Πολλά χρόνια μετά την τελευταία τους επαφή με το ελληνικό κοινό, ο θρυλικός ranger Drizzt Do’Urden του R.A. Salvatore και οι φίλοι του, οι Σύντροφοι της Χολ, επανήλθαν στο προσκήνιο, με τη συνέχιση των περιπετειών τους από τις εκδόσεις Anubis.
Η αρχή έγινε με το Companions, όπου η συντροφιά, μετά τα τραγικά γεγονότα που τη διέλυσαν, κερδίζει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή και την περιπέτεια χάρη στην παρέμβαση της θεάς Mielikki, της προστάτιδας των θεών και προσωπικής θεάς του διάσημου drow. H συνέχεια δίνεται σε αυτή την τριλογία, η οποία αποτελείται από τα βιβλία Η Νύχτα του Κυνηγού (μτφ Βασίλης Αθανασόπουλος, και Τζένη Χιονίδη), Η Άνοδος του Βασιλιά και Η Εκδίκηση του Σιδερένιου Νάνου (μτφ Γιώργος Αγγελίδης). Σε αυτά ένας νέος κόσμος έχει ξημερώσει για τους ήρωες, που αντιμετωπίζει όμως τα ίδια άχρονα προβλήματα. Οι κανόνες της μαγείας μπορεί να έχουν αλλάξει (για πολύπλοκους DnD λόγους που έχουν να κάνουν με την αλλαγή εκδόσεων στο παιχνίδι και στα βιβλία αντιμετωπίζονται πάντα ως προβλήματα με τη θεά Mystra…) όμως οι παλιοί εχθροί της συντροφιάς δεν έχουν χάσει τη δίψα για εκδίκηση, ούτε τα μέσα να την ικανοποιήσουν.
Κεντρικό ζήτημα της τριλογίας είναι, για άλλη μια φορά, η διαφορά μεταξύ nature και nurture, η οποία πλέον αποκτά και υπαρξιακά, θεολογικά χαρακτηριστικά. Η συντροφιά βρίσκεται χωρισμένη στα δύο, με τον νάνο βασιλιά Bruenor και τη θετή του κόρη Catti-brie, ιέρεια πια της Mielikki να ζητούν ολοκληρωτικό πόλεμο ενάντια στα ορκ και τα γκομπλινοειδή που κατοικούν στο βασίλειο των Many Arrows. Υποστηρίζουν ότι είναι άψυχα όργανα του κακού και ότι δεν πρέπει να τους επιτραπεί να ζήσουν. Αυτό ζητά η ίδια η θεά των δασών, αυτό προστάζει η παράδοση εκδίκησης η οποία αποτελεί κομβικό στοιχείο της ζωής των νάνων. Αυτή είναι μια ιδέα εντελώς ξένη και αντίθετη με τις ιδέες του ranger, του οποίου θεμελιώδη πεποίθηση είναι πως, ουδείς εκών κακός. Αυτή η σύγκρουση αποτελεί και την ραχοκοκαλιά της τριλογίας.
Η αντίθεση μεταξύ φύσης και πολιτισμού όσον αφορά την ηθική, ατομική και κοινωνική, αποτελούσε πάντα κομβικό ερώτημα στη μυθολογία του ήρωα. Ο ίδιος άλλωστε προέρχεται από έναν ατομοκεντρικό και πλήρως αλλοτριωτικό και αλλοτριωμένο πολιτισμό, ο οποίος προβαίνει σε έναν αδυσώπητο κοινωνικό κανιβαλισμό και συνεχόμενες εσωτερικές συγκρούσεις ενώ ακόμα και για την επίφαση συνοχής του επιστρατεύει το ρατσιστικό μίσος και την ξενοφοβία. Όμως, όπως ο Drizzt γνωρίζει (ή ελπίζει να ισχύει) για αυτό οφείλονται οι πολιτισμικοί θεσμοί που έχει επιβάλει το ιερατείο της θεάς του χάους, της αραχνόμορφης Lolth. Όμως αν δεν είναι έτσι;
Οι αμφιβολίες για το ποια δυναμική επιβάλλεται τελικά στη συμπεριφορά ενός νοήμονος όντος και, κατ΄ επέκταση ενός πολιτισμού είναι κάτι που διαμορφώνει τις δράσεις όλων των χαρακτήρων. Ταυτόχρονα, σε αντίθεση με παλαιότερες ιστορίες, όπου τα στρατόπεδα ήταν ξεκάθαρα, στο Companions Codex επικρατούν αφηγηματικά τόνοι του γκρι, όπου ακόμα και ο ίδιος ο πόλεμος έχει μια πολύ πιο ύπουλη και σαρδόνια πτυχή. Παράλληλα, οι συγκρούσεις μεταξύ των Συντρόφων καραδοκούν κάθε στιγμή να διαλύσουν την πρόσκαιρη χαρά της επανένωσης του μετά από 100 σχεδόν χρόνια (και 10 για το ελληνικό κοινό που έμεινε μακριά τους…) Aυτό που τελικά επιτυγχάνει ο συγγραφέας είναι να δημιουργεί μια εύθραυστη διελκυστίνδα η οποία καταφέρνει να κρατήσει την προσοχή του αναγνώστη αλλά και την ένταση σε όλο το έργο το οποίο ξεπερνά τις 1000 σελίδες.
Το Companions Codex προφανώς έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής του Salvatore τα οποία αγαπήσαμε όπως οι εξαιρετικές χορογραφίες μάχης οι λεπτομερείς περιγραφές που μας ταξιδεύουν στα Λησμονημένα Βασίλεια, τόσο στην επιφάνεια και όσο, και ίσως πιο σημαντικό, κάτω από αυτήν στ ανήλιαγα υπόγεια του Underdark όπου επισκεπτόμαστε ξανά την πόλη της με Menzoberranzan την οποία ενώ θα έπρεπε να σιχαινόμαστε, τόσο βρισκόμαστε γοητευμένοι από το σκοτάδι της.
Βέβαια μετά από μετά από 27 έργα είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν και κάποια κλισέ στα οποία ο συγγραφέας είτε αναγκάζεται να καταφύγει σε αυτά είτε το κάνει για λόγους ευκολίας. Αυτό, για έναν έμπειρο αναγνώστη μπορεί να φαντάζει κουραστικό ανά σημεία ωστόσο η κινηματογραφική γραφή του συγγραφέα και και ο εξαιρετικός ρυθμός και η ισορροπία που καταφέρνει να επιβάλλει μεταξύ της γοργής δράσης και της και της απαραίτητης για σκέψη παύσης, καταφέρνει τελικά να μας παρασύρει και τα όποια δομικά του ελαττώματα κρύβονται τελικά κάτω από τη γοητεία της αφήγησης ενός κόσμου τον οποίο στην καρδιά μας θεωρούμε σπίτι μας.
αξίζει να αναφερθεί σίγουρα ότι οι μεταφράσεις του Βασίλη Αθανασόπουλου, της Τζένης Χιονίδη αλλά και του Γιώργου Αγγελίδη( ο οποίος επιμελείται 2 από τα 3 βιβλία της σειράς) καταφέρνουν χωρίς αγγλισμούς, αμηχανίες και εκφραστικά άλματα να μεταφέρουν τον αναγνώστη στο σωστό fantasy πλαίσιο όσο και στο μηχανιστικό κομμάτι που ένας παίκτης DnD πάντα χαίρεται να βλέπει (σαν easter egg).
Επιλογικά παρά τις ατασθαλίες και κάποιες φορές τις αφηγηματικές επαναλήψεις στις οποίες καταφεύγει ο συγγραφέας η συνέχιση των περιπετειών του Drizzt είναι ένα γεγονός που δε θα μπορούσαμε ποτέ να αγνοήσουμε και ελπίζουμε στο μέλλον να δούμε περισσότερα από τους συντρόφους της Χολ το στο χαρτί όσο και στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη.