Στο σύμπαν που αριστοτεχνικά δομεί ο Ορχάν Παμούκ στο βιβλίο Η Γυναίκα Με Τα Κόκκινα Μαλλιά (εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση της Στέλλας Βρετού) , αναμφίβολα πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο φιλοσοφικός στοχασμός. Ένας στοχασμός που δεν κουράζει, δεν γίνεται διδακτικός, δεν μοιάζει ξένος στα μάτια του αναγνώστη. Αντιθέτως, χάρη στον απλό και άμεσο τρόπο γραφής, οι ανησυχίες του πρωταγωνιστή του Παμούκ (και κατ’ επέκταση του ίδιου του συγγραφέα) καταφέρνουν να αγγίξουν σε βάθος και το αναγνωστικό κοινό.
Το βιβλίο έχει ως κεντρικό άξονα τόσο τον κατεξοχήν ελληνικό μύθο για την πατροκτονία, τον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλέους, όσο και το ιρανικό έπος που πραγματεύεται την παιδοκτονία, δηλαδή την ιστορία του Ρουστέμ και του Σουχράμπ στο Σαχναμέ, δια χειρός Φιρντουσί. Γίνεται, λοιπόν, γρήγορα αντιληπτό ότι ο συγγραφέας στο έργο του πρόκειται να καταπιαστεί με την πολυθρύλητη διαμάχη πατέρων και γιών.
Ο Τζεμ, ο ήρωας του Παμούκ, έχει να αντιμετωπίσει την απουσία της πατρικής φιγούρας. Ο πατέρας του, αριστερός στις πεποιθήσεις, εξαφανίζεται για μεγάλα διαστήματα από τη ζωή του γιού του, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αιτία αποτελούν οι πολιτικοί του αγώνες. Ως αποτέλεσμα, ο νεαρός Τζεμ, που δεν έχει τη δυνατότητα να στραφεί στον πατέρα του για να αποκομίσει συμβουλές, καλείται να πάρει μια σημαντική απόφαση λίγο πριν κλείσει τα δεκαεφτά του χρόνια και δώσει εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Θέλοντας να εξασφαλίσει χρήματα για την προετοιμασία των εξετάσεων, απαντάει καταφατικά στην πρόταση να δουλέψει ένα καλοκαίρι ως βοηθός στο πλευρό του μάστορα Μαχμούτ διανοίγοντας ένα πηγάδι σε οικόπεδο, στην επαρχιακή πόλη του Όνγκιορεν, κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η επιλογή του να ασχοληθεί για αυτό το μικρό χρονικό διάστημα με τη φρεωρυχία θα αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα στον ρου της ζωής του. Στο πρόσωπο τού Μαχμούτ ο Τζεμ καθρεφτίζει την πατρική υπόσταση την οποία τόσο έχει στερηθεί, μιας και σχεδόν ένας μήνας στο πλευρό του μάστορα αποδεικνύεται πολύ πιο καθοριστικός από όσα χρόνια ο νεαρός έχει περάσει δίπλα σε έναν πατέρα ουσιαστικά απόντα.
Αντίστοιχα όμως, ο Μαχμούτ αντιμετωπίζει τον νεαρό σαν γιό του και δεν αργεί να του επικοινωνήσει τις σκέψεις του εν είδει μύθων με ηθικοδιδακτικό περιεχόμενο, αλλά και τη στοργή του μέσα από τις παραινέσεις του και την προστατευτικότητά του. Εκείνη την περίοδο, εμφανίζεται στη ζωή του Τζεμ αυτή που ο ίδιος αποκαλεί ως «η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά», μια ηθοποιός-μέλος ενός περιοδεύοντα θίασου, που συμμετέχει σε παραστάσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα εκείνα τα καλοκαιρινά βράδια στην κωμόπολη. Η γυναίκα δεν αργεί να γίνει το αντικείμενο του πόθου του, ενός πόθου που πραγματώνεται όταν ο ήρωας καταλήγει να κάνει έρωτα μαζί της, παρά το γεγονός ότι εκείνη είναι παντρεμένη και ο Τζεμ μαθητής του λυκείου, παραπάνω από δέκα χρόνια μικρότερός της. Λογικό φαίνεται ο αναγνώστης να θεωρήσει δεδομένο ότι η γυναίκα θα παραμείνει ένα σημαντικό πρόσωπο του παρελθόντος για τον ήρωα του μυθιστορήματος, πρόσωπο το οποίο ενδεχομένως να επανέρχεται στις σκέψεις του άντρα σε ανύποπτες στιγμές. Αυτό που δεν δύναται, ωστόσο, κανείς να φανταστεί, είναι πως η κοκκινομάλλα γυναίκα θα παίξει με τη σειρά της σημαντικότατο ρόλο στη ζωή του πρωταγωνιστή, τοποθετημένη στο προσκήνιο της ιστορίας που με τόση μαεστρία ξεδιπλώνει ο Παμούκ.
Η αυλαία της ενασχόλησης του Τζεμ με τη φρεωρυχία κλείνει όταν τραυματίζει καταλάθος τον μάστορά του, ρίχνοντας άθελά του τον κουβά που χρησιμοποιούν για τις εργασίες τους (το έτος 1986 δεν υφίσταντο ακόμα τα σύγχρονα συστήματα γεώτρησης) στον ώμο του Μαχμούτ, που εκείνη τη στιγμή βρίσκεται στον πάτο του πηγαδιού. Αναστατωμένος ο νεαρός μαθητευόμενος, πιστεύοντας ότι πιθανότατα έχει σκοτώσει τον Μαχμούτ, επιβιβάζεται εκτάκτως στο τρένο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, την πόλη που διαμένει. Όπως είναι ευκόλως εννοούμενο, περνά όλο το επόμενο χρονικό διάστημα πιστεύοντας ότι αργά ή γρήγορα θα προστάξουν τη σύλληψή του για τον φόνο και την εγκατάλειψη του άντρα στο πηγάδι –μια σύλληψη που δεν συμβαίνει ποτέ, καταλήγοντας να αποτελεί αραχνιασμένη ανάμνηση του Τζεμ, του οποίου την πορεία της ζωής με αμείωτο το ενδιαφέρον παρακολουθούμε όσο περνάει ο καιρός.
Ο πρωταγωνιστής, που όνειρο από την εφηβεία του έχει να γίνει συγγραφέας, ενηλικιώνεται και εν τέλει ακολουθεί διαφορετική επαγγελματική πορεία, κάνοντας επιλογές που θα του αποφέρουν πλούτο. Παρακολουθούμε τον αριστοτέχνη Παμούκ να καταφέρνει να συνδέσει παρελθόν με παρόν, φέρνοντας στη ζωή του Τζεμ παλιά πρόσωπα, επανενώνοντάς τον για παράδειγμα (έστω και προσωρινά) με τον πατέρα του, συνάντηση που στιγμιαία θα δημιουργήσει ερωτηματικά στον ήρωα, τα οποία πρόκειται να λυθούν μετέπειτα. Πεδίο του ενδιαφέροντος τού πρωταγωνιστή αποτελεί διαχρονικά ο μύθος του Οιδίποδα, που θα λάβει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις όσον αφορά την επίδραση που έχει στην ψυχή του μετά το ατύχημα του μάστορα, καθώς ο Τζεμ πιστεύει ότι πιθανώς έχει διαπράξει πατροκτονία –μην ξεχνάμε ότι ο μάστορας Μαχμούτ αποτέλεσε πατρική φιγούρα για εκείνον. Επιπλέον, μετά από ένα ταξίδι του στην Τεχεράνη, την προσοχή θα του τραβήξει πολύ γνωστό ιρανικό λογοτεχνικό έργο σύμφωνα με το οποίο ο Ρουστέμ σκοτώνει χωρίς να το γνωρίζει τον γιό του, Σουχράμπ, σε μια αντιστροφή του μύθου του Οιδίποδα. Έχοντας ο Τζεμ ως πυξίδα του τους δύο αυτούς μύθους, θα γυρίσει μετά από χρόνια στο Όνγκιορεν και θα έρθει αντιμέτωπος με ανοιχτούς λογαριασμούς από το παρελθόν του.
Είναι πραγματικά εκπληκτικό το πώς ο συγγραφέας καταφέρνει να ενσωματώσει τους δύο αυτούς μύθους τόσο επιδέξια στο σώμα του μυθιστορήματός του. Παράλληλα, έννοιες όπως η υπευθυνότητα, η ανεξαρτησία, η ενοχή και η μεταμέλεια αλλά και το δίπολο μεταξύ παραδοσιακής και εξευρωπαϊσμένης Τουρκίας, Ανατολής και Δύσης, θα απασχολήσουν ιδιαίτερα τον Παμούκ. Στο βιβλίο, το δίλημμα που αφορά την προσκόλληση στις παραδοσιακές αξίες ή τη διαγραφή μιας πιο εκμοντερνισμένης πορείας ζωής διαφαίνεται ολοκάθαρα. Πέρα από αυτό, η σχέση πατέρα και γιού αποτελεί αλληγορική αναφορά στη σχέση των Τούρκων με την πατρίδα τους, η οποία μέσω την κυβερνήσεων καταλήγει να γίνεται μια πατρίδα αυταρχική, που κάνει τους πολίτες να ασφυκτιούν, σκεφτόμενοι αν η λύση είναι πράγματι το κόψιμο των δεσμών, η πατροκτονία. Ο Ορχάν Παμούκ αριστοτεχνικά θέτει φιλοσοφικά ερωτήματα, γράφοντας αρχικά για ζητήματα παράδοσης και νεωτερικότητας και δίνοντας έτσι πολιτική χροιά στο πόνημά του. Άλλωστε, η κριτική που ασκεί ο συγγραφέας στο σύστημα γίνεται φανερή όταν χρησιμοποιεί τη φράση «Τον ποιητή πρώτα θα τον κρεμάσεις και ύστερα θα τον κλάψεις κάτω από την αγχόνη», της οποίας έκαναν χρήση κρατικοί αξιωματούχοι όταν ήθελαν να αναφερθούν σε καλλιτέχνες που έβλεπαν με καχυποψία το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας και μάχονταν ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης και φίμωσης.
Πριν μπει η οριστική τελεία στο μυθιστόρημα, ο συγγραφέας δίνει φωνή στη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά, εκείνη την ανατρεπτική ηρωίδα που υπήρξε οργισμένη, επαναστατική, μήλο της έριδος, ερωμένη αλλά και μάνα, που έκλαψε στο προσκεφάλι του γιού της, θύμωσε με τα εμπόδια που εκείνος είχε να αντιμετωπίσει και μέσα από τη δική του ματιά βλέπει, τελικά, διαχρονικά ποιες αλήθειες πρέπει να αποκατασταθούν ώστε να επέλθει δικαιοσύνη και λύτρωση.
Στο φοβερό αυτό ανάγνωσμα, ο Ορχάν Παμούκ επιτυγχάνει να δέσει μεταξύ τους τα τρία διακριτά μέρη της ιστορίας και να συμπαρασύρει το αναγνωστικό κοινό σε ένα ταξίδι προπάντων φιλοσοφικό, μέσα από τις γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, δοσμένες από έναν άνθρωπο που έχει ζήσει στη συγκεκριμένη πόλη, την πονάει και τη ζωντανεύει στα μάτια του αναγνώστη. Πρόκειται για ένα βιβλίο που προβληματίζει και παράλληλα δημιουργεί σε όσους το διαβάζουν εικόνες που μοιάζουν σχεδόν σαν μνήμες, σαν να έχουμε ζήσει και περιπλανηθεί οι ίδιοι στα σοκάκια της Ιστανμπούλ. Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθεί πως «η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά» ενδεχομένως είναι η ίδια η Τουρκία, που συγκεντρώνει πάνω της την οργή των πολιτών της αλλά και την αγάπη τους για εκείνη, μια αγάπη που μπορεί να δυναμιτίσει πλήθος αλλαγών και να επιφέρει πρόοδο και εξέλιξη.