Το κινηματογραφικό ντεμπούτο της σκωτσέζας σκηνοθέτιδος και σεναριογράφου, Charlotte Wells, (Tuesday, Laps) προβλήθηκε για πρώτη φορά στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών και απέσπασε το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του θεσμού. Δικαίως.
Με την πρωτοεμφανιζόμενη Fransesca Corio στον ρόλο της 11χρονης Sophie και τον Paul Mescal (Normal People) στον ρόλο του Calum, η Wells μας παρουσιάζει μία ιστορία μπαμπά-κόρης, σαν ένα έργο ανάμνησης, αποδοσμένο ταυτόχρονα από την σκοπιά ενός μικρού παιδιού και ενός νεαρού γονέα.
Βρισκόμαστε κάπου στα τέλη της δεκαετίας των 90s, η Sophie είναι ένα κορίτσι που διανύει την προεφηβική του ηλικία και περνάει κάποιες μέρες των καλοκαιρινών της διακοπών με τον μπαμπά της, που από μέρα σε μέρα θα κλείσει τα 31 του χρόνια, σε ένα τουριστικό θέρετρο κάπου στην Τουρκία.
Παρακολουθώντας το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας μέσα από φωτογραφίες polaroid και βίντεο τραβηγμένα από βιντεοκάμερα εποχής, καταλαβαίνουμε πως έχουμε μπει στις αναμνήσεις της, ενήλικης πια, Sophie από εκείνο το ταξίδι. Η ιστορία μοιάζει πολύ μικρή ώστε να χωράει σε μία βιντεοκασέτα, ωστόσο, οι μινιμαλιστικές λεπτομέρειες σιγά σιγά μετατρέπονται σε συνταρακτικές.
Η Sophie φαίνεται να απολαμβάνει την παρέα με τον πατέρα της, μαζί παίζουν παιχνίδια στην πισίνα, εξερευνούν τον βυθό, συζητούν. Παράλληλα, γνωρίζει μία παρέα μεγαλύτερων παιδιών και η συναναστροφή μαζί τους, ασφαλώς, την συγκινεί και την συναρπάζει, την φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην ενηλικίωση.
Αυτό όμως που την απασχολεί περισσότερο, είναι η επιθυμία της να κατανοήσει καλύτερα τον μπαμπά της. Καταλαβαίνει ότι υπάρχει κάτι πιο βαθύ που τον καταπίνει, υπάρχουν πολλά που θα ήθελε να μάθει για εκείνον και που δεν μπορεί να του αποσπάσει και δεν ξέρει πως να τον ρωτήσει.
Ακούγοντας τον χαρακτηριστικό ήχο του rewind, η βιντεοκασέτα σταματάει σε μία στιγμή όπου ο Calum δίνει στην μικρή μία άτυπη και αστεία συνέντευξη, όσο εκείνη τραβάει μέσα από το δωμάτιο του ξενοδοχείου και εκείνος καπνίζει έξω στο μπαλκόνι και, συγκεκριμένα, στην ερώτηση “όταν ήσουν στην ηλικία μου, τι ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;”.
Ο Calum είναι νέος, ένας νέος γονιός προσφάτως διαζευγμένος, αβέβαιος για τον ρόλο του ως πατέρας, μη έχοντας ακόμα καθορίσει καλά καλά την δική του ενήλικη ζωή. Γύρω από τον χαρακτήρα του υπάρχει ένα μυστήριο, κάτι που σίγουρα κρατάει κρυφό, αλλά και μία παιδική αφέλεια που τον φέρνει πιο κοντά στην κόρη του. Τον βλέπουμε να διαλογίζεται, να χορογραφεί πολλές φορές τον εαυτό του, χωρίς μουσική, να διαβάζει βιβλία αυτοβελτίωσης.
Ταυτόχρονα παρατηρούμε πως της μιλάει με μία τόσο συγκρατημένη οικειότητα, που άλλοτε νομίζουμε πως χρησιμοποιεί για να την προστατέψει από τον κόσμο, και άλλοτε για να την προστατέψει από τον εαυτό του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την αγαπάει ξεκάθαρα, η ερώτησή της, όμως, τον προβληματίζει σε τέτοιο βαθμό ώστε μας κάνει να πιστεύουμε πως σκέφτηκε πως θα ήταν η ζωή του χωρίς εκείνη, αν, όντως, γινόταν πραγματικότητα ό,τι προσδοκούσε στην ηλικία της.
Πλημμυρισμένος από μία έντονη θλίψη και ενοχές που δεν μπορεί να δείξει, με τις δυνάμεις της νιότης και της πατρότητας να μάχονται μέσα του, συνειδητοποιεί ότι αυτές οι διακοπές ίσως είναι η τελευταία ηλικία, και για τους δύο, που μπορούν να είναι ειλικρινείς μεταξύ τους και πόσο φευγαλέες είναι οι στιγμές που περνούν μαζί.
Ο Gregory Oke έχει αποτυπώσει αυτές τις στιγμές με έντονα χρώματα και έντονο φως, σαν να βλέπουμε μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που μόλις κοίταξε τον ήλιο αφού κοιμόταν πολλές ώρες σε κάποια ξαπλώστρα. Μαζί με την Wells, μας προσφέρουν μία πλούσια αισθητηριακή εμπειρία για μία ιστορία που ενώ αρχικά παραπέμπει σε μία ευχάριστη και ανώδυνη αφήγηση, καταλήγει να διέπεται από ένα αίσθημα απώλειας.
Όταν πια βλέπουμε την Sophie στην ηλικία του Calum να επανέρχεται εμμονικά στις στιγμές εκείνες που είχε αποτυπώσει από τότε, αντιλαμβανόμαστε το κόστος του να επαναφέρουμε συνεχώς τις παιδικές μας αναμνήσεις. Όσο τις αναπαράγουμε, εκείνες φθείρονται, είναι νοήματα που τώρα φιλτράρονται από την σκληρή πραγματικότητα της ενηλικίωσης, τα πρόσωπα μακραίνουν στον χρόνο.
Το Aftersun είναι μία αριστουργηματική προσέγγιση σχέσης πατέρα-κόρης, μία αναζήτηση για το νόημα που βρίσκουμε στην μνήμη, μία προσπάθεια της Charlotte Wells να μας καταστήσει σαφές ότι οι παιδικές μας αναμνήσεις δεν είναι παρά μόνο φωτογραφίες των πιο φωτεινών μας στιγμών και μία υπενθύμιση ότι ο φακός είναι το μέρος εκείνο που επιστρέφουμε για να αναζητήσουμε τους ανθρώπους που δεν μπορούμε να βρούμε πουθενά αλλού.
Και μία επιβεβαίωση ότι το Under Pressure είναι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στην μουσική.