Γνωρισαμε τον Ανδρεά Μιχαηλίδη ως αφηγητή και παραμυθά στις βραδιές των Reflection στην Death Disco. Παράλληλα διαβάσαμε το πλούσιο έργο του, τις μεταφράσεις και την συμβολή του σε όλα αυτά τα πράγματα που αγαπάμε, από κόμικ έως αστυνομικές ιστορίες! Τώρα, έρχεται με το πρώτο του μυθιστόρημα, Το Αμόνι που Τραγουδά (Εκδόσεις Μamaya) να μας βυθίσει σε έναν εξόχως μυστηριακό και ταυτόχρονα τόσο γνώρισμό κόσμό, όπως αρμόζει σε έναν μεγάλο καλλιτέχνη! Το Smassing Culture βρήκε την ευκαιρία και τον ρώτησε για τον Αμόνι, το φανταστικό στην Ελλάδα και την πορεία του, για την ομάδα Αρπη και τους σκόπους της, αλλά και άλλα ενδιαφέροντα…
1) Έχετε ασχοληθεί με μεταφράσεις, διασκευές, αφηγήσεις, σενάρια για κόμικ και με μυθιστορήματα και νουβέλες δικιές σας. Από αυτά τα είδη, ποιο ήταν αυτό που παρουσίασε την μεγαλύτερη πρόκληση;
Νομίζω πως η μεγαλύτερη πρόκληση παραμένει η λογοτεχνική μετάφραση. Από τη μία, θες να είσαι συνεπής ως προς τα λεγόμενα του συγγραφέα κι από την άλλη, δεν πρέπει να μετατρέψεις ένα ελκυστικό αφήγημα σε μια ορθή, πλην ξερή, παράθεση πληροφοριών. Υπό μία έννοια, ξαναγράφεις το βιβλίο σε μια άλλη γλώσσα. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα όταν μεταφράζεις από τα ελληνικά σε μια άλλη γλώσσα. Νομίζω πως το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει ήταν μια μετάφραση λαϊκών παραμυθιών της Μάνης στα γαλλικά.
2) Στο παρελθόν έχετε ασχοληθεί πάρα πολύ με την αστυνομική λογοτεχνία. Πως επηρέασε αυτή η «προϋπηρεσία» την αντίληψη σας για την λογοτεχνία του φανταστικού σαν συγγραφέα;
Η αστυνομική λογοτεχνία και η λογοτεχνία του φανταστικού υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι δύο ξεχωριστές, αλλά ταυτοχρόνως αναπτυσσόμενες αγάπες. Δεν θα έλεγα πως προηγείται η μία της άλλης, παρόλο που οι πρώτες ιστορίες που κατάφερα να εκδώσω ήταν αστυνομικές. Υπάρχει φυσικά μπόλιασμα: ας πούμε ο πρώτος μου ντετέκτιβ, διόλου τυχαία, λέγεται Προμηθέας Ερμητικός, ένας από τους παλιούς συνεργάτες του είναι ο Μενέλαος Βροντίδης και στη διάρκεια μιας έρευνας συναντά τον νεαρό Οδυσσέα Ανδριόπουλο. Επίσης, το μυθολογικό / παραμυθιακό μοτίβο, πέραν των ονομάτων, μπορεί να υπεισέρχεται στα ενδιαφέροντα και τις γνώσεις των χαρακτήρων ή ακόμα και στην ίδια την υπόθεση, όπως στη «Ματωμένη Αποκριά». Από την άλλη, η αστυνομική λογοτεχνία μού έχει δημιουργήσει την ανάγκη οι ιστορίες του φανταστικού να έχουν μια σχέση αιτίου-αιτιατού. Για μένα, το φαντασιακό πλαίσιο δεν αναιρεί την ανάγκη μιας ορθής, ας το πούμε, αφηγηματικής λογικής. Όταν θέτω προβλήματα κι ερωτήματα στους χαρακτήρες και τους αναγνώστες μου, νιώθω την ανάγκη να τα έχω επιλύσει δίχως αυθαιρεσίες μέχρι το τέλος της ιστορίας, εκτός αν συντρέχει συγκεκριμένος και προμελετημένος λόγος να μείνουν αναπάντητα μέχρι π.χ. μια πιθανή συνέχεια.
3) Το «Αμόνι που Τραγουδά» είναι ένα βιβλίο που αφηγείται όχι μόνο ιστορίες, αλλά και το πως φτιάχνονται οι ιστορίες. Πόσο δύσκολο ήταν να γίνει αυτή η συμβολοποίηση, χωρίς το βιβλίο να χάσει την μυθιστορηματική χροιά του;
Σε αυτό δεν έχω εύκολη απάντηση. Η αντίληψή μου για τις ιστορίες είναι προϊόν της μέχρι τώρα ενασχόλησής μου με τα βιβλία – ως αναγνώστης, πρωτίστως και μετά ως μεταφραστής και συγγραφέας –, καθώς και της μέχρι τώρα μαθητείας μου στην προφορική αφήγηση. Η μαθητεία αυτή δεν ολοκληρώνεται φυσικά με το τυπικό πέρας ενός προγράμματος ή ενός εργαστηρίου. Είναι μια συνεχής διαδικασία, ένας συνεχής διάλογος μεταξύ του αφηγητή και του κοινού. Όλες οι τυπικές μαθητείες, το μόνο που μπορούν ιδανικά να σου προσφέρουν είναι τα έξι μεταφορικά σφυριά της μυθουργικής, όπως αυτά περιγράφονται στο βιβλίο. Το έβδομο σφυρί όμως, το Ρόπτρο των Ανθρώπων, χρησιμοποιείται «πάνω στους ίδιους τους ανθρώπους, χτυπώντας τις χορδές της καρδιάς τους – όπως χτυπά με το ραβδίο τις χορδές ένας μουσικός που παίζει το σαντούρι. Με αυτό, δεν ξέρεις ποτέ τι σκοπό θα παίξεις από πριν, παρά μόνο όταν έχεις απέναντί σου τους ανθρώπους που ‘ναι ν’ ακούσουν τις ιστορίες». Το πιθανότερο είναι πως η ενασχόλησή μου με την προφορική αφήγηση, όπου δεν έχει κανείς σελίδες ολόκληρες ή χρόνο να εξηγήσει τι θέλει να πει – και άρα πρέπει να πει τα πράγματα με τρόπο, τόσο καθαρό, όσο κι ελκυστικό –, να γέννησε στο μυαλό μου αυτόν τον αφηγηματικό συμβολισμό.
4) Όλο το βιβλίο είναι γραμμένο με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, με έντονα τα στοιχεία του προφορικού λόγου. Ανησυχήσατε μήπως αυτή η επιλογή αποθαρρύνει κάποιους αναγνώστες που δεν ξέρουν το στυλ σας;
Αυτό παραμένει μια ανησυχία μου κι ούτε νομίζω πως θα πάψει ποτέ. Μάλιστα το πρώτο σχόλιο που διάβασα από έναν αναγνώστη, όταν βγήκε το βιβλίο, ήταν πως αυτή η ιδιαίτερη γλώσσα τον έκανε να το παρατήσει στη μέση. Είναι κάτι που κατανοώ, όμως ταυτόχρονα, δεν πιστεύω πως αυτό το βιβλίο μπορούσε να γραφτεί με διαφορετικό τρόπο. Ένα από τα βασικά, «εσωτερικά μου στοιχήματα», ήταν να γράψω τις επιμέρους ιστορίες όπως ακούγονται∙ κι όταν έγραψα την ιστορία μες στην οποία τις έσπειρα, ήθελα να διατηρήσω τα έμμετρα, ρυθμικά μοτίβα, καθώς και μια ομηρική, κατά κάποιο τρόπο, δομή ερωταπαντήσεων κι επαναλήψεων. Δε μετανιώνω στο ελάχιστο γι’ αυτές τις επιλογές, διότι πρώτα και κύρια, ένας μυθοπλάστης πρέπει να ‘ναι πιστός στην ιστορία που θέλει να πει, με τον τρόπο που θέλει να την πει.
5) Στο βιβλίο, από τον τίτλο κιόλας, γίνεται η σύνδεση τριών πραγμάτων: της μουσικής ,της χειρωνακτικής δουλειάς και της αφήγησης. Ποια θεωρείτε πως είναι η σχέση αυτών των τριών στην λογοτεχνία, αλλά και στην καθημερινή ζωή;
Στην πραγματικότητα, η αφήγηση είναι αυτή που συνδυάζει τη λογοτεχνία, τη μουσική και τη χειρωνακτική δουλειά – κατά κάποιο τρόπο. Η αφήγηση είναι καταρχήν προφορική λογοτεχνία, ταυτόχρονα όμως έχει έναν εσωτερικό ρυθμό – ενίοτε και συνοδευτική μουσική – που βοηθάει τόσο το μνημονικό του αφηγητή, όσο και τον ακροατή να παρασυρθεί, να ταξιδέψει στον κόσμο της ιστορίας. Τέλος, η αφήγηση έχει κίνηση, που μπορεί να είναι από απλές συνοδευτικές χειρονομίες του αφηγητή, μέχρι ολόκληρη κινητική απεικόνιση των σκηνών που περιγράφει. Επίσης, στο μυαλό μου, μια καλή ιστορία είναι τελικά η κοπιώδης πλέξη, ύφανση, ή σφυρηλάτηση γνωστών, ακατέργαστων υλικών σε μια νέα μορφή, που αποτελεί, όχι απλά την ιστορία, αλλά και τον τρόπο αφήγησής της. Στην περίπτωσή μου, η διαδικασία αυτή γίνεται συχνά συνοδεία μουσικής που μ’ εμπνέει και με συγκινεί. Στην πραγματική ζωή, δεν χρειάζεται να κοιτάξει κανείς πέρα από τα τραγούδια του αγρού και τις ιστορίες που αφηγούνται, τα τραγούδια του κουπιού και του σιδεράδικου που άλλοτε έδιναν ρυθμό στην κοπιαστική εργασία και τα επικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι σκάλδοι, εμπνέοντας τους συντρόφους τους στη μάχη.
6) Εκτός από συγγραφέας, έχετε δουλέψει και ως μεταφραστής και μελετητής του φανταστικού. Πιστεύετε πως έχουν ωριμάσει οι συνθήκες στην Ελλάδα για να αναγνωριστεί το στοιχείο του φανταστικού στην πολιτιστική μας ζωή;
Παρόλο που με τιμά ο χαρακτηρισμός ως «μελετητή του φανταστικού», είναι μάλλον… παράδοξος. Παρόλο που καταναλώνεται σε μεγάλες ποσότητες, η φανταστική λογοτεχνία στην Ελλάδα δεν χαίρει κάποιας τυπικής αναγνώρισης κι έτσι, σε μια χώρα υποταγμένη στο «φαίνεσθαι», η έννοια ενός τέτοιου μελετητή δεν υπάρχει – με απειροελάχιστες, ίσως, εξαιρέσεις, ανθρώπων που έχουν καταφέρει να δημοσιεύσουν πράγματι κάποιες μελέτες επί του θέματος. Ταυτόχρονα, όμως, αυτό δίνει τη δυνατότητα στον κάθε φανατικό αναγνώστη, με την ανάλογη επιμονή κι επιμέλεια στην ανάλυση, να μιλήσει από το μετερίζι του μελετητή κι έτσι έχουμε μεγαλύτερη πολυφωνία, έστω «ανεπίσημη». Αν μη τι άλλο, το έδαφος είναι πολύ γόνιμο. Όσο αφορά την πολιτιστική μας ζωή ευρύτερα, υπάρχουν συγγραφείς, καλλιτέχνες, sites, μικρές κι αφοσιωμένες ομάδες, σύλλογοι, διοργανωτές παιχνιδιών ρόλων, εκδότες, που όμως δεν βρίσκονται πάντα σ’ επαφή και συνεννόηση μεταξύ τους. Από πέρσι, η πρώτη μεγάλη προσπάθεια να βρουν κοινό τόπο τα ποικίλα στοιχεία που συνθέτουν τη σκηνή του φανταστικού στην Ελλάδα, έγινε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Φίλων Φανταστικού, με τη διοργάνωση του ΦantastiCon, το οποίο θα διεξαχθεί για δεύτερη φορά τον Οκτώβριο του 2016.
7) Η αναδιαμόρφωση του φανταστικού στην χώρα μας και η ανάδειξη του ελληνικού στοιχείου είναι και ο σκοπός της ομάδας Άρπης. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για αυτή;
Η σύνοψη είναι πολύ εύστοχη. Η Άρπη είναι βασικά μια ομάδα συγγραφέων του φανταστικού, που έχουν σαν στόχο την προώθηση – με το έργο τους, όσο και με ποικίλες εκδηλώσεις – μιας ελληνογενούς φανταστικής λογοτεχνίας. Στην Ελλάδα έχουμε μια τρομακτικά πλούσια αφηγηματική κληρονομιά – από τα μαγικά παραμύθια, τους θρύλους και τις παραδόσεις μας, μέχρι τον Όμηρο, το αρχαίο θέατρο και τη μυθολογία – της οποίας έχουμε ξύσει μονάχα την επιφάνεια. Είμαστε από τους λαούς που έχουν αξιοποιήσει ελάχιστα τον πλούτο του παρελθόντος τους (κι όχι μονάχα σε αυτόν τον τομέα, όμως αυτό είναι άλλη ιστορία), έναν πλούτο που στο διάβα του χρόνου έχει μπολιαστεί με στοιχεία από ολόκληρη τη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή, έναν πλούτο που εν πολλοίς παραμένει θαμμένος. Ο σκοπός της Άρπης, υπό την αιγίδα των εκδόσεων mamaya, είναι να εκμεταλλευτεί αυτόν τον πλούτο σε μια σύγχρονη φανταστική λογοτεχνία, καθώς και να εμπνεύσει άλλους να κάνουν το ίδιο.
8) Πόσο δύσκολο είναι για έναν άνθρωπο που έχει ανατραφεί με μια δυτικότροπη λογοτεχνία φαντασίας να γυρίσει και να αντλήσει θέματα από την ελληνική και ελληνιστική παράδοση; Μήπως έχουμε απομακρυνθεί πολύ από τις ρίζες μας;
Από τις ρίζες μας έχουμε απομακρυνθεί μονάχα τόσο, όσο απέχει ένα βιβλίο από το χέρι μας. Το βασικό, αν όχι το μοναδικό μας πρόβλημα στο συγκεκριμένο θέμα, είναι αυτή η απίστευτη τάση αγιοποίησης ή δαιμονοποίησης της παράδοσής μας, η οποία οδηγεί σε μια νευρωτική άρνηση αξιοποίησης του υλικού, για τυπικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους – που όλοι βρίσκονται με τη σειρά τους στη σφαίρα της φαντασίας. Από την άλλη, υπάρχει το πρόβλημα της άχαρης και στείρας έκθεσης στην αρχαία ελληνική γραμματεία, στη διάρκεια των σχολικών μας χρόνων. Μόλις ξεπεράσει κανείς αυτό το τραύμα και τις προαναφερθείσες αγκυλώσεις, βρίσκει μες στην Ιλιάδα πόσο πιο ενδιαφέρουσα είναι η θεά Αθηνά από απλή «παρθένα θεά της σοφίας», βρίσκει μες στην Οδύσσεια πως οι Φαίακες είναι κατά βάση το ανάλογο των Tuatha Dé Danann, που αποτέλεσαν τη βάση για τα δυτικότροπα ξωτικά, βρίσκει στη Μυθολογία του Κακριδή ποιος ήταν ο αληθινός πατέρας του Οδυσσέα και συνειδητοποιεί τη δραματική δεινότητα του ομηρικού έπους. Το υλικό είναι εκεί και μας περιμένει.
9) Πρόσφατα εκδόθηκε και η νουβέλα σας «Ο εθισμός του Κριστιαν Αμπροζ». Τι μπορείτε να μας πείτε για αυτή;
Τυπικά, νουβελέτα, καθότι έχει έκταση κάτι λιγότερο από 70 σελίδες. Είναι τελείως διαφορετικής υφής από το Αμόνι. Όπως πολύ ωραία το έθεσε μια φίλη, είναι μια ιστορία με «νουάρ ντεκόρ» και υπόβαθρο τη Νέα Ορλεάνη του 2010, που συνδυάζει το μυστήριο, εγγενές στους πρωταγωνιστές, με δύο μακάβριους φόνους, την κάθοδο ενός άντρα στην παραφροσύνη και στοιχεία της μυθολογίας κοσμικού τρόμου του H.P.Lovecraft. Δίχως να πω πολλά, προς αποφυγήν spoilers, ο πρωταγωνιστής μου, ο Κριστιάν Αμπρόζ, είναι ένα είδος κυνηγού τεράτων και συνάμα, ένα ιδιόμορφο, χαρισματικό τέρας κι ο ίδιος. Η… κατάστασή του έχει πολλά πλεονεκτήματα, όμως φέρει κι ένα βαρύ τίμημα: τη στέρηση της ανθρώπινης ηδονής, η οποία αποτελεί και βασικό κινητήριο μοχλό του. Η ιστορία επίσης συνοδεύεται από μια σειρά εξαιρετικών εικονογραφήσεων του Άρη Λάμπου, οι οποίες αποδίδουν την αλλόκοτη, πνιγηρή ατμόσφαιρα που είναι διάχυτη στο βιβλίο.
10) Τι άλλο να περιμένουμε στο μέλλον; Υπάρχει στα σκαριά κάποιο project;
Υπάρχουν πολλά και διάφορα πράγματα στον ορίζοντα, μεταφραστικά, αφηγηματικά, συγγραφικά και άλλα ακόμα, σε διάφορα στάδια δημιουργίας κι επεξεργασίας. Για δύο μόνο μπορώ να γίνω πιο συγκεκριμένος: καταρχήν, ένας δεύτερος Κριστιάν Αμπρόζ, πάλι υπό το παράρτημα Nightread των εκδόσεων Ars Nocturna, πιθανότατα προς το τέλος Σεπτέμβρη. Ο τρέχων τίτλος για τη συγκεκριμένη νουβελέτα είναι «Η Στοργή του Βάλτου». Δεύτερον, ανάλογα με το πώς θα έχει πάει το Αμόνι, πιθανόν να βγει μέσα στο χρόνο από τις εκδόσεις mamaya η νοητή του συνέχεια, που ξεκινά από το «τι άνθρωπος είναι εκείνος που κοιμάται στ’ όνειρό του και τι σόι όνειρα βλέπει εκείνος που στ’ όνειρό του ονειρεύεται». Επίσης, πιθανώς να μιλά για τους Επτά Θησαυρούς και να εξιστορεί τα ταξίδια της Ελζεντάρ, της Ψηλής Πριγκίπισσας.