Τα «Βιβλία του Αίματος» και το έργο του Clive Barker μας είναι ήδη γνωστά από τα τεύχη 1 και 2 της σειράς, με τα οποία ο συγγραφέας εισάγει τον αναγνώστη στον φρικιαστικό κόσμο του. Πρόκειται για συλλογές ιστοριών «που γεννήθηκαν από τον οίστρο, την αηδία, τον πόθο, την στέρηση και τη φρίκη», μα πιο πολύ από την ανάγκη του ίδιου του συγγραφέα να αναζητήσει τις ρίζες του στο χώρο της λογοτεχνίας του τρόμου. Πράγματι ο Clive Barker είναι ένας καταξιωμένος συγγραφέας, που είναι γνωστός όχι μόνο για τη δημιουργία του «Hellraiser» και του εφιαλτικού σύμπαντος οδύνης και ατέρμονου μαρτυρίου του Pinhead, αλλά και από τις επευφημίες του Stephen King σε σχέση με το έργο του και το μέλλον του horror.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τον τελευταίο, η γραφή του οποίου εκπροσωπεί την αμερικανική σχολή τρόμου, ο Barker είναι Βρετανός. Το ευρωπαϊκό στοιχείο της καταγωγής του, λοιπόν, είναι ,κατά τη γνώμη μου, αυτό που κάνει το έργο του περισσότερο avant garde και απρόβλεπτο. Έτσι, ενώ ο Βασιλιάς του τρόμου κερδίζει τον τίτλο του μέσα από τη συνέπεια και την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων του με αποτέλεσμα να μπορείς να τον απολαύσεις τόσο όσο μία coca cola , ο Barker επιδίδεται σε μια φρενιασμένη συγγραφή gore σκηνικών και ασύλληπτων εικόνων φρίκης που σε φέρνουν σε αμηχανία και παίζουν με το…στομάχι σου. Με άλλα λόγια, ο Clive Barker μπορεί να μην έχει το συγγραφικό ταλέντο του King, τον κερδίζει όμως όσον αφορά τη δυσκολία των εικόνων του και την αναρχία των ιδεών του. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι εκτός από συγγραφέας είναι και εικαστικός, με αποτέλεσμα να πλάθει τις εικόνες του σαν γλύπτης.
Επιπλέον, η δουλειά του Barker έρχεται σε συνεχή διάλογο με τις καλές και παραστατικές τέχνες. Πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας δομεί την ιστορία του παραπέμπει στη λεγόμενη πυραμίδα του Freytag, σύμφωνα με την οποία μετά την κορύφωση ακολουθεί μια καθοδική πορεία της δράσης. Το τέλος, ωστόσο, δε σηματοδοτεί την κάθαρση ούτε του ήρωα, ούτε του αναγνώστη. Αντίθετα, αυτοί βρίσκονται ακόμα πιο βαθιά κολλημένοι στα βαλτώδη νερά της αφήγησης του Barker. Τελικά, αυτή είναι και η μαγεία του, αφού τα η γραφή του σε στοιχειώνει, ενώ οι ιστορίες αυτού του τρομερού βάρδου σε συντροφεύουν για πάντα.
Ο τρίτος, λοιπόν, τόμος της σειράς «Τα Βιβλία του Αίματος» συνεχίζει την περιπλάνηση του αναγνώστη στα σκοτεινά μονοπάτια της σκέψης του Barker. Μέσα σε αυτόν κατοικούν πανάρχαιοι ανθρωποφάγοι θεοί, που θέλουν να επιβάλουν την πατριαρχική τους δύναμη στην ανθρωπότητα, κινητοί καρκίνοι που μολύνουν τον καθένα στο πέρασμα τους, σατανικοί σωσίες που κλέβουν τις ζωές καθημερινών ανθρώπων, ανθρωποθυσίες και τέρατα που χρησιμοποιούν ενάντια στα θύματα τους τις πιο τρελές επιθυμίες τους, συνθέτοντας το νοσηρό μοτίβο «me vs me». Πρόκειται για τις πιο απίστευτες, γκροτέσκες ιστορίες, με occult ατμόσφαιρα, που δομούνται πάνω στη βάση της πραγματικότητας στην οποία ζούμε. Όμως, με μία διαφορά. Ο Barker δεν επιλέγει τους πολυσύχναστους και φωταγωγημένους δρόμους της πόλης σαν σκηνικό, ούτε το μέσο μικροαστό άνθρωπο για πρωταγωνιστή του. Κι αν το κάνει, αυτό γίνεται στα πλαίσια του random, προκειμένου να προκαλέσει πανικό και αναρχία, μέσα από δομικές αντιφάσεις, που συγκρούονται με την ηθική και το δυϊστικό μοντέλο του καλού και του κακού. Αντίθετα, διαλέγει τα ανήλιαγα στενά του κέντρου,ξεχασμένες επαρχιακές πόλεις, κακόφημα σοκάκια και σάπια μπαρ, φτηνά ξενοδοχεία, ζιγκολό και ιερόδουλες, ανθρώπους του περιθωρίου και ηττημένους της ζωής. Μιάσματα και δαιμονοποιημένοι αστέρες του παρασκηνίου, φωτίζονται και παίρνουν το λόγο, κλονίζοντας την ανήθικη σιγουριά των αγαπημένων γιων της κοινωνίας.
Παράλληλα, το γκροτέσκο και το δαιμονικό στοιχείο παντρεύονται με την ηδονή του πόνου και τον απαγορευμένο ερωτισμό που προκύπτει μέσα από την καταπάτηση κάθε κοινωνικού taboo και την ωμότητα του ενστίκτου και της βίας. Πράγματι, αν κάποιος πρωταγωνιστεί στις ιστορίες αυτές του Clive Barker αυτός είναι η Βία. Στα «Βιβλία του Αίματος» δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, παρά μόνο η αποκρουστική αλήθεια του συγγραφέα. Πολύ περισσότερο, αν κάποιος κερδίζει στο τέλος, αυτός είναι το Κακό, το οποίο καραδοκεί στη πιο σκοτεινή γωνιά του μυαλού του αναγνώστη περιμένοντας στωικά τη νίκη του.