Οι ταινίες με μάγους είναι ίσως από τις αγαπημένες στο είδος της φαντασίας. Και αυτό γιατί η μαγεία τίθεται σε πρώτο πλάνο και αποτελεί το ex machina που διορθώνει όλα τα προβλήματα. Στην coming-of-age ταινία του Hayao Miyazaki, Kiki’s Delivery Service, το μοτίβο αυτό ανατρέπεται πλήρως, προσφέροντας μας μια ιδιαίτερη προσέγγιση στο μύθο της μάγισσας.
Η δεκατριάχρονη Kiki, ακολουθώντας τον νόμο των μαγισσών, πρέπει να εγκαταλείψει το πατρικό της για ένα χρόνο για ξένα μέρη, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της και να εξασκήσει τις μαγικές τις ικανότητες. Συνοδευόμενη από τον ομιλούντα γάτο της Jiji και οπλισμένη με τη σκούπα της μητέρας της, η Kiki προσγειώνεται στη μεγαλούπολη Koriko. Εκεί πιάνει δουλειά σε ένα φούρνο, όπου οι ιδιοκτήτες της παραχωρούν για κατάλυμα τη σοφίτα και γνωρίζει τον Tombo, ένα έφηβο geek αγόρι με πάθος για τις πτήσεις. Η ιστορία ακολουθεί την Kiki στην προσπάθειά της να εξισορροπήσει την αγάπη της για το πέταγμα με τις ευθύνες και τα καθήκοντα της πραγματικής ζωής. Προκειμένου να έχει χρηματικές απολαβές από το χόμπυ της, η Kiki, στήνει μία επιχείρηση, την Μεταφορική Υπηρεσία της Kiki, εκτελώντας ταχείες παραδόσεις σε όλη τη πόλη.
Σίγουρα πιο προσγειωμένο σε σχέση με τα έπη φαντασίας του Hayao Miyazaki ( Nausicaa in the Valley of the Wind, Spirited Away, Castle in the Sky) και η μαγεία του Kiki’s Delivery Service έγκειται στη διαχρονικότητα του. Χαρακτηριστικά , τοποθετείται σε άγνωστο χρόνο (αν και πιθανολογείται ότι λαμβάνει χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 50), γεγονός που υποστηρίζεται από το πάντρεμα διαφορετικών τεχνολογιών, όπως παραδοσιακοί ξυλόφουρνοι, zeppelin και αμάξια από τη δεκαετία του 1940. Σε κάθε περίπτωση, η ταινία στον πυρήνα της μιλά για τα άγχη της ενηλικίωσης, όπως η μετακόμιση μακριά από τη φωλιά για πρώτη φορά, η προσαρμογή σε ένα ξένο, και σε πολλές περιπτώσεις τρομακτικό, περιβάλλον και η προσπάθεια για (οικονομική) ανεξαρτησία.
Στο μεταφορικό και πραγματικό ταξίδι της, η Kiki αντιμετωπίζει ένα σωρό εμπόδια αλλά ποτέ δεν χάνει τον ενθουσιασμό της και την αποφασιστικότητα να πετύχει τους στόχους της. Κατ’ αρχάς, συναντά μία έμπειρη μάγισσα που την αντιμετωπίζει με παγερή αδιαφορία και της μιλά συγκαταβατικά. Στη συνέχεια, όταν προσγειώνεται στην πόλη, συστήνεται στους κατοίκους, οι οποίοι την αγνοούν. Είναι ένα μαγικό κορίτσι που πρόθυμα προσφέρεται να δουλέψει σκληρά και να αξιοποιήσει τα ταλέντα της. Έντούτοις η ίδια η κοινωνία απορρίπτει τη μαγική της φύση, εξαναγκάζοντας την να προσφύγει σε τετριμμένες επαγγελματικές διεξόδους που δεν της προσφέρουν τίποτα ουσιώδες, θυμίζοντάς μας έτσι τον σύγχρονο νέο όταν βγαίνει για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας. Στο τέλος, ξαναπετά ,αφού έχει χάσει προσωρινά τις δυνάμεις της, μπροστά σε όλους και σώζει ηρωικά τον Tombo, κερδίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τον σεβασμό και την εκτίμηση όλων όσων στην αρχή την απέρριπταν. Στη δουλειά της ως μεταφορέας, πρέπει να νικήσει τη μάχη με κάθε λογής αναποδιές, όπως πουλιά, ακατάδεκτοι πελάτες και επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα, μαθαίνοντας έτσι πως ακόμα και όταν κάνει αυτό που αγαπάει, μπορεί να τύχουν δυσκολίες και να έχει κακές μέρες.
Όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, η Kiki χάνει για ένα διάστημα τις μαγικές τις ικανότητες. Αυτό, σε συνδυασμό με την απομάκρυνση της από τον Tombo τη ρίχνει σε κατάθλιψη. Παράλληλα, δεν καταλαβαίνει πλέον τον Jiji, ο οποίος της απαντά μόνο με νιαουρίσματα, κάτι το οποίο δεν διορθώνεται ποτέ, ούτε στο τέλος. Είναι κυρίαρχο το αίσθημα της μοναχικότητας. Για πρώτη φορά χάνει τον συνήθη αισιόδοξο εαυτό της και αρνείται να κάνει οτιδήποτε της προσφέρει ευχαρίστηση. Από τη δίνη της κατάθλιψης τη βγάζει η Ursula, μία νεαρή καλλιτέχνης η οποία ζει απομονωμένη στο δάσος και την οποία η Kiki γνωρίζει κατά τύχη νωρίτερα στην ταινία. Η Ursula της προσφέρει προσωρινή στέγη και την διάγνωση: υποφέρει από artist’s block, μία πάθηση πολύ συνηθισμένη και ακίνδυνη. Από την άλλη, ο Jiji (ο οποίος αποκτά κοπέλα, και αργότερα, απογόνους) αποτελεί μια μεταφορά για τις ανθρώπινες σχέσεις. Δεν κρατούν όλες οι φιλίες για πάντα, ακόμα και οι πιο στενές και οι άνθρωποι συχνά ακολουθούν διαφορετικά μονοπάτια στη ζωή.
Σε μία σκηνή, οι φίλοι του Tombo, ένα τσούρμο (οριακά) ξιπασμένα πλουσιόπαιδα τους καλούν να παίξουν μαζί τους. Η Kiki όμως, παρά το νεαρό της ηλικίας της δεν μπορεί να βγει έξω και να διασκεδάσει σαν τους συνομήλικούς της, καθώς την κρατάνε πίσω οι επαγγελματικές της υποχρεώσεις. Αυτό το χάσμα μπορεί να ερμηνευτεί ως απόπειρα του σκηνοθέτη να θίξει ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις ταξικές διαφορές, τον κοινωνικό διαχωρισμό και την παιδική εργασία, ζητήματα που φλέγουν μέχρι και τώρα το λαό της Ιαπωνίας, (έναν λαό με βαθιές ταξικές ανισότητες και ανισοκατανομή του πλούτου), πόσω μάλλον στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όπου η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους.
O Miyazaki είναι γνωστός για τα σκηνικά του, που μεταφέρουν τον θεατή σε ένα παραμυθιακό κόσμο, ακόμα και εδώ, που η μαγεία αποκτά δευτεραγωνιστικό ρόλo. Με κύρια έμπνευση του τη Στοκχόλμη, δημιουργεί την πόλη Koriko, ένα αμάγαλμα ευρωπαϊκών πόλεων, με μεσογειακό λιμάνι, κέντρο που θυμίζει αρχέτυπη δυτικοευρωπαϊκή πρωτεύουσα και διώροφα λεωφορεία. Με άλλα λόγια βλέπουμε την τάση των Ιαπώνων να εξιδανικεύουν την Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση, ο θεατής δεν παύει να μένει καθηλωμένος όταν βλέπει την Kiki να πετά πάνω από την πόλη με τη σκούπα της.
Είναι αξιοθαύμαστο το πώς μία ταινία του 1989 με target audience παιδιά, τριάντα χρόνια μετά την πρεμιέρα έχει απήχηση σε νέους ενήλικες. Και αυτό γιατί πραγματεύεται καθολικά θέματα όπως ο δρόμος προς την ανεξαρτησία και η σύγκρουση ανάμεσα στο πάθος και το καθήκον, χρησιμοποιώντας ως μέσο κάτι τόσο απλό όσο ένα έφηβο κορίτσι με ταλέντο για τις πτήσεις σε ένα ξένο περιβάλλον. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η ιστορία της νεαρής μάγισσας θα μείνει στο μυαλό και τις καρδιές μας μέχρι τα βαθιά γεράματα.