκρατορία από την απειλή των Skrull , της διάσημης φυλής εξωγήινων που έχουν τη δύναμη να αλλάζουν μορφή και να διεισδύουν σε πλανήτες και ηλιακά συστήματα, μεταμφιεσμένοι. Η ηρωίδα μας είναι αφοσιωμένη στους σκοπούς του Κree starforce όμως αντιμετωπίζει δυσκολίες καθώς θυμάται μόνο συγκεχυμένα θραύσματα από το παρελθόν της και βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς αμφιβολίας. Μια αποστολή που παίρνει αναπάντεχη τροπή θα την οδηγήσει στη Γη. Εκεί θα γνωρίσει το νεαρό πράκτορα Nick Fury (Samuel Jackson- Glass, Hateful Eight ) που βγήκε από τον Ψυχρό Πόλεμο και ψάχνει νέους εχθρούς. Από κοινού θα προχωρήσουν σε μια σειρά αποκαλύψεις που θα αλλάξουν ριζικά τη ζωή της Vers. Η ταινία αριστεύει ως origin story, σε ένα είδος που έχει φθαρεί από τυποποιημένες φόρμουλες και χιλιοπαιγμένα κλισέ που το Captain Marvel τα αποφεύγει όλα – ή σχεδόν όλα, αφού δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό για μερικά δραματικά flashbacks.
Το κυριότερο ατού του της δουλειάς των Anna Boden & Ryan Fleck ( Βillions, Sugar) το δίδυμο δηλαδή που σκηνοθέτησε και έγραψε το σενάριο είναι ότι σπάνε τους διαχωρισμούς ανάμεσα στις διαφορετικές χρονικές περιόδους. Δεν μας δίνουν μια γραμμική αφήγηση που ξεκινάει με μια δύσκολη ή και τραυματική εμπειρία που καταλήγει, μέσα από διαδοχικά μοντάζ, στο να διαμορφώσει την πανίσχυρη ηρωίδα του σήμερα. Αντιθέτως, η Vers ρίχνεται σε μια μανιασμένη αναζήτηση του παρελθόντος της που συγχρόνως ανατρέπει το μέλλον της και της βάζει ερωτήματα για τα οποία δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη. Με αυτό τον τρόπο γνωρίζουμε την ιστορία της Captain Marvel και εκπληρώνεται η αποστολή του origin story ενώ συγχρόνως τη βλέπουμε σε μια κρίσιμη προσωπική καμπή (που αποτυπώνεται στην αλλαγή της στολής) και ταυτόχρονα εμφανίζονται τα νήματα που τη συνδέουν με την επόμενη μεγάλη στιγμή του MCU, την τελική αναμέτρηση με τον Thanos στο Avengers : Endgame. Όπως και πέρυσι, στο Infinity War, η Marvel εντυπωσιάζει με ένα σενάριο πυκνογραμμένο και συνεκτικό, που απλώνεται πολύ και ταυτόχρονα δεν προκαλεί σύγχυση στον θεατή.
Η ισορροπία αυτή φαίνεται και στη σχέση ανάμεσα στο χιούμορ, τη δράση και το δράμα. Αποφεύγοντας τις υπερβολές προηγούμενων ταινιών (Ragnarok), συνδύασε τα εντυπωσιακά εφέ με έξυπνες ατάκες, σωστά μοιρασμένες στην εξέλιξη της ταινίας. Φυσικά, σε ορισμένα σημεία, οι δημιουργοί προσπάθησαν να ανοίξουν το εύρος της ταινίας, προσθέτοντας στοιχεία που μάλλον ήταν περιττά. Η 90s νοσταλγία του Captain Marvel είναι απλά ο φτωχός συγγενής της νοσταλγίας για τα 80s, μιας δεκαετίας τομή για την πιο κουλτούρα. Ειδικά όταν η νοσταλγία αποτυπώνεται στην επαναλαμβανόμενη παρουσία μέσα στα πλάνα μεγάλων εταιρειών που έχουν πλέον χρεοκοπήσει (πχ Radio Shack), δεν έχει τίποτα να προσφέρει. Εξίσου προβληματική ήταν η προσπάθεια να εισαχθούν κάποια από τα μοτίβα του οικογενειακού δράματος στο τελευταίο μισάωρο της ταινίας και ενώ η εξέλιξη του σεναρίου προσανατολίζει τον θεατή στη μεγάλη αποκάλυψη- ανατροπή. Πέραν αυτών, η ταινία κρίνεται άρτια σε ότι άλλο επιχείρησε. Αντίστοιχα και στο κάστινγκ όπου φαίνεται ότι η Marvel πάλι χτύπησε χρυσό με τη Brie Larson η οποία συνδυάζει τον απαραίτητο δυναμισμό ενός μιλιταριστικου χαρακτήρα με την αβεβαιότητα της αναζήτησης ταυτότητας. Ο ρόλος που ανέλαβε ήταν απαιτητικός από κάθε άποψη και η Larson όχι απλώς ανταπεξήλθε αλλά φαίνεται ικανή να αποτελέσει χαρακτήρα πρώτης γραμμής της νέας φάσης του MCU. Την ίδια στιγμή, μετά από δέκα χρόνια σε αυτό το ρόλο, ο Samuel Jackson πήρε επιτέλους το χρόνο που του αναλογεί. Από εκεί που το κοινό έπαιρνε με το σταγονόμετρο δόσεις Nick Fury, εδώ πολλαπλασιάζεται ο χρόνος του και ο Jackson λάμπει ως μια νεότερη, φιλόδοξη εκδοχή του υπερ-κατασκόπου που θέλει να αναδειχθεί μέσα στη S.H.I.E.L.D. για να προωθήσει το όραμα του. Ο μόνος που υστερεί είναι ο Jude Law (Young Pope, Crimes of Grindelwald) , ο οποίος -προς υπεράσπιση του- υποδύεται έναν μονοδιάστατο χαρακτήρα (Yon-Rogg) που περισσότερο εκφράζει τη στρατιωτική εκπαίδευση της Vers- Captain Marvel παρά έχει δική του υπόσταση. Η Marvel Studios προφανώς ήθελε να αξιοποιήσει την ευκαιρία να προωθήσει την ταινία με ένα πολύ δυνατό όνομα στη μαρκίζα αλλά το ταλέντο του Law μάλλον περιορίζεται και αδικείται.
Πέραν όλων των άλλων, η ταινία είναι –συνειδητά, θα έλεγε κανείς από μέρους των δημιουργών της- τοποθετημένη εντός του «πολιτιστικού πολέμου» (culture war) που μαίνεται στις ΗΠΑ και επεκτείνεται στον υπόλοιπο κόσμο. Είναι δεδομένο ότι θα προκαλέσει σειρά πολιτικών συζητήσεων μες τις επόμενες εβδομάδες, αποδεικνύοντας ακόμα μία φορά ότι τίποτα δεν είναι «απλά μία ταινία». Από αυτή την άποψη, η ταινία μοιάζει με εφιάλτη των οπαδών της alt right — δηλαδή της ακροδεξιάς με νέο πρόσωπο. Το στρατόπεδο των «καλών» εκφράζεται από γυναίκες και μαύρους, οι λευκοί άνδρες είτε περιορίζονται σε δευτερεύοντες ρόλου είτε στο ρόλο των «κακών». Πολύ περισσότερο, η Captain Marvel έχει ενσωματώσει τον αντι-σεξισμό στην αφήγηση της με συστηματικό τρόπο. Δεν αρκείται σε κάποιους διαλόγους σχετικά με τις ανισότητες αλλά συνδέει την πρακτική ενδυνάμωση της πρωταγωνίστριας με την αμφισβήτηση ανδροκρατούμενων θεσμών που την περιόριζαν, προσπαθώντας να πείσουν την Captain Marvel ότι οι δυνάμεις της εξαρτώνται από τη συμμόρφωση στους κανόνες που άλλοι θέσπισαν για αυτή. Η απειθαρχία –και όχι η υποταγή- σε καταπιεστικούς μηχανισμούς τη βοηθάει να κάνει το επόμενο βήμα (binary για τους φαν των κόμικ) και να ανακαλύψει όλο το εύρος των δυνάμεων της. Από την έννοια, μόνο χαρά μας προκάλεσε το γεγονός ότι η Marvel δεν έκανε με τυπικό-διαφημιστικό τρόπο μια ταινία με γυναίκα πρωταγωνίστρια αλλά ενέταξε το ζήτημα των ανισοτήτων στη διαμόρφωση της. Δικαίωση για την αυτή την επιλογή θα είναι τα ουρλιαχτά διαφόρων θιγμένων «φαν» που ονειρεύονται την παντοκρατορία λευκών ανδρών στις superhero movies και τις γυναίκες και τους έγχρωμους σε ρόλο κομπάρσων.
Ωστόσο, τα παραπάνω δεν αναιρούν ότι το Captain Marvel δίνει τους δικούς του όρκους πίστης στα πραγματικά «ιερά τέρατα» του Χόλυγουντ: την αμερικάνικη σημαία και τον αμερικανικό στρατό. Περισσότερο από κάθε άλλη ταινία του MCU, επιλέγει ένα φινάλε που υμνεί την παγκόσμια υπερδύναμη ως προστάτη των αδύναμων, ακόμα και αν είναι εξωγήινοι από ένα μακρινό γαλαξία. Έτσι, η αναζήτηση ταυτότητας της πρωταγωνίστριας την επαναφέρει στα γνωστά προπαγανδιστικά κλισέ που σήμερα φαίνονται ξεπερασμένα, καθώς έχει φθαρεί σε μεγάλο βαθμό η εικόνα των ΗΠΑ ως φάρου που φωτίζει το δρόμο στον υπόλοιπο κόσμο. Από αυτή την άποψη, το Captain Marvel εκφράζει καθαρά τις αντιφάσεις και τα όρια του προοδευτικού και νεοφιλελεύθερου Χόλυγουντ που εναντιώνεται στον Τραμπ χωρίς να ξεφεύγει από ψυχροπολεμικά αφηγηματικά μοτίβα. Μοιάζει με τον Nick Fury σε μία από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας που λέει ότι «βγήκα από τον Ψυχρό Πόλεμο ψάχνοντας για τον νέο εχθρό».