Θα είμαστε ειλικρινείς, από το Andor δεν περιμέναμε τίποτα. Δε μας πολυενδιέφερε, νομίζαμε, το backstory ενός (εξαιρετικού κατά τα άλλα) χαρακτήρα που είδαμε να πεθαίνει στο Rogue One. Ελπίζαμε οι αδαείς, πως από τις prequel σειρές του Star Wars θα μας αποζημίωνε το Kenobi. Αλλά τελικά η επιστροφή του Ewan McGregor (Βirds of Prey, Trainspotting) στον ρόλο του σοφού Jedi Master κατέληξε σε μια κακογραμμένη και παιδιάστικη ανοησία, ενώ το Andor εξελίχθηκε όχι απλά στην καλύτερη live action σειρά του Star Wars, αλλά και σε από τις καλύτερες και πιο βαθιά πολιτικές σειρές της χρονιάς.
Η σειρά του Tony Gilroy (Nightcrawler, Rogue One, House of Cards) απέχει έτη φωτός από το υπερθέαμα που έχουμε συνηθίσει στον κόσμο του Star Wars, όχι μόνο στις ταινίες που, ως blockbuster κολοσσιαίων διαστάσεων, οφείλουν να είναι θεαματικές, αλλά και στις σειρές που μας έχουν (καλό)μάθει σε μάχες με φωτόσπαθα, διαστημομαχίες και έναν ασταμάτητο καταιγισμό από easter eggs σειρών του παρελθόντος αλλά και του ευρύτερου σύμπαντος, που δεν έχει βρει ακόμα τον δρόμο του για τη μεγάλη ή μικρή οθόνη. Όχι, το Andor είναι μια αργή, λεπτομερής σειρά που εστιάζει στους ανθρώπους πολύ, πολύ μακριά από τα φωτόσπαθα. Στο λαό που δεν έχει δει ή εστω ακούσει ποτέ για Jedi, που δεν τον ενδιαφέρει η Force και κάποια άγνωστη θρησκεία, αλλά η καθημερινή και εναγωνιώδης προσπάθεια να επιζήσει μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια. Που νιώθει την μπότα της Αυτοκρατορίας στο λαιμό του κάθε μέρα, όλη μέρα.
Η ίδια η Αυτοκρατορία εδώ είναι ίσως στην πιο τρομακτική και αποτελεσματική μορφή της. Και αυτό όχι γιατί έχει κάποιον απίστευτα ικανό και τρομερά τρομακτικό κακό. Κάθε άλλο, οι «κακοί» της είναι και αυτοί άνθρωποι καθημερινοί, της διπλανής πόρτας. Υπάλληλοι και μικροδιευθυντές, συχνά ευθυνόφοβοι ή, στον αντίποδα, μεγαλομανείς χαρτογιακάδες που καταπίνουν τη γλώσσα τους μπροστά στον αληθινό κίνδυνο. Είναι όμως όλοι τους απίστευτα αλλοτριωμένοι από την απόλυτη εξουσία ζωής και θανάτου που έχουν πάνω στους υποτελείς πληθυσμούς, τους οποίους δε βλέπουν πια καν ως ανθρώπους. Το Andor μας δείχνει, επιτέλους, την πραγματική δύναμη της Αυτοκρατορίας, στην οποία στηρίχθηκε για 19 ολόκληρα χρόνια: τους ανθρώπους- γρανάζια, που, μεθυσμένοι από την επίφαση ανωτερότητας που τους έδινε η στολή, έχασαν πλήρως κάθε έννοια ανθρωπιάς μέσα τους. Είναι ίσως η καλύτερη απεικόνιση ενός καθαρά φασιστικού καθεστώτος που έχουμε δει στη μαζική κουλτούρα και μάλιστα σε τέτοιο μικροεπίπεδο.
Ταυτόχρονα όμως, βλέπουμε και την αντίδραση σε αυτή την καταπίεση, τις απαρχές της Αντίστασης. Μια χούφτα άνθρωποι, ορμώμενοι ο καθένας από προσωπικά βιώματα εκδίκησης και οργής, τελικά καταφέρνουν να οργανωθούν, με δυσκολίες, διαφωνίες και αντιστάσεις, πράγματα απόλυτα φυσικά όταν καλείσαι να αφήσεις πίσω σου τη μοναδικότητα σου για να ενταχθείς σε κάτι μεγαλύτερο. Όμως το καταφέρνεις τελικά, όταν ο κοινός στόχος το δικαιολογεί. Και δεν υπάρχει καλύτερος στόχος από την ελευθερία, η οποία δεν είναι κάποια ασαφής και εώλη έννοια, αλλά κάτι βαθιά ριζωμένο στις συνθήκες ζωής και εργασίας στον Γαλαξία, καθώς η Αυτοκρατορία φιλοδοξεί να ελέγχει κάθε πτυχή της ύπαρξης των υποτελών της είτε άμεσα, με βαριά αστυνομοκρατία, είτε έμμεσα, με την παροχή τεχνολογίας που μόνο αυτή μπορεί να παράγει. Επομένως η ελευθερία στο Andor είναι κάτι που ξεκινά από το ατομικό επίπεδο, όπως η μανία για εκδίκηση, και καταλήγει τελικά στο συλλογικό, την οργανωμένη πάλη ενάντια στην καταπίεση μέσα από την αλληλεγγύη μεταξύ πολλών και ετερόκλητων μονάδων. Μια φασαριόζικη πολυφωνία ενάντια στην μονοτονικότητα της Αυτοκρατορίας. Ο Gilroy μας δείχνει με εξαιρετικό τρόπο πως το προσωπικό είναι πάντα πολιτικό, όμως μπορεί να αξιοποιηθεί σε κάτι κοινωνικά ωφέλιμο μόνο μέσα από την οργάνωση.
Από ερμηνευτική άποψη, ο Diego Luna (If Beale Street Could Talk, Wander Darkly) κάνει μια άρκως ενδιαφέρουσα υποκριτική αναδρομή και μελέτη χαρακτήρα καθώς δεν αρκείται στο να υποδυθεί ξανά τον Andor του Rogue One, τον ψυχρό δολοφόνο που θα σκότωνε και θα πέθαινε για την επανάσταση. Αντίθετα, μας συστήνει έναν χαρακτήρα εγωιστικό, ατομιστή και βαθιά αντιδραστικό, ο οποίος ανήκει στο λούμπεν προλεταριάτο και κινείται με μόνο σκοπό να ικανοποιήσει τις δικές του βλέψεις και προσωπικές βεντέτες. Από αυτόν τον πηλό όμως σταδιακά διαμορφώνεται ένας πραγματικός επαναστάτης, που ανθίζει όταν έρχεται σε επαφή με νέες ιδέες και ανθρώπους, με την (απρόθυμη) αλληλεγγύη ανθρώπων που έχουν κοινά με αυτόν τραύματα και επιθυμίες. Αυτή τη μεταμόρφωση τη βλέπουμε σταδιακά, φυσικά και οριακά ανεπαίσθητα, μέσα από αργά πλάνα, τραυματικά flashbacks και κοντινά γεμάτα συναισθήματα, στα οποία ο Luna αποδεικνύει πόσο πραγματικά καλός ηθοποιός μπορεί να γίνει.
Σε αυτή τη μεταμόρφωση συμβάλλει πολύ και ο πάντα εξαιρετικός Stellan Skarsgård (Dune, Chernobyl) o οποίος αναλαμβάνει τον ρόλο του πολιτικού καθοδηγητή και μια σχεδόν πατρική μορφή για τον Andor με τη συνηθισμένη βραχνάδα και gravitas ενός μεγάλου ηθοποιού. Σε ευθεία αντιπαράθεση με αυτόν τον ρόλο, έρχεται η βετεράνος βρετανίδα Fiona Shaw (My Left Foot, Ηarry Poter, Enola Holmes) η οποία αντιπαραβάλει την σπασμένη υπερηφάνια με απίστευτη δύναμη και πάθος, που δεν είναι υπερβολή να τη συγκρίνει κανείς με ένα ηφαίστειο που μετά βίας κρατά την έκρηξή του (μία ακόμα αντίθεση με την ψυχρά υπολογισμένη βία του Skarsgård).
Μία ξεχωριστή μνεία αξίζει σίγουρα και ο λαμπρός Alex Lawther (The End Of The F***ing World, Black Mirror) ο οποίος από εγκληματικά αμήχανος νέος μετατρέπεται σε έναν πραγματικό μάρτυρα της επανάστασης, με έναν καθάριο πολιτικά λόγο και ένα έντονο πάθος για την ελευθερία. Οι στιγμές που μιλά με τον νεαρό νιχιλιστική Andor είναι αυτές που βλέπει κανεις τον σπόρο της αντίστασης να φυτεύεται μέσα του. Ταυτόχρονα, ο Andy Serkis (Lord of the Rings, Star Wars: Τhe Last Jedi, Black Panther) συμμετέχει με έναν σύντομο μεν, σπαραξικάρδιο ρόλο δε.
Γενικότερα, οπτικά το Andor είναι τουλάχιστον πανέμορφο. Ο αργός ρυθμός μας επιτρέπει να θαυμάσουμε τα απίστευτα τοπία, φυσικά και ψηφιακά, ενώ είναι εμφανές ότι έγινε προσπάθεια να επενδυθεί η σειρά με μια καλλιτεχνία. Η φωτογραφία του, είτε δείχνει ένα σκιερό και υγρό δάσος, είτε το δυστοπικό, σχεδόν cyberpunk αστικό περιβάλλον του Coruscant είναι κάτι που είχαμε να δούμε στο Star Wars από την αρχική τριλογία.
Είμαστε πολύ χαρούμενοι που κάναμε λάθος για το Andor. Μακάρι κάθε μας λάθος να οδηγεί σε τέτοια τηλεόραση. Και όπως και το δέντρο, ούτε εμείς θα ξεχάσουμε ποτέ τα χτυπήματα του τσεκουριού του Andor και το κάλεσμά του για αντίσταση.