Η αλήθεια είναι ότι συχνά η εφηβική λογοτεχνία αντιμετωπίζεται σαν δευτερεύουσας σημασίας κατηγορία, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή αξία, κάτι που φαντάζει αδικαιολόγητο, αν σκεφτεί κανείς τη σημασία που έχουν τα σωστά ερεθίσματα σε αυτή τη φάση της ζωής ενός ανθρώπου. Την ίδια τύχη, παραγκωνισμού και υποτίμησης, είχε για χρόνια και το fantasy και η sci-fi στο χώρο του βιβλίου, με αποτέλεσμα τα είδη αυτά να είναι άμεσα συνυφασμένα με φθηνές εκδόσεις, κακές μεταφράσεις και ακόμα χειρότερα εξώφυλλα, viper διάθεσης. Μια μεγάλη αλλαγή κατεύθυνσης σε όλα τα παραπάνω έφερε η κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου Harry Potter, αποδεικνύοντας ότι ένα fantasy εφηβικό ανάγνωσμα μπορεί όχι μόνο να έχει πρωτοτυπία και αυταξία, αλλά να καθορίσει τις αναφορές και τα origins μιας ολόκληρης γενιάς!
Μια τέτοια περίπτωση βιβλίου, που συνδυάζει όλα τα παραπάνω, είναι το βιβλίο της Charlie Jane Anders, Τα πουλιά που ήθελαν να τραγουδήσουν, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Φουρφούρι και έχει ήδη αποσπάσει βραβεία Nebula, Locus και Crawford. Πρόκειται για μια ιστορία που συνδυάζει με πολύ χαριτωμένο τρόπο την επιστημονική φαντασία με την fantasy θεματική και την δύναμη της επιστήμης με την μαγεία, έχοντας ως πρωταγωνιστές δύο εφήβους, που περιφρονούνται και τίθενται στο περιθώριο της μαθητικής τους ζωής, εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Ειδικότερα, η ,μεν, Πατρίσια, εμφανίζεται να συνδέεται με τη μαγεία, έχοντας θεραπευτικές ιδιότητες και ο, δε, Λόρενς με την τεχνολογία, με στόχο να πετύχει το αδιανόητο, την κατασκευή μιας μηχανής διαγαλαξιακών ταξιδιών, προκειμένου να σώσει την ανθρωπότητα από την επικείμενη καταστροφή του πλανήτη. Όταν, λίγα χρόνια αργότερα, όντας πλέον ενήλικες, συναντηθούν ξανά, θα ενώσουν τις δυνάμεις τους αυτές μα και την επιθυμία τους να αλλάξουν τον κόσμο, προκειμένου να αντιταχθούν σε μια ολόκληρη κοινωνία, που βαδίζει προς τον όλεθρο.
Γίνεται φανερό ήδη από τη σύντομη αυτή περίληψη του βιβλίου, ότι Τα πουλιά που ήθελαν να τραγουδήσουν αποτελεί μια προσπάθεια ενδυνάμωσης της πίστης του καθένα μας στον εαυτό του και τη διαφορετικότητα, που κρύβει, κάτι που αποτελεί κλασσικό, πλέον, μοτίβο στα εφηβικά αναγνώσματα, αλλά που φαίνεται να έχουμε όλοι ανάγκη, ακόμα και κατά την ενήλικη περίοδο της ζωής μας. Επιπλέον, η συγγραφέας επιλέγοντας να συνδέσει την ηρωίδα της με τη μαγεία και τον ήρωά της με την τεχνολογία, αναπαράγει, μεν, ένα κλασσικό στερεότυπο σύνδεσης της γυναίκας με το άγνωστο, το μυστηριώδες και το μαγικό και τον άντρα με την ορθολογικότητα και την επιστήμη. Η επιλογή αυτή, ωστόσο, όχι μόνο δεν γίνεται με όρους σεξιστικούς, αλλά αποτελεί μια ακόμα προσπάθεια του βιβλίου της, αυτή της συμφιλίωσης μεταξύ των δύο φύλων και των διαφορετικών κόσμων που μπορεί να συνιστούν, σύμφωνα με το βίωμα και την αντιμετώπιση που έχουν από τους γύρω τους, ειδικότερα κατά την εφηβεία.
Την ίδια στιγμή, το ύφος και η γραφή της συγγραφέα, σε μετάφραση Πόλυς Μοσχοπούλου, αποτελούν από μόνα τους μια αναφορά. Ανάλαφρη, ελεύθερη, χωρίς να φοβάται το κοινότυπο, σε απόλυτη σύνδεση με την pop κουλτούρα και στρατευμένη σθεναρά στη μεριά του διαφορετικού, η C. J. Anders πέτυχε ό,τι και η J. K. Rowling 20 χρόνια πριν, όταν διάβασα την Φιλοσοφική Λίθο, καθιστώντας με ανίκανη να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου, αλλά και να συνδεθώ με τα όνειρα, την αισιοδοξία και τις ελπίδες της έφηβης εαυτού μου!